Για τον Χρήστο Χωμενίδη και να θες να μη πεις πολλά, λες. Αυτό είναι αναμφισβήτητο! Όπως κι ο ίδιος άλλωστε είναι λαλίστατος μέσα από τα γραπτά του και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα από τον καταιγισμό πληροφοριών και γεγονότων που βρίθουν στα βιβλία του, έτσι δε μπορείς να αναφερθείς και στο έργο του με δυο απλά λόγια. Κανονικά θα έπρεπε να κάνω ξεχωριστή κριτική για κάθε του βιβλίο αλλά επειδή κάτι τέτοιο μάλλον θα κούραζε και θα με ανάγκαζε να επαναλαμβάνομαι, κάτι που δε μου αρέσει καθόλου, θα αρκεστώ στη κριτική της «Φωνής», τού πιο χαρακτηριστικού νομίζω, ιδιαίτερου, εξαιρετικά καλογραμμένου φυσικά αλλά και πιο κατατοπιστικού βιβλίου του ως προς τη νοοτροπία και τη ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα που δε διστάζει σε τίποτα για να καταφέρει να δοξαστεί, ακόμη και… δε λέω παρακάτω γιατί θα θεωρηθεί spoiler alert!!!
Το βιβλίο λοιπόν έχει να κάνει με μια ιδιόρρυθμη παρέα ανθρώπων – μια ξανθιά κληρονόμο δισκογραφικής εταιρείας, έναν ηχολήπτη, έναν πρώην ταξιτζή, έναν αποτυχημένο δικηγόρο και έναν νεαρό ομογενή από τη Τασκένδη – των οποίων οι ζωές ενώνονται με καρμικό τρόπο «όταν το πάθος γίνεται καριέρα, η καριέρα απάτη και οι προβολείς αναβοσβήνουν πιο γρήγορα για να ζαλίσουν το κοινό. Κάποιοι τυχάρπαστοι νομίζουν ότι έπιασαν τη καλή. Μα μόνο μια Φωνή έχει τη δύναμη να δώσει τη λύση».
Πραγματικά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω να μιλάω γι’ αυτό το βιβλίο γιατί αφενός η υπόθεση είναι τρομερά μα τρομερά έξυπνη και σπιρτόζικη και οι ατάκες αλλά και οι ανατροπές θανατηφόρες, αφετέρου η μια σελίδα συμπληρώνει την άλλη και δε μπορείς να ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το κάθε γύρισμα στο μέλλον. Ο Χωμενίδης για μένα είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχει το μοναδικό ταλέντο να σου πει την πιο απίθανη ιστορία. το πιο σουρεαλιστικό και τελείως μα τελείως απίστευτο συμβάν που θα μπορούσε να συμβεί με τέτοιο τρόπο που, ίσως να μην το αποδεχθείς αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μη το βρεις ενδιαφέρον και να μη περιμένεις να ακούσεις τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας με την αγωνία στο φουλ. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ενός γνήσιου παραμυθά-με την καλή έννοια ο όρος-που στόχο έχει να σαγηνεύσει, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και να μεταφέρει από στόμα σε στόμα την ιστορία του για να γίνει όσο πιο ευρύτερα γνωστή γίνεται. Ο Χωμενίδης σε κάθε του βιβλίο το πετυχαίνει ακόμη και στις περιπτώσεις που το σουρεάλ ξεπερνά τη πραγματικότητα.
Ίσως φαίνεται λίγο υπερβολική η αντίδραση μου και η αλήθεια είναι ότι αρκετοί ίσως να διαφωνήσουν μαζί μου καθώς οι φανατικοί του συγγραφέα είναι ισάριθμοι με τους επικριτές του υποστηρίζοντας την άποψη ότι ούτε κάποια ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία έχουν τα έργα του αλλά ούτε και οι ιστορίες του έχουν κάτι να δώσουν στους αναγνώστες. Δίκοπο μαχαίρι λοιπόν αυτό και πώς μπορείς να πείσεις για μια διαφορετική και καθ’ όλα αντικειμενική γνώμη; Νομίζω ότι η τρανή απόδειξη για να χαρακτηρίσεις καλό το έργο του Χωμενίδη είναι αφενός το χιούμορ που είναι διάχυτο σε κάθε σελίδα, η παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας και δηθενισμού και η πανέξυπνη κάθε φορά πλοκή που σε κάνει να αναρωτιέσαι «ε, όχι! πώς το σκέφτηκε πάλι αυτό;» Όλα αυτά νομίζω ότι είναι υπεραρκετά για να χαρακτηρίσουν ξεχωριστό ένα βιβλίο με το οποίο είναι σίγουρο ότι θα περάσεις πολύ καλά διαβάζοντας το. Μπορεί να μη σου αλλάξει τη ζωή, μπορεί να μη σε κάνει καλύτερο σαν άνθρωπο αλλά σίγουρα θα σου πει μια ιστορία με ασυνήθιστους χαρακτήρες και με όχι συνηθισμένο τρόπο.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν αγαπάμε Χρήστο Χωμενίδη και θέλουμε να συνεχίζει να μας χαρίζει τις μοναδικές ιστορίες του. Άλλωστε κάθε ιστορία είναι μοναδική αρκεί να τη πεις με μοναδικό τρόπο.
_
γράφει η Μαρία Ανδρικοπούλου
0 Σχόλια