Η διδασκαλία και η μάθηση είναι δύο έννοιες άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους και προσδιορίζουν με καθοριστικό τρόπο τη στοχοθεσία και σκοποθεσία του αναλυτικού προγράμματος.
Το σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι τι μαθαίνουμε και πώς το μαθαίνουμε, αλλά και ποιοι είναι οι θεμελιακοί παράγοντες που επηρεάζουν το ποιόν της μάθησης και της διδασκαλίας. Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κοινωνικοί, γνωστικοί, μεταγνωστικοί, παράγοντες που συνδέονται με το σχολείο, με τις εμπειρίες μαθητών και δασκάλων, με τη μεθοδολογία και τα μέσα διδασκαλίας, με την αξιολόγηση, καθώς και με άλλους πολλούς.
Έτσι, η διδασκαλία και η οργάνωσή της σήμερα σχετίζεται με την προσφορά μιας προκαθορισμένης και επιμερισμένης γνώσης για την καλύτερη αφομοίωσή της, με την αναπαραγωγή της από τους μαθητές με τον καλύτερο δυνατό και πρόσφορο τρόπο, με την ανάπτυξη μιας γραμμικής και ευθύγραμμης σχέσης ανάμεσα στον δάσκαλο, στο μαθητή και στο αντικείμενο διδασκαλίας. Αντίθετα, ένα δημιουργικό και καινοτόμο περιβάλλον διδασκαλίας θα έπρεπε να μπορεί να προσφέρει ποικίλες αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, να υποστηρίζει την ενεργητική και συνεργατική προσφορά της γνώσης, διαμέσω της κοινωνικής διαπραγμάτευσης και όχι απλά την αναπαραγωγή της, να τροφοδοτεί πρωτοποριακούς τρόπους μάθησης κ.ά.
Με ποιον τρόπο λοιπόν θα πρέπει να δομηθεί η διδασκαλία για να έχουμε ουσιαστικά και επιτυχή αποτελέσματα μάθησης;
Αρχικά, είναι σημαντικό να θεωρηθούν τα αντικείμενα διδασκαλίας και οι γνώσεις που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές μας, ως πηγές ενεργοποίησης και θετικών κινήτρων για τους ίδιους. Προσφορά δηλαδή ενδιαφέρουσας και ουσιαστικής γνώσης στους μαθητές με εύληπτο και κατανοητό τρόπο. Στη συνέχεια, η αντιμετώπιση και η επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων από τους μαθητές με την διακριτική καθοδήγηση του δασκάλου. Η συμμετοχή τους στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό και η υιοθέτηση εύκαμπτων μέσων και τρόπων διδασκαλίας. Η αντικειμενική αξιολόγηση της μάθησης από έμπειρους δασκάλους και η έγκαιρη ανατροφοδότησή της. Η διαθεματική προσέγγιση των διδακτικών αντικειμένων και η κατάργηση του ιστορικού διαχωρισμού τους. Η προώθηση της ομαδοσυνεργατικής μάθησης με βάση τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.), το νέο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα νέα σχολικά εγχειρίδια όλων των μαθημάτων, καθώς και άλλα πολλά, μπορούν να αποτελέσουν επιβοηθητικά στοιχεία, οδηγώντας και κατευθύνοντας το δύσκολο έργο του δασκάλου.
Είναι σημαντικό για τους μαθητές να γνωρίζουν σε κάθε περίπτωση τι θα πρέπει να κάνουν, προς τα πού θα πρέπει να κατευθυνθούν και το πώς θα κατακτήσουν τη νέα γνώση. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ίδιοι διαθέτουν απεριόριστες δυνατότητες και μπορούν με τον ουσιαστικό διάλογο και με τη συμβουλευτική των δασκάλων να κατακτήσουν τις καινούριες γνώσεις άμεσα και εποικοδομητικά.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο και αν τους κάνουμε πραγματικά κοινωνούς στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης, δείχνοντάς τους την ανάλογη εμπιστοσύνη, θα μπορέσουμε να τους εκμαιεύσουμε όλα εκείνα τα διαμαντάκια που κρύβουν μέσα τους και μπορούν να βελτιώσουν το έργο γονέων και δασκάλων. Επίσης, να αγγίξουμε πολύπλευρα την ψυχή τους, χαρίζοντάς τους απλόχερα την αγάπη, τη θαλπωρή και τη ζεστασιά που αρμόζει σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, στοιχεία που είναι δυνατόν να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό για θαυμαστά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς της ζωής τους.
_
γράφει η Σοφία Σκλείδα
Φιλόλογος, ΜΑ, Διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών
0 Σχόλια