Με λένε χαραμάδα κι εμφανίζομαι εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Φτάνει συνήθως ένα ταρακούνημα, μια ρωγμή, μια κακοφτιαξιά του μάστορα για να σχηματιστώ. Μετά όλα παίρνουν τον δρόμο τους, εκτός αν κάποιος θέλει τόσο πολύ να με αποφύγει που βιάζεται να με εξαφανίσει με επισκευές. Το φως εισχωρεί στο σκοτεινό δωμάτιο από αδιάβατα μονοπάτια. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, εκτός αν κάποιος είναι τόσο συνηθισμένος στο σκοτάδι, που ακόμα και το ελάχιστο φως μπορεί να του κάνει ζημιά.
Εκείνη δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της εδώ και πέντε μέρες. Με το ζόρι και μετά από παρακάλια, ήπιε λίγο νερό. Την πρώτη μέρα δεν την πήρε στα σοβαρά. Την επόμενη άρχισε να ανησυχεί. Δεν φαινόταν να είναι μια απλή δίαιτα αυτή. Μήπως έπασχε από κάποια σπάνια μορφή οξείας νευρικής ανορεξίας; Μήπως ήταν άρρωστη; Όταν του εξήγησε τους λόγους της, ανησύχησε ακόμα περισσότερο.
“Δεν θέλω να πάθεις κακό.”
“Αν αντέχουν αυτοί, θα αντέξω κι εγώ.”
“Δεν αντέχουν όλοι. Οι περισσότεροι πεθαίνουν ξέρεις.”
“Τότε θα πεθάνω κι εγώ.”
Έχανε λίγο λίγο την υπομονή του. Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το σύμπτωμα, να εξηγήσει τον τρόπο της, αλλά έχανε την ουσία. Η ουσία ήμουν εγώ. Μερικές φορές δεν είναι όλοι ικανοί να διακρίνουν τη χαραμάδα, ειδικά όταν είναι ακόμα πολύ μικρή. Μόνο τα πιο ευαίσθητα μάτια, οι πιο ευαίσθητες ψυχές διακρίνουν το φως, κοιτάζοντας από τη σωστή οπτική γωνία.
“Μείνε μαζί μου”
“Μην επιμένεις.”
“Χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω” της είπε δείχνοντας προς το μέρος της καρδιάς της.
“Τι είναι αυτό;”
“Είναι ο θησαυρός που κρύβεις.”
“Και πως τον βλέπεις τότε;”
“Είναι διάφανο το θησαυροφυλάκιο για τα δικά μου μάτια.”
Εκείνη χαμογέλασε. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ήταν ένα πολύτιμο χαμόγελο αυτό. Εκείνη δεν είχε την δύναμη κι εκείνος δεν είχε την γνώση. Οπότε συνέχισα να υπάρχω και να επεκτείνομαι. Αν είσαι χαραμάδα, επιθυμείς να επεκτείνεσαι, δεν είναι παράξενο αυτό.
Επιχείρησε να την πείσει με λογικά επιχειρήματα. Γρήγορα άφησε τους ιατρικούς λόγους στην άκρη και προσπάθησε να πάει με τα νερά της.
“Με τον τρόπο αυτό δεν κερδίζεις τίποτα.”
“Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.”
“Θα πολεμήσουμε μαζί, αν αυτό θες.”
“Δεν έχει νόημα.”
“Γίνεσαι άλλο ένα νούμερο στις στατιστικές τους, δεν το βλέπεις αυτό;”
Χρησιμοποίησε το πιο δυνατό του χαρτί, τα νούμερα, αλλά γρήγορα το έκαψε. Δεν την ενδιέφεραν τα νούμερα και οι στατιστικές. Είχε διαβάσει πολλά από αυτά, αλλά δεν έμεινε τίποτα μόνιμα εντυπωμένο στο μυαλό της. Είχε ίσως εξαντλήσει την ικανότητά της για αποστήθιση στα μαθητικά της ακόμα χρόνια, όταν έπρεπε να μαθαίνει απ' έξω λέξεις, προτάσεις, ολόκληρα κείμενα, με αποτέλεσμα κάθε γωνιά του εγκεφάλου της να είναι γεμάτη από ξεχασμένες άχρηστες πληροφορίες. Αυτό που μετρούσε ήταν η ουσία. Κι η ουσία ήταν πως δεν είχε δικαίωμα να βάλει μπουκιά στο στόμα της, όσο υπήρχε έστω κι ένας άνθρωπος στον πλανήτη που δεν είχε να φάει. Σαν έμμονη ιδέα σφηνώθηκε στη σκέψη της το φως από την χαραμάδα. Αυτό το φως που μπορεί και να τυφλώσει ακόμα τα πιο ευαίσθητα μάτια.
“Την βλέπεις εκεί πάνω την χαραμάδα;” τον ρώτησε δείχνοντας προς το μέρος μου με το βλέμμα της.
Το λιγοστό φως που είχε τρυπώσει στο σκοτεινό δωμάτιο τράβηξε την προσοχή του. Εκείνος δεν ήταν από τους ανθρώπους που ανέχονται χαραμάδες ή οποιαδήποτε φθορά με σταυρωμένα χέρια. Ήταν όμως ήδη αργά. Όταν πλησίασε κοντά, πριν ακόμα προλάβει να με αγγίξει, αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Ένιωσε να ελαφραίνει, να γίνεται ανάλαφρη σαν αεράκι ανοιξιάτικο. Γλύστρισε μέσα από την άνοιγμα δίχως προσπάθεια, νωχελικά κι αθόρυβα, όπως μια σταγόνα νερό βρίσκει το δρόμο της πάνω σε μια ανάγλυφη επιφάνεια, σαν τον καπνό που χώνεται παντού χωρίς δυσκολία. Όταν άνοιξε τα μάτια της, το φως ήταν εκτυφλωτικό. Αναγκάστηκε να τα ανοιγοκλείσει πολλές φορές, μέχρι να συνηθίσει την λάμψη.
Αυτός είναι ο σκοπός μου κι ο σκοπός κάθε χαραμάδας. Να αναδείξει μια άλλη θέα στην πραγματικότητα, αόρατη υπό συνηθισμένες συνθήκες. Μερικοί με αντιμετωπίζουν σαν ελάττωμα που πρέπει να διορθωθεί, άλλοι τυφλώνονται από την ομορφιά που αντικρίζουν. Μερικά ικανά μάτια προσαρμόζονται γρήγορα και το απολαμβάνουν. Σαν σταυροδρόμι μοιάζω, αν πρέπει με κάτι να με παρομοιάσεις. Δίνεται η επιλογή της επιστροφής. Υπάρχουν οι πλάγιες οδοί των ψευδαισθήσεων, ενώ μπροστά ανοίγεται ο δύσκολος, αλλά πιο απολαυστικός, δρόμος του αγώνα. Μερικοί αδυνατούν να επιλέξουν και παρασύρονται από τον αέρα.
Σε τούτο το παράξενο μέρος στο οποίο ξεβράστηκε από το ρούφηγμά μου, αντίκρισε ένα τοπίο παράξενο. Όλα τα όνειρα της μαζί ήταν μπροστά της ανακατωμένα σαν κουβάρι μπερδεμένο, αλλά η ίδια τα αναγνώρισε με την πρώτη ματιά. Όνειρα που έκανε στον ύπνο της, αλλά κι αυτά που συνόδευαν καθημερινά την ψυχή της στο ξύπνιο της. Όλα τα όνειρα είναι φτιαγμένα εξάλλου από το ίδιο υλικό και δεν ξεχωρίζουν ανάλογα με το επίπεδο συνείδησης. Άνθρωποι χορτάτοι, χαρούμενοι, ερωτευμένοι, λαμπεροί σαν ηλιαχτίδες.
Κοίταξε καλά γύρω της. Δεν υπήρχε δυστυχία πουθενά.
“Εδώ θα μείνω” είπε από μέσα της κι αγκάλιασε το φως που της είχα προσφέρει.
γράφει η Μηλέβα Αναστασιάδου
H Μηλέβα Αναστασιάδου γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Είναι γιατρός (νευρολόγος) και τώρα τελευταία γράφει ιστορίες. Διηγήματά της έχουν διακριθεί και δημοσιευθεί σε συλλογικά έργα. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: “Προς το τέλος”, συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις “Πανέκτυπον” και “Όμορφες μέρες”, μυθιστόρημα από τις εκδόσεις “Παράξενες Μέρες”.
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πολύ όμορφο κείμενο συγχαρητήρια!!!!!! Χαραμάδες που πίσω τους υπάρχουν ιστορίες….κρύβονται άλλοι κόσμοι που πάντα έχουν κάτι να πουν και να δείξουν..αρκεί να θελει κανείς να δει.
Ευχαριστώ πολύ… Καλό είναι να έχουμε τα μάτια μας για να μπορούμε να διακρίνουμε κάθε λογής χαραμάδες 🙂
“Αυτός είναι ο σκοπός μου κι ο σκοπός κάθε χαραμάδας. Να αναδείξει μια άλλη θέα στην πραγματικότητα, αόρατη υπό συνηθισμένες συνθήκες.”
Τυχεροί όσοι μπορούν και διακρίνους τις χαραμάδες – στην καθημερινότητα, στην ψυχή των άλλων, στη δική τους ψυχή.
Κι ευλογημένοι εκείνοι που μπορούν σαν πνοή να περάσουν από το λεπτό τους κενό – και να δουν το φως από την άλλη μεριά!
Συγχαρητήρια φίλη μου Μηλέβα!
Ευχαριστώ ! Αρκεί το φως της χαραμάδας να μην σε κάψει… Χρειάζεται δύναμη 🙂