Μια χελώνα κάθεται στου λιβαδιού την άκρη
κι από τα μάτια έκρυβε να μη φανεί το δάκρυ.
Μονάχη πάντα γύριζε πολύ αργά το βράδυ
κι αποζητούσε η φτωχή του βιαστικού ένα χάδι.
Κανείς δεν εστεκότανε παρέα να της κάνει
κι ας ήταν χίλια πρόβατα στη διπλανή τη στάνη.
Τα πρόβατα γλακούσανε να πιουν να ξεδιψάσουν
να φάνε το τριφύλλι τους τ’ αρνάκια να σακάσουν.
Ο σκύλος που τα φύλαγε λοξά την εκοιτούσε
και να της πει τον πόνο του κι εκείνος λαχταρούσε.
“Τι με κοιτάς και θλίβεσαι; Για δε θωρείς κι εμένα
που μου ’χουν χίλια βάσανα στην πλάτη φορτωμένα;
Πρέπει να τρέξω το πρωί στα πλάγια να μαζέψω
χίλιες ψυχές που χάνονται στον ποταμό απ’ έξω.
Να τα φυλάξω ο καψερός απ’ του εχθρού το στόμα.
-Του λύκου η δαγκωματιά καλά πονεί με ακόμα!
Κι αν τύχει τάξε και χαθεί οζό στον Ψηλορείτη
τα όσα θα μου σούρουνε θα τα γροικά όλη η Κρήτη!
Τρέχω σα σφαίρα ο καψερός σαν ο καιρός αλλάξει
να διώξω όλα τα ζωντανά απ’ του βοριά τη χάση.
Κι αν πεις πως με προσέχουνε, μεγάλο θα ’ναι ψέμα
αφού τα πόδια μου πονούν στου ήλιου μας το γέρμα.
Φίλους ποτέ δεν έκαμα, γιατί δεν έχω χρόνο!
Μα εσύ ποτέ δεν ένιωσες ετούτονε τον πόνο!
Ολονυχτίς κι ολημερίς σουλάτσο κανονίζεις
και σπίτι για την πάρτη σου ανάθεμα και χτίζεις!
Έχεις το καβουκάκι σου που θέτεις και κοιμάσαι
κι αν βρέχει ή χιονοκοπά καθόλου δε λυπάσαι!”
Τον άκουσε με προσοχή η φίλη η χελώνα
και παραλίγο απ’ τον καημό να πέσει απ’ την κοτρώνα.
Και τότε πήρε να μιλά και να του εξηγάει
πως τη ζωή της “σιγανής” διόλου δεν αγαπάει.
“Θέλω να τρέξω λεύτερη σαν τον τρελό αέρα
να μη με νοιάζει φίλε μου αν έφυγε η μέρα.
Να βλέπω τόπους μακρινούς να χαίρετ’ η καρδιά μου
να παίρνω στράτα και δρομί όσο θωρεί η ματιά μου!”
Τότε εκείνη τη στιγμή, χρυσός αητός εφάνει
και τη χελώνα μονομιάς στη ράχη του τη βάνει.
Από ψηλά σαν όνειρο της μοιάζει το ταξίδι
κι εκόλλησε στη ράχη του ωσάν να ήταν στρείδι.
Ο σκύλος δα απόμεινε να αποκαμαρώνει
την παρ’ ολίγο φίλη του που πια δεν είναι μόνη.
“Βρε πώς γυρίζει ο καιρός και παν’ τ’ απάνω κάτω
κι αυτοί που όλο κερδίζανε εμείνανε στον πάτο!
Ο πόνος καλοπλήσσιανε κι εδά που ’μαι μονάχος
μπορεί κουβέντα να μου πει της μοναξιάς μου ο βράχος.”
–
γράφει η Χρυσούλα Πλοκαμάκη
Υπέροχο Χρυσούλα μου και τόσο διδακτικό για εμάς τους ανθρώπους που δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τίποτα και μακαρίζουμε πάντα τον απέναντι μας!!! Τι να πω είναι μοναδική η πένα σου, που κεντά τα λόγια με τόση αγάπη όση έχεις και στην ψυχούλα σου!!! Χαίρομαι που αντάμωσαν οι δρόμοι μας, χαίρομαι που σε λογαριάζω φίλη μου!!!
Αγαπημένη μου Σοφία,
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ!!!!!!!!!!!
Πάντα στοχεύεις στην καρδιά με της ψυχής τα λόγια..
Την όμορφη φιλία μας …τη βάνεις στα ανώγεια..
Εκεί που αγάπη, σεβασμός μα και τιμή είν’ αντάμα…
ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΤΟΤΕ καλά…εγώ θα κάμω τάμα!
Γιατ’ είναι πράγμα σπάνιο… να βρεις να σ’ αγαπάνε…
και να σου δείχνουν με ψυχή το πόσο σε τιμάνε!
ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΒΡΑΔΥ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Αγαπητή κυρία Χρυσούλα, διαβάζοντας το υπέροχο ποίημά σας νόμιζα πως διάβαζα έναν μύθο του Αισώπου σε έμμετρη μορφή!!!
Σπουδαία η έμπνευσή σας και η απόδοσή της. Συγχαρητήρια!!!! Διαβάζω τα ποιήματά σας με μεγάλη χαρά και ενδιαφέρον. Καλό βράδυ.
Καλημέρα Μάρθα μου,
Σε ευχαριστώ πολύ για τα πάντα προσεγμένα σχόλιά σου που με τιμούν!
Με τη φτωχή μου πένα προσπαθώ να περάσω – όσο είναι δυνατόν – μηνύματα για τη ζωή μας…
Χαίρομαι που διαβάζεις ‘τα πνευματικά μου παιδιά’ με ενδιαφέρον…
Να είσαι καλά!
Καλή συνέχεια!
Υπέροχο το ποίημά σου Χρυσούλα. Διαβάζοντάς το σε καθηλώνει και αισθάνεσαι και πάλι παιδί. Μου άρεσε πάρα πολύ. Μπράβο σου!!!
Σε ευχαριστώ πολύ Βάσω μου….
Χαίρομαι που σου άρεσε η αλληγορική μορφή αυτού του ποιήματος…
Να είσαι καλά!!!