–
γράφει η Άννα Δεληγιάννη – Τσιουλπά
–
Με το παρόν βιβλίο ο συγγραφέας Γιώργος Μάνος, ολοκληρώνει ένα κύκλο αφηγημάτων, μια τριλογία με κοινό παρονομαστή τις χαμένες πατρίδες, χαμένες γεωγραφικά όχι όμως από το μυαλό κάθε Έλληνα, όπου γης, που έλκει ή όχι την καταγωγή του από προσφυγική γενιά.
Στις 444 σελίδες το βιβλίο περιλαμβάνει τον Πρόλογο του πανεπιστημιακού καθηγητή κυρίου Αθανάσιου Ε. Καραθανάση, την Εισαγωγή του συγγραφέα και πενήντα εννέα κεφάλαια, το κάθε ένα με την ιδιαιτερότητά του και το εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Στη σελ. 415 γίνεται αναφορά στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ακολουθούν απόψεις αναγνωστών για τα βιβλία που διάβασαν, ένα γλωσσάρι και ιστορικά βοηθήματα στα οποία κατέφυγε ο συγγραφέας προκειμένου να μας δώσει και να αποδώσει εμπεριστατωμένα τη δική του μυθιστορηματική εκδοχή.
Το εξώφυλλο μοιρασμένο φωτογραφικά στα δύο, αφορά στους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν την Ανατολική Θράκη αλλά και στους μετανάστες, πριν την αναχώρησή τους για τη Γερμανία, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο περιεχόμενο του βιβλίου.
Ο τίτλος «Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ όμως ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ» δηλωτικός όχι μόνο της οπτικής αλλά και του ψυχισμού του συγγραφέα, είναι βέβαιο ότι επηρεάζει τον αναγνώστη και ως ένα σημείο τον προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Στο «γιατί» του αναγνώστη που το εντείνει το «όμως» του τίτλου έπεται μια πολύ προσεγμένη αφήγηση, κατά την οποία, η ιστορική μνήμη υφαίνεται γύρω από τη ζωή μιας οικογένειας της Ανατολικής Θράκης, αυτής του παπα-Θεοχάρη. Τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, συμπαρασύρουν πολλά πρόσωπα και καταστάσεις με πραγματικά γεγονότα, τα οποία περιπλέκονται με τον μύθο δια των πρωταγωνιστών-δευτεραγωνιστών οι οποίοι συνθέτουν, κάθε φορά, μια έντονη παρουσία στο αντίστοιχο σκηνικό.
Οι τραυματικές εμπειρίες δεν χάνονται και δεν σβήνονται από το χρόνο. Αυτό που ανακουφίζει τον άνθρωπο-το γνωρίζει καλά ο συγγραφέας και το πετυχαίνει- είναι να φέρει κάποια στιγμή τα βήματα, εκεί που απόμεινε η ψυχή, πίσω στην πατρίδα.
Θέματα μοτίβα και σκιάσεις πολυποίκιλες, συντελούν στο να μπορεί να χαρακτηριστεί το μυθιστόρημα πρωτίστως ιστορικό και δευτερευόντως, ψυχολογικό και κοινωνικό. Το πολιτικό, έτσι κι αλλιώς, εμπεριέχεται εξ ορισμού στη ζοφερή ιστορική πραγματικότητα. Θα το χαρακτηρίζαμε και ως παιδευτικό μυθιστόρημα, ως προς το ότι τονίζεται η εξέλιξη ενός υποκειμένου, το οποίο από μια κατάσταση του παρελθόντος, μεταβάλλεται και εξελίσσεται σε μια νέα σύγχρονη κατάσταση, μέσω μιας σειράς αιτίων και αποτελεσμάτων και μιας γραμμικής αντίληψης της χρονικότητας.
Ο Γιώργος Μάνος, αναδεικνύει επιτυχώς την ιστορία και αναβαθμίζει το μύθο. Κι αν εκείνες οι δύσκολες εποχές πέρασαν, οι μνήμες αναταράζουν το «είναι» μας και θέλουμε, με κάποιον τρόπο, να ζήσουμε σήμερα, το χθες της ιστορίας, που φωτίζεται με το μύθο, να συμμεριστούμε τη θέση των υπόδουλων που έζησαν, για να ταλαιπωρηθούν και να υποστούν τόσα δεινά.
Ως αναγνώστες, κάνουμε μια εξαιρετική οδοιπορία στο χθες, για να το αντιπαραβάλλουμε με το σήμερα και μέσα από την κριτική αντιπαράθεση τού συγγραφέα στην ωμή πραγματικότητα, που επέβαλαν Βούλγαροι και Τούρκοι δυνάστες.
Διαπίστωση και παραδοχή: κυνισμός και υλιστικός ωφελιμισμός. Και ο μύθος προσεγμένος τόσο, που μας κυριεύει μια αληθοφάνεια ως προς τα πρόσωπα τα οποία, επιτυχώς βάζει ο συγγραφέας να υφίστανται μετακινήσεις και αλλεπάλληλες βασανιστικές εξοντώσεις. Πραγματικά πρόσωπα ανάμεσα στα πλασματικά- φανταστικά-για τούτο το μυθοπλαστικό μέρος είναι που δίνει τα περισσότερα μηνύματα- με τον ίδιο το συγγραφέα, να είναι πανταχού παρών και αθέατος. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό, ως προς τη συνάφεια των γεγονότων και τη ροή που είναι γραμμική, υπακούοντας σε μια χρονική ακολουθία και αλληλουχία των αφηγούμενων γεγονότων, δηλαδή της ιστορίας, δίχως πισωγυρίσματα, που συχνά, δημιουργούν πρόβλημα.
Πέθαναν άνθρωποι, διαλύθηκαν οικογένειες, καταστράφηκαν φιλίες, δημιουργήθηκαν έχθρες και αντιπαλότητες. Οι προσωπικές τραγωδίες μιας ταραγμένης εποχής στις αρχές του 20ου αιώνα-άνθρωποι που ξεριζώθηκαν το 1922- ξετυλίγονται με τρόπο ιδιαίτερο, ώστε το περιεχόμενο να γίνεται πλούσιο, εντυπωσιακό και ως ένα σημείο καθηλωτικό. Βρίθει από τα άσχημα της υποδούλωσης, από ταλαιπωρία και ανθρώπινο πόνο, από την αγωνία της επιβίωσης.
Ο Γιώργος Μάνος, είναι ίσως ο συγγραφέας, που αν τον συναντήσεις δεν πρέπει να τον αγνοήσεις. Ο ίδιος άλλωστε, δηλώνει ότι ερεύνησε, μελέτησε και έγραψε για μια αναδρομή σε χρόνους που δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να ξεχάσουμε.
Ένα αποκαλυπτικό χρονικό μιας οικογένειας, συνέχει και συγκρατεί το δυναμισμό του βιβλίου, από την αρχή ως το τέλος. Ρεαλισμός έως την απόδοση του τρόπου ομιλίας μιας άλλης περιόδου, μίξη ιστορίας και μύθου των απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων και της προσωπικής ψυχολογίας που συμβάλλει, συν τοις άλλοις, στην ανάδειξη των αξιών, που δεν καταρρακώθηκαν, γιατί της ζέσταινε ο κρυφός πόθος της πατρίδας.
Οι περιγραφές δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να νιώσει την πίστη, την αποφασιστικότητα, την υπομονή, την ενδυνάμωση από κακουχίες και καταστροφές, μετοικεσίες, και, αργότερα, μεταναστεύσεις στη δεκαετία του ’60.
Ένας άθλος του συγγραφέα είναι η μεταφορά της γλώσσας μιας άλλης εποχής.
Η γλώσσα θερμή ή σκληρή, πάντα ταιριαστή με την ιδιότητα των προσώπων, ιδιόλεκτος προσώπων, που ενσωματώνει το ιδιωματικό στοιχείο, δίχως να περιορίζεται σε αυτό.
Και είναι πολυποίκιλη η γλώσσα και για τούτο δυσπρόσιτη σε συνάφεια με την ψυχολογία. Η στενοχώρια και ο πόνος εκφράζεται και κατανοείται μόνο όπως μιλιέται. Η γλώσσα είναι που επιφέρει την αληθοφάνεια, και αναπτύσσει το συναίσθημα, αυτή φέρνει δάκρυα στα μάτια, σε ένα απεικονιστικό μυθοπλαστικό κείμενο, που μιμείται μια ανεξάρτητη, μα σε όλους γνωστή ιστορική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που εξασφαλίζει με τον τρόπο που παρουσιάζεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Διακρίνει ο προσεκτικός αναγνώστης και υφολογικές αποχρώσεις που διαφοροποιούν τα πρόσωπα. Διακρίνεται ο ανδρικός λόγος από τον γυναικείο, πιο αδρός ο πρώτος, πιο φλύαρος ο δεύτερος προς όφελος της επικοινωνίας. Το ύφος του ίδιου προσώπου, αλλάζει ανάλογα με το συνομιλητή.
Ένα δραματικό οδοιπορικό, ένας μύθος που δένει με την ιστορία, για να την αναδείξει και να την ερμηνεύσει. Σε πληγώνει αλλά δεν υπολογίζεις την πληγή, όσο τον τρόπο που πληγώθηκες και φοβάσαι ότι μπορεί να επαναληφθεί καθώς το τέρας ακόμη βρυχάται και προκαλεί έντονη απέχθεια προς εκείνους, που άνθρωποι όντες, τον άνθρωπο εξανδραπόδισαν.
Ο λόγος του- αναζητώντας τις αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα που συνέχονται από ένα πλέγμα κοινό, αυτό του πεπρωμένου ή της μοίρας, της ιστορίας σε τελική ανάλυση- αγκαλιάζει στιγμές και γεγονότα, προσεγγίζει τα πρόσωπα, τις αναζητήσεις τους, στους δρόμους της ζοφερής πραγματικότητας με τις ιστορίες διαφορετικών προσώπων, που ανήκουν στην ίδια ανθρωπογεωγραφία να εντυπωσιάζουν και να συγκινούν.
Εδώ, να συγχαρώ τον συγγραφέα, ο οποίος με βέβαια τα γεγονότα τα ιστορικά, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, μετακινούμενος από χώρο σε χώρο και από τόπο σε τόπο να αναδείξει με το μύθο, τις επιπτώσεις των γεγονότων στον άνθρωπο, μέχρι το θάνατό του αλλά και την επίδρασή τους στις επόμενες γενιές.
Αν επιστρέψουμε για λίγο στη νοηματοδότηση του τίτλου, θα δούμε ότι ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα ιστορικά γεγονότα ως τεκμήρια, αλλά πρωτίστως να δέσει το τραγικό με αριστουργηματικό τρόπο. Προς τούτο τα διαδοχικά επεισόδια αποκαλύπτουν και το πλέγμα της κοινωνικής άρθρωσης ως αποτέλεσμα των γεγονότων, που λαμβάνουν χώρα εδώ.
Ο συγγραφέας, μέσα από το κείμενο γίνεται η ψυχή και η συνείδηση του αναγνώστη, το φως που καίει, για να μας υπενθυμίσει το χρέος μας!
Κι όταν η χαρά κάνει την εμφάνισή της σε έναν κόσμο ρευστό, όπου ο άνθρωπος είναι δημιουργός και καταστροφέας, όταν οράματα και προσδοκίες περιπλέκονται, όνειρα κι ελπίδες θάβονται, μικρογεγονότα θα ξαναβάλουν το νερό στο αυλάκι, για να συναπαντηθούν εκείνοι που πριν πολλά χρόνια χάθηκαν.
Μέσω του μύθου, φαίνεται ότι ο άνθρωπος ό, τι και να πάθει, αν δε πεθάνει, θα ανασαίνει την ανάσα της προσδοκίας, καταγράφοντας στιγμές και εικόνες γεμάτες πίκρα αλλά και χαρά, συγκίνηση, νοσταλγία. Οι τραυματισμένες, πονεμένες συνειδήσεις, οι αποκαθηλωμένες καρδιές, με το πρόσωπο στραμμένο στο παρελθόν, στέκονται στο παρόν, βιώνοντας τον κύκλο της ζωής, όπως αυτός αναπτύσσεται μέχρι να κλείσει.
Όλο το έργο διαπνέεται από μια αγωνιστική ηθική που συγκινεί. Από τη μια, μια ήρεμη αποδοχή της μοίρας κι από την άλλη το πάθος της επιβίωσης. Δεν το βάζουν κάτω οι ήρωες.
Έτσι, μένει στον αναγνώστη η πεποίθηση, πως ο κόσμος έχει ψυχικές δυνάμεις, μαθαίνει από τα παθήματα και μπορεί να γίνει καλύτερος.
Τα επεισόδια που αρθρώνουν και συνωθούν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των προσώπων, αφορούν σε μια ποιητική του συγγραφέα, όπου δείχνει τα πράγματα και ο αναγνώστης -που επιβάλλεται να είναι προσεκτικός- θα βγάλει τα συμπεράσματά του. Επιτυχές δέσιμο της φαντασίας που γεννά τον μύθο με τον παραλογισμό που γεννούν τα ιστορικά, δραματικά γεγονότα.
Ενθουσιασμένη με τον τρόπο με τον οποίο δένει το μύθο με την ιστορία ένιωσα ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα-αναφέρομαι στο περιεχόμενο- καθώς σκεφτόμουνα: τώρα εδώ πασχίζει ο συγγραφέας να μας δείξει όχι το γεγονός αλλά το αποτέλεσμα, τις επιπτώσεις στην ψυχολογία του χ, ψ, ήρωα. Ένιωθα να σουλατσάρω στο ερημωμένο Πάνιδο, να κρατώ συντροφιά στον φυλακισμένο παπά-Θεοχάρη, να κοιμάμαι παρέα με την Πασχαλίτσα και να μου αφηγείται την περιπέτειά της, πώς βρέθηκε από τη Ραιδεστό στην Καππαδοκία, να ακολουθώ παντού το Δημήτρη που, μαζί με το φυλαχτό της μάνας, έφερε μέσα στην ψυχή του την πατρίδα, να μεταναστεύω μαζί του αλλά και με πρόσωπα της οικογενείας του, τότε που μετανάστευαν οι Έλληνες ατομικά και ανοργάνωτα, για να κλείσουμε μαζί τον κύκλο, εγώ της ανάγνωσης και εκείνος, όχι μόνος, το επιθυμητό ταξίδι στην πατρίδα, για να καθίσω να αναπαυθώ από τα πολλά ανάμεικτα συναισθήματά μου.
Για το τέλος, να επισημάνω ότι, σε ό, τι με αφορά, ως αναγνώστρια και κριτικό, παρουσίασα και έμμεσα απάντησα, τι θα συναντήσει ο αναγνώστης στο βιβλίο, χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, για να μη χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης. Πρόκειται για μια πετυχημένη, έξυπνη γραφή, που χωρίς να είναι επιδεικτική, είναι οξυδερκής και μας συγκινεί χάρη στην σοφία του συγγραφέα, τον οποίο, εκθύμως, συγχαίρω.
0 Σχόλια