Τετάρτη πρωί, ώρα 09:47
Το αεροπλάνο σηκώθηκε με ορμή στον ουρανό, την ένιωσα μέσα στα σωθικά μου τούτη την ωμή δύναμη γι’ ακόμα μια φορά αλλά δεν έδωσα σημασία, έχω συνηθίσει πια. Το Παρίσι από ψηλά μοιάζει λιγότερο ρομαντικό απ’ όσο νομίζει κανείς. Τέταρτη φορά εδώ, τέσσερις επιτυχημένες αποστολές. Και κάθε φορά αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο το κρύο να με κυριεύει, αυτό το αναθεματισμένο κρύο που έχει αρχίσει να με κάνει να πονάω. Με πονάνε πια τα μελίγγια μου, με σφίγγει το κεφάλι μου, δεν αντέχεται πια όλο αυτό… θα σηκωθώ να φύγω, θα φύγω, θα τα παρατήσω όλα και θα πάω κάπου μακριά.
Τετάρτη βράδυ, ώρα 23:57.
Βλέπω τα παιδιά μου που μεγάλωσαν πια να παίρνουν το δρόμο τους και νιώθω τόσο ξένος, σαν να μην είναι δικά μου παιδιά. Σαν να μην είναι καρπός δικός μου, δυο όμορφα κορίτσια, δυο κοπέλες στο άνθος της νιότης τους κι εγώ να μη νιώθω τίποτα. Δυο άνθρωποι που μου είναι εντελώς αδιάφοροι. Κι η γυναίκα μου, ακόμα πιο ξένη αυτή, την κοιτάζω κι αναρωτιέμαι αν ένιωσα ποτέ τίποτα… Μια ύπαρξη εντελώς αδιάφορη που δεν πρόσθεσε τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο, ένας πειθήνιος άνθρωπος που δεν τόλμησε ποτέ να σηκώσει το κεφάλι του… μια ζωή σκυμμένη και υποταγμένη, σκλάβα του καθωσπρεπισμού και της γνώμης του περίγυρού της. Δεν τόλμησε ποτέ της ούτε να ονειρευτεί. Νομίζει πως είμαι εμπορικός αντιπρόσωπος, τόσα χρόνια κι ούτε καν πονηρεύτηκε ποτέ ποια είναι η αληθινή μου δουλειά. Άραγε την αγάπησα αυτή τη γυναίκα; Πάω για ύπνο, είμαι κουρασμένος, αύριο έχω να κάνω πολλά πράγματα.
Πέμπτη πρωί, ώρα 11:17.
Τούτος ο καφές είναι σκέτο νερόπλυμα. Κοιτάζω απέναντι τα γραφεία της υπηρεσίας και δε νιώθω τίποτα. Τριάντα χρόνια μπαινόβγαινα σαν τον κλέφτη εκεί μέσα κι όμως δε νιώθω τίποτα. Μυστικές υπηρεσίες… ας γελάσω. Ένας παρατηρητικός καταλαβαίνει αμέσως πως αυτά τα γραφεία μόνο εμπορικά δεν είναι. Πάει παραιτήθηκα. Κι όμως αυτό το κρύο δε λέει να φύγει από μέσα μου, κάτι μου λέει πως στο τέλος θα μου στρίψει καμιά βίδα και θα τρελαθώ. Αν προλάβω δηλαδή… Είναι κατακαλόκαιρο κι εγώ κρυώνω, απ’ έξω σκάω από τον καύσωνα κι από μέσα είμαι λες και κάνω βόλτα στην Αλάσκα… Δεν είμαι καλά… Φεύγω.
Πέμπτη μεσημέρι, ώρα 12:37.
Θα σου τα πω όλα παπά αλλά μη με διακόψεις. Κι ελπίζω ο Αη Γιώργης που μας βλέπει – του Αη Γιώργη δεν είναι η εκκλησία; – αν μας βλέπει δηλαδή, κάτι να κάνει… Από αμαρτίες έχω πολλές, ούτε θυμάμαι πια πόσες. Οι χειρότερες όμως είναι δυο. Η πρώτη είναι πως μάλλον δεν αγάπησα ποτέ. Ούτε καν τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Δεν ξέρω γιατί, δεν ήμουν έτσι πάντα. Η άλλη είναι πως έχω σκοτώσει πολλούς ανθρώπους… Μη με κοιτάς έτσι, δε σου κάνω πλάκα παπά. Έχω σκοτώσει 67 ανθρώπους, αυτή ήταν η δουλειά μου. Στο όνομα της πατρίδας και της δημοκρατίας και μπλα μπλα μπλα. Με προσέλαβε η πολιτεία όταν ήμουν είκοσι χρονών για να κάνω τον πράκτορα. Και μετά μου έδωσε ένα όπλο και μου είπε: Σκότωσε, είναι για το συμφέρον των παιδιών σου. Κι εγώ σκότωνα. Και ξέρεις κάτι; Την πρώτη φορά ένιωσα δυνατός, ένιωσα σα θεός όταν είδα εκείνο το γεροδεμένο κορμί να σωριάζεται κάτω. Θυμάμαι που κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω σε μια κίνηση επιδοκιμασίας μόλις σιγουρεύτηκα πως η σφαίρα τού είχε ξεσκίσει τις σάρκες. Μετά όλα ήταν θέμα ρουτίνας πια. Εγώ πίσω από ένα κομμάτι γυαλί με χαραγμένο ένα σταυρόνημα κι από την άλλη μεριά ένα κομμάτι κρέας που έπρεπε να αχρηστευτεί. Και μια σκανδάλη που μου χάριζε ηδονή παπά, μια σκανδάλη που ερωτοτροπούσα μαζί της. Κι όσο περνούσε ο καιρός τίποτα πια δε με γέμιζε τόσο όσο η σκανδάλη που ήθελα να τη χαϊδεύω ολοένα και περισσότερο. Πάντα στο όνομα της πατρίδας και των παιδιών μου. Μόνο που κάτι μέσα μου άρχισε να αλλάζει, κάτι με έκανε να αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο κρύο μέσα μου παπά. Αυτό ήρθα να μου διορθώσεις σήμερα, θέλω κάτι να κάνεις, δεν μπορώ άλλο πια. Παπά τα βράδια κοιμάμαι σκεπασμένος με δυο κουβέρτες, ακόμα και το καλοκαίρι, το καταλαβαίνεις; Όμως οι κουβέρτες δεν κάνουν τίποτα, το κρύο παραμένει εκεί… Παπά, ξέρεις πιο είναι το πιο κρύο μέρος στον κόσμο; Ξέρεις; Η ψυχή παπά είναι το πιο κρύο μέρος, η ψυχή, τ’ ακούς; Μπορείς να κάνεις την ψυχή μου να ζεσταθεί; Μπορείς; Τι με κοιτάς έτσι; Ε; Κατάλαβα, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις ούτε εσύ παπά, παραμύθια είναι όλα αυτά… Ξέρεις τι μου είπαν σήμερα μόλις πήγα και τους είπα πως θέλω να παραιτηθώ; Ξέρεις παπά; Πως δε γίνεται, πως υπάρχει μια τελευταία αποστολή παπά. Να το ξανακάνω, να πάω να σκοτώσω. Αλλά τους έφτυσα στα μούτρα κι έφυγα, τους πέταξα ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε πως τελείωσα μαζί τους κι έφυγα παπά. Και ξέρεις τι θα γίνει τώρα; Ξέρεις παπά; Μάλλον δε θα προλάβω να πάω στο σπίτι μου, τώρα πια εγώ είμαι το κρέας που θα το σφάξουν παπά. Όταν ήμουν μικρός είχα ένα ξύλινο αεροπλανάκι με κόκκινο έλικα. Το άφηνα στον αέρα κι ονειρευόμουν όταν μεγαλώσω να γίνω αεροπόρος, να πετάω εκεί ψηλά, πιο ψηλά από τα σύννεφα. Όμως έγινα φονιάς. Κάτι όμως μου λέει όμως πως σήμερα θα ταξιδέψω εκεί ψηλά παπά. Γι’ αυτό σου λέω, κάνε την ψυχή μου να ζεσταθεί, δεν μπορώ να πάω έτσι, δε γίνεται να φύγω μ’ όλο τούτο το κρύο στην ψυχή. Η ψυχή είναι το πιο κρύο μέρος στον κόσμο παπά, να το θυμάσαι αυτό. Κάνε ό,τι είναι να κάνεις, εγώ φεύγω τώρα.
Πέμπτη απόγευμα, ώρα 17:07
Ο παπάς δεν έκανε τίποτα, τι να κάνει κι αυτός; Τους έχουνε εκεί για βιτρίνα τους περισσότερους, για να τους δίνουν ένα ξεροκόμματο και να παριστάνουν τους πνευματικούς… Δε βαριέσαι, άμα προλάβω μπορεί να ψάξω να βρω κανέναν από αυτούς τους χαρισματικούς παπάδες να δω τι θα μου πει. Μπα, τι βλέπω; Τα καλόπαιδα με βρήκαν κιόλας… Ας μην τους κάνω τη ζωή δύσκολη, ας πάω προς το μέρος τους… Αχ… Οξύς ο πόνος της σφαίρας τελικά, αλλά νιώθω να με γλυκαίνει. Ας τους χαμογελάσω, να τους δείξω πως τους ευχαριστώ για το καλό που μου κάνουν… Κρυώνω, αλλά τούτη τη φορά απ’ έξω, από μέσα ζεσταίνομαι… Λες να έκανε τελικά δουλειά ο παπάς; Γλυκιά που είναι ετούτη η ζέστη…
Πέμπτη απόγευμα, ώρα… δεν υπάρχει…
Εκείνο το αεροπλάνο με τον κόκκινο έλικα πετάει, τι όμορφα που είναι εδώ πάνω παπά…
γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Κι αυτό επειδή δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια!!!!Ευχαριστώ!!!
Άννα σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου!
Κώστα! Νομίζω και δεν σφάλλω ότι διάβασα μόλις τώρα ένα από τα ωραιότερα και δυνατότερα, κείμενα. Φίλε μου όπως και η φίλη μας η Άννα Ρουμελιώτη είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγια για να περιγράψει τα συναισθήματα που σου γεννιόνται διαβάζοντας το θαυμάσιο, αυτό αφήγημα σου. Μίλησες για : “Η ψυχή παπά είναι το πιο κρύο μέρος, η ψυχή, τ’ ακούς; “, με τόση θέρμη ψυχής που σε θαύμασα. Και τι όμορφο το τέλος… . Θα σταματήσω όμως εδώ γιατί αντί γράψω σχόλιο θα γράψω …μια μελέτη επί του κειμένου σου! Σε παρακαλώ γράφε συχνότερα!
Χριστόφορε, ξέρεις πως η γνώμη σου έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα για μένα, μιας και πολλά χρόνια τώρα επισημαίνεις τα καλά και τα άσχημα κάθε φορά που γράφω.
Σε ευχαριστώ πολύ για το θερμό σου σχόλιο, έχει πάει κατευθείαν στην καρδιά μου! Να είσαι πάντα καλά.
Κώστα σε διαβάζω καιρό, αρκετό καιρό πριν μπω στο κοινωνικό φαστφουντάδικο που λεγεται ΦΒ. Τέτοιο αριστούργημα δεν είχα διαβάσει. Το καλύτερο σου ΜΑΚΡΑΝ !!! Υπέροχο το κείμενο σου, εξαιρετικά καλογραμμένο, με ρυθμό που κόβει την ανάσα, αληθινό… Χαίρομαι που το διάβασες, με ΤΙΜΑ το ότι είσαι φίλος μου !! Να είσαι καλά !! Γράφε !! Το έχεις μα τω Θεώ…. Γράφε !!
Γιώργο τι θα μπορούσα να απαντήσω σε ένα τέτοιο σχόλιο παρά μόνο ένα τεράστιο ευχαριστώ βγαλμένο μέσα από την καρδιά μου!
Συγκλονιστικό!!!!Μόλις διάβασα ένα από τα δυνατότερα σύγχρονα διηγήματα ,που περιγράφει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο μία ωμή αλλά συνάμα και ανθρώπινη πραγματικότητα.Σκαλοπάτι -σκαλοπάτι αυτός ο άνθρωπος αδηγείται στη μεταστροφή και τελικά στην Κάθαρση !!!!!!
Γεωργία, σε ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο σχόλιό σου. Να είσαι καλά!
Αχ Κώστα! Ανατριχιαστικά συγκλονιστικό! Η γραφίδα χάραξε την ψυχή μου . Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτό που ένοιωσα διαβάζοντας … Σε ευχαριστώ!!!!!!!!
Όταν διαβάζω σχόλια όπως το δικό σου Άννα Μαρία, νιώθω υπέροχα! Να είσαι πάντα καλά, το λέω μέσα από την καρδιά μου μιας και το ευχαριστώ νιώθω πως είναι λίγο…
“Γι’ αυτό σου λέω, κάνε την ψυχή μου να ζεσταθεί, δεν μπορώ να πάω έτσι, δε γίνεται να φύγω μ’ όλο τούτο το κρύο στην ψυχή”
Κάνω κόπυ ένα κομμάτι… αλλάζω γνώμη, το παρακάτω μ’ αρέσει πιο πολύ… όχι, το πιο πάνω είναι δυνατότερο… λάθος, εκείνο προς το τέλος είναι συγκλονιστικό… μα τι λες, για δες κι εκείνο στην μέση…
Κώστα μου… φίλε μου αγαπημένε και ξεχωριστέ… τι είναι τούτο που έπαθα; Μα να μην ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω; Μα να μη βρίσκω λόγια να εκφράσω το πόσο δυνατό, συγκλονιστικό, καλογραμμένο και καταλυτικό είναι το κείμενό σου; Και θεωρούμαι και γραφιάς; Τι να πω – με άφησες άναυδη!
Θα πω λοιπόν μόνο τούτο (επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Χριστόφορου και του Γιώργου – δεν πρωτοτυπώ!): ΓΡΑΦΕ!!! Γράφε καλέ μου! Όχι μόνο τόχεις αλλά και είναι χρυσάφι αυτό που έχεις – μην το αφήνεις ανεκμετάλλευτο! Με όλη μου την αγάπη και τον θαυμασμό!
Βάσω μου, τα λόγια είναι λίγα για να εκφράσουν αυτό που ένιωσα διαβάζοντας το σχόλιό σου. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω και τι να σου απαντήσω… Το μόνο που μπορώ να πω είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Να είσαι πάντα καλά… Πάντα!
Το γράφε και μην σταματάς το λένε όλοι. Εσύ όμως με ένα τρόπο μας δίνεις ένα μάθημα “αρχηγέ”. Μας λες μίλα. Μίλα χωρίς μάσκα. Μίλα ελεύθερα και η ψυχή σου θα γίνει αεροπλανάκι με κόκκινο έλικα. Μίλα μας λες και εμείς θα πρέπει να σε ακούσουμε. Ούτε παπάδες, ούτε ξομολόγοι ούτε και άλλοι κομιστές, δεν έχουν το τρόπο να μας ελαφρύνουν, όσο οι ίδιοι εμείς. Σε ευχαριστούμε για την συμβουλή και την προτροπή μέσω ενός υπέροχου κειμένου.
Βαγγέλη, λίγα διάβασες και πολλά κατάλαβες! Η διορατική σου ματιά νομίζω πως έφτασε πίσω από τις λέξεις.
Εμείς οι ίδιοι προσθέτουμε βάρος στις ζωές και τις ψυχές μας κι εμείς οι ίδιοι μπορούμε να ελαφρύνουμε το φορτίο. Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, να είσαι πάντα καλά!
Εγώ σήμερα αξιώθηκα να γίνω κοινωνός σ’ αυτό το υπέροχο κείμενο! Ένα κείμενο που μιλά αυτό το ίδιο, αλλά έχει την δυνατότητα να μιλά και ανάμεσα από τις λέξεις!
Δεν έχω πολλά να πω πέρα από ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και θα το δεις στην πορεία και όπως σου λένε όλοι: ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ!!!!
Υποκλίνομαι!!!
Σε ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο σχόλιό σου Αθηνά μου!