Στην Τρίτη Λυκείου αποφάσισα πως είχαν τελειώσει τα ψέματα. Ή θα έστρωνα το κωλάκι μου κάτω για να διαβάσω και να περάσω σε καμιά σχολή ή θα ακολουθούσα το ευγενές επάγγελμα του υδραυλικού. Με μία τωρινή δεύτερη σκέψη ίσως ήταν προτιμότερο να γίνω υδραυλικός. Τότε όμως σκεφτόμουν διαφορετικά. Είχα πάντα στο μυαλό μου τα λόγια ενός σοφού φίλου που οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει. Εκείνος, δυο χρόνια πριν μου είχε πει πως έπρεπε να πετύχω κάτι στη ζωή μου. Τα λόγια του θυμήθηκα εκείνο του καλοκαίρι του τέλους της Δευτέρας Λυκείου.

Έπρεπε να επιλέξω δέσμη. Εύκολη επιλογή. Η πρώτη δέσμη είχε βασικά μαθήματα: Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, Έκθεση. Στη Φυσική ήμουν ανεκτός, Χημεία απαράδεκτος, Μαθηματικά πολύ μέτριος για το επίπεδο της δέσμης, Έκθεση λίγο πάνω από τη βάση. Μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Η δεύτερη: Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Έκθεση. Στο μάθημα της Βιολογίας, στη Δευτέρα Λυκείου, είχα περάσει και δεν είχα ακουμπήσει. Για να περάσω στη χειρότερη σχολή έπρεπε να έχω μέσο όρο πάνω από δεκαπέντε για να καταλήξω νυχτερινός νοσοκόμος και να αλλάζω πάπιες σε κατουρημένους υπερήλικες. Καμία τύχη. Η Τρίτη Δέσμη: Αρχαία, Ιστορία, Λατινικά, Έκθεση. Ιστορία, καλός. Στα Αρχαία ήμουν μονίμως κάτω από τη βάση, τα πέρναγα πάντα με τον μέσο όρο των άλλων μαθημάτων. Δεν ήξερα ούτε την αρχή της «Οδύσσειας». Λατινικά μόνο τη φράση με τη βασίλισσα που αγαπά τα τριαντάφυλλα. Ελπίδα πεθαμένη πριν καν γεννηθεί. Τέταρτη δέσμη λοιπόν, μαζί με τον σωρό. Μαθηματικά θα το πάλευα, Ιστορία δεν θα είχα κανένα πρόβλημα, Έκθεση ό,τι βγει, Κοινωνιολογία, άγνωστη μα θα τα κατάφερνα.

Αν και μέχρι τότε το πρόγραμμα ήταν άγνωστη λέξη σε μένα, εντούτοις την ενέταξα στην καθημερινότητά μου. Κάθε μέρα σηκωνόμουν στις επτά το πρωί. Αν ήμουν πρωινός πήγαινα στο σχολείο, αν ήμουν απογευματινός, ξεκίναγα το τρίωρο διάβασμα. Ούτε λεπτό λιγότερο, ούτε λεπτό περισσότερο. Στις επτά και μισή το απόγευμα, φροντιστήριο μέχρι τις δέκα παρά. Ύστερα σπίτι για χαλάρωμα. Επέτρεπα στον εαυτό μου έξοδο την Παρασκευή, αυστηρά δέκα με δώδεκα το βράδυ. Σάββατο βράδυ, έντεκα με δύο ντίσκο και Κυριακή ένα μεσημεριανό καφέ. Δεν έλειπαν οι πρωινές κοπάνες με τον Θύμιο, για καφέ στο «Passagio», ούτε οι κοπάνες στην Κηφισιά για χιονοπόλεμο. Αλλά όλα ελεγχόμενα. Ήταν η πρώτη φορά που εμφάνισα βαθμούς κοντά στο δεκαέξι-δεκαεπτά κι ας ήμουν ο πιο φασαριόζος μέσα στην τάξη κι ας είχα μαλλιά μέχρι τους ώμους κι ας είχα από ένα σκουλαρίκι σε κάθε αυτί.

Ήμουν ένας μικρός φαντομάς. Από τη μία πλευρά άτακτος και επαναστάτης να κάνω παρέα στο σχολείο με όλα τα «καλά» παιδιά και από την άλλη ένας συνεπής μαθητής που κρυβόταν πολύ πολύ καλά. Είχα μερικά νταλαβέρια με κορίτσια· αλλά τίποτα το σημαντικό. Η ουσία ήταν πως παρέμενα μπακούρι. Η αλήθεια ήταν πως μέχρι και στην αυτοϊκανοποίηση είχα βάλει πρόγραμμα. Ήταν η μόνη περίοδος στη ζωή μου που είχα βάλει την πορεία μου σε ράγες, χωρίς λοξοδρομήσεις. Ήταν ίσως, τότε, μία εποχή στην κόλαση.

Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα, άρχισα να κάνω παρέα με τον Θοδωρή. Ο Θοδωρής είχε όλα τα φόντα να γίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο, η μητέρα του μία όμορφη γυναίκα, που παράτησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ώστε να μεγαλώσει το μοναχοπαίδι της. Έμεναν σε ένα τέλειο σπίτι για τα δεδομένα του Πειραιά. Ήταν σχεδόν άριστος μαθητής, δεν έκανε κουταμάρες, ούτε είχε κακές συναναστροφές. Το μόνο αρνητικό που μπορούσες να βρεις πάνω του ήταν το τσιγάρο. Ο Θοδωρής ήταν επίτιμο μέλος του «Jοura Club», ήταν εκείνος που πάντα είχε τα λεφτά, όταν ξεμέναμε όλοι οι άλλοι, για να μας αγοράσει τσιγάρα. Ο Θοδωρής είχε ακολουθήσει την Τέταρτη Δέσμη. Όχι γιατί δεν είχε τις βάσεις για τις υπόλοιπες. Ήμουν σίγουρος πως όποια δέσμη κι αν επέλεγε θα τα κατάφερνε. Απλά είχε «φάει» κόλλημα με τις οικονομικές σχολές. Πίστευε πως εκεί ήταν το μέλλον. Εκεί και στην πληροφορική. Ήθελε να περάσει σε οικονομική σχολή και ύστερα να προχωρήσει στην πληροφορική. Αυτός ο τύπος ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Οι περισσότεροι της Τέταρτης Δέσμης δεν είχαμε ιδέα. Απλά πηγαίναμε όπου μας πήγαινε το ρεύμα. Οι περισσότεροι ήθελαν απλά το απολυτήριο λυκείου, άλλοι σαν και μένα να μπουν όπου να ‘ναι και να πάρουν ένα πτυχίο για να έχουν πισινή.

Με τον Θοδωρή είχαμε το ίδιο σύστημα. Καθημερινό διάβασμα, καθημερινό φροντιστήριο και μερικές στιγμές χαλάρωσης. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε για ηλεκτρονικά, λίγο πριν το σχολείο, ή λίγο μετά, ίσα να περάσουμε ένα μισάωρο μακριά από τις υποχρεώσεις. Κάτι απογεύματα που δεν προλάβαινα να πάω στο φροντιστήριο, καβάλαγα το «δίχρονο» του Τεό και με πέταγε στο φτερό. Εγώ που δεν ανέβαινα ποτέ σε μηχανές, είχα μέσα μου έναν φόβο, πως θα έπεφτα χωρίς να το καταλάβω. Αλλά με τον Θοδωρή αισθανόμουν σιγουριά, γιατί ήξερα ότι ήταν υπεύθυνος και γνώριζε πολύ καλά τι έκανε.

Στην αίθουσα καθόταν στο πρώτο θρανίο. Δεν το έκανε αυτό για να είναι κοντά στην έδρα του καθηγητή για να παρακολουθεί απερίσπαστος το μάθημα. Οι καθηγητές στη δική του περίπτωση δεν είχαν τίποτα να του πουν. Απλά ήταν η μόνη διαθέσιμη θέση στην κλίκα της τέταρτης σειράς που είχαμε δημιουργήσει. Στα διαλλείματα συνήθιζε να παίζει μπάσκετ με τους ψηλούς της τάξης. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, είχε εκπληκτικό άλμα, που του επέτρεπε να καρφώνει την μπάλα στο καλάθι. Συμμετείχα και εγώ στο μονό, μονίμως αγκυροβολημένος στο τρίποντο, παίρνοντας πάσες και σουτάροντας, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Ήμουν ο αδύναμος κρίκος, αλλά δεν έτρεχε τίποτα. Δεν παίζαμε για να πάρουμε το πρωτάθλημα.

Με το που έπιασαν οι ζέστες του Μαΐου, σταματήσαμε να πηγαίνουμε σχολείο. Είχαμε εκατό απουσίες στη διάθεσή μας. Γνωστό παλιό σύστημα. Δεν πήγαινες στο μάθημα για να προετοιμαστείς καλύτερα για τις πανελλήνιες. Αυτό το δικαίωμα των απουσιών, ήταν μία από τις αποδείξεις πως το σύστημα έπασχε. Η πολυδιαφημισμένη δωρεάν παιδεία δεν ήταν καθόλου δωρεάν, πληρωνόταν και μάλιστα αδρά. Φροντιστήρια, εξωσχολικά βοηθήματα, αγορά τετραδίων και στυλό και όλων αυτών που συμπλήρωναν τη μαθητική τσάντα. Άλλη μία απόδειξη ήταν η «παπαγαλία». Το σύστημα δεν ήθελε να προετοιμάσει σκεπτόμενους ανθρώπους, μα παπαγάλους. Ήταν μία χρήσιμη προετοιμασία για τη μετέπειτα πορεία μας. Ο σκεπτόμενος αντιδρά, δεν δέχεται έτοιμη τροφή, ξέρει πως έχει το δικαίωμα να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά. Ο παπαγάλος, από την άλλη, τρώει ό,τι του βάζουν στο πιάτο, δέχεται ευχάριστα να μείνει στην ασφάλεια του κλουβιού του, δεν έχει τα άντερα καν να ανοίξει τα φτερά του. Του έχουν σφηνώσει γερά στο κεφάλι την άποψη πως δεν μπορεί να πετάξει.

Εκείνα τα ζεστά βράδια του Μαΐου συναντιόμασταν σπίτι του, μετά τις δέκα το βράδυ με το που τελειώναμε από το φροντιστήριο. Δέκα με δώδεκα είχε μελέτη. Δεν κωλοβαράγαμε. Λύναμε ασκήσεις μαθηματικών και απαγγέλλαμε εναλλάξ ιστορία και κοινωνιολογία. Μία ο ένας ο τρελός ποιητής, μία ο άλλος ο πιο τρελός ακροατής. Η μητέρα του στην κουζίνα μάς ετοίμαζε φαγητό και ο πατέρας του σχεδίαζε βαπόρια. Μπορεί να ήταν καθηγητής στο Μετσόβιο, αλλά ήταν περιζήτητος στις ναυτιλιακές. Λεγόταν στην πιάτσα πως ήταν ο καλύτερος σχεδιαστής του Πειραιά.

Μου άρεσαν αυτές οι βραδιές. Βοηθούσαν στο να γίνω καλύτερος, ο Θοδωρής δεν χρειαζόταν να γίνει καλύτερος. Ήμουν σίγουρος ότι θα πέρναγε στην πρώτη του επιλογή και μάλιστα στην πρώτη πεντάδα.  Κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να χαζεύει. Να χαζεύει τη μάνα του, μ’ αυτά τα κολλητά φανελάκια, με τις ρώγες που φούσκωναν, με τις γυμνές, μαυρισμένες από τον ήλιο γάμπες, μ’ αυτά τα κόκκινα σαν κεράσια χείλη έτοιμα για φάγωμα. Άφηνα για λίγο τον Βενιζέλο και τη συνθήκη της Λοζάνης, τη βιομηχανική επανάσταση, τους λογάριθμους και τα ολοκληρώματα και ταξίδευα μέχρι την κρεβατοκάμαρα του ζεύγους, ο πατέρας έλειπε στο μάθημα, ο Θοδωρής έκανε βόλτες με το «δίχρονο» και η μαμά του να με περιμένει γυμνή με τα πόδια ανοιχτά, να έχει ανοίξει την αγκαλιά της και να με κλείνει μέσα της ήρεμα και απλά κι εγώ υπάκουος μαθητής να ακολουθώ τις συμβουλές της και να χάνομαι στη δίνη του έρωτα.

Οι εξετάσεις πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε, η αλήθεια ήταν ότι δεν με ενδιέφερε αν θα τα κατάφερνα. Είχα κάνει την προσπάθειά μου και αυτό ήταν αρκετό. Λίγες μέρες πριν τον Ιούλιο αναρτήθηκαν σε κόντρα πλακέ πίνακες οι βαθμολογίες κι άρχισαν οι υπολογισμοί. Οι βάσεις ήταν αυτές που θα έκριναν τα πάντα, στη δική μου περίπτωση. Για τον Θοδωρή είχαν κριθεί από πριν. Είκοσι στην Ιστορία, είκοσι στην Κοινωνιολογία, δεκαεννέα και εβδομήντα πέντε στα Μαθηματικά, δεκαεπτά στην Έκθεση. Τρίτος στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών έδειξε το τελικό ταμπλό. Αν είχε δεκαοκτώ στην Έκθεση θα ήταν πρώτος. Μικρή σημασία είχε αυτό για τον ίδιο. Τον ενδιέφερε να είναι εκεί είτε πρώτος, είτε τελευταίος στη σειρά.

Τέλος Ιουλίου γιόρτασε την επιτυχία του στο σπίτι του. Όλη η τάξη ήταν καλεσμένη. Δεν ήρθαν όλοι. Οι μισοί, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, είχαν πάρει τις παραλίες. Χωρίς να κρίνω οτιδήποτε, μου έκανε εντύπωση πως το παρόν έδωσαν οι επιτυχόντες. Πολύ ταπεινό συναίσθημα ο φθόνος, ακόμη ταπεινότερο σε τόσο μικρές ηλικίες.

Ο Θοδωρής δεν πρόλαβε να χαρεί την επιτυχία του. Στο πρώτο εξάμηνο, ο πατέρας του του έκανε δώρο μία τετρακοσάρα Yamaha. Ένα βροχερό απόγευμα, εκεί στα μέσα Νοεμβρίου, μία παραβίαση κόκκινου σηματοδότη, ένα φρενάρισμα που δεν έπιασε λόγω της βροχής και ο Θοδωρής βρέθηκε στη γειτονιά των αγγέλων.

Δεν το γνώριζα μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα στη βιβλιοθήκη του Ευγενίδειου Ιδρύματος. Έψαχνα να βρω ένα βιβλίο που αναφερόταν στην γραμμή παραγωγής του Φορντ, όταν έπεσε το μάτι μου σε ένα βιβλίο ναυπηγικής. Συγγραφέας του, ο πατέρας του Θοδωρή. Το πήρα στα χέρια μου ορμώμενος από καθαρή περιέργεια. Στη δεύτερη σελίδα διάβασα την αφιέρωση. «Στη μνήμη του πολυαγαπημένου μου Θοδωρή» έγραφε και έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.

Την ίδια μέρα τηλεφώνησα στη μητέρα του, το ίδιο απόγευμα πήγα σπίτι του. Ο πατέρας του έλειπε, είχε ξεκινήσει καιρό τα ταξίδια του στο Άγιο Όρος, ψάχνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν θα λάμβαναν ποτέ απάντηση. Η μητέρα του, σκιά του παλιού της εαυτού, με μαλλιά άσπρα από τη στενοχώρια, φορώντας μαύρα, με υποδέχθηκε. Με κέρασε πικρό καφέ και μου εξιστόρησε την πικρή ιστορία. «Σε συμπαθούσε πολύ ο Θοδωρής» είπε την ώρα του αποχαιρετισμού. «Κι εγώ…» είπα κι έσκυψα και τη φίλησα, σαν γιος της, στο μάγουλο.

_

γράφει ο Άγγελος Χαριάτης

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 15 – 16 Φεβρουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 15 – 16 Φεβρουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμa Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη που έδωσες, σε σένα πάλι θα γυρίσει. Αγάπη πρόσφερες, αγάπη θα λάβεις. Αγάπη για την αγάπη! Το μεγαλείο μιας αέναης, ανεξάντλητης και συνάμα ανεξήγητης θετικής ενέργειας. Μιας θεϊκής δύναμης!  Έτσι! Έτσι είναι η αγάπη! Μία και μοναδική! Ούτε μικρή, ούτε...

Έχουν οι τύψεις αργκό;

Έχουν οι τύψεις αργκό;

Η σκέψη μου είναι ψυχρή.Το αγέρι τους μ’ έχει παγώσει.Δεν θέλουν να δω τη σκηνή,μα το αίμα δεν έχει στεγνώσει. Ας είναι καλά τα δεσμά,με δάκρυα μού τα ’χουν τυλίξει.Σαπίζουν, παγώνουν κι αυτά,μα εγώ θα σφυρίξω τη λήξη. «Λεπίδες οι λέξεις», μου λες.Νομίζεις πως γράφω...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου