Είχε ώρα καθισμένη εκεί στο παράθυρο. Το βλέμμα απλανές. Λες και μαρμαρωμένο ήταν. Την κούραση δεν την ένιωθε, ο νους της είχε φύγει μακριά. Στο άπειρο θαρρούσε πως επήγε.
Μα δεν την ένοιαζε! Για την ώρα τούτη τουλάχιστον. Η παράξενη ησυχία που στο σπίτι επικρατούσε, τίποτε δεν της έλεγε. Τώρα ο νους της περιδιάβαινε στα παλιά. Στα χρόνια εκείνα που τη ζωή της άφησαν τα σημάδια του πόνου και της απελπισίας. Άσχημα; Καλά; Δεν ήταν σε θέση να πει. Μάλλον άσχημα σκεφτόταν κάποτε!
Ένας θόρυβος την έφερε και πάλι στην πραγματικότητα. Μια πόρτα άνοιξε και οι παλιοί μεντεσέδες τριζοβόλησαν. Την τάραξαν.
Έκλεισε το παράθυρο και προχώρησε προς τα μέσα. Ένας ήλιος, κατακόκκινος προς τη δύση του, έβαψε τους άσπρους τοίχους. Λευκές δαντέλλες σχημάτισε! Της άρεσαν. Να τις κοιτάζει με τις ώρες μπορούσε.
Τα βαριά βήματα του άντρα ακούστηκαν στο γυαλισμένο παρκέ του αρχοντικού.
Αχ! ήρθε, είπε μέσα της με κάποια δυσφορία. Να αργούσε λιγάκι ακόμη! Πώς θα το ήθελα; σκέφτηκε μελαγχολικά.
“Καλησπέρα” του είπε με ύφος αδιάφορο και ψυχρό. Θα φας κάτι να σου ετοιμάσω;”
Την κοίταξε με περιφρόνηση. “”Δεν πεινώ! Έφαγα κάτι στο εργοστάσιο, θα ξαπλώσω μόνο. Αυτό θέλω!””
Μια ανατριχίλα πέρασε ανάμεσα σε όλο της το κορμί. Πως κρύωνε νόμισε. Μα όχι! Καλοκαίρι ήταν ακόμα, δεν μπορούσε να κρυώνει;
Η απάντηση του άντρα της την πάγωσε. Αυτός της έφερε την ανατριχίλα και την τάραξε. Τον φοβόταν τώρα. Τον μισούσε κιόλας.
Ύστερα από το γεγονός εκείνο δεν μπόρεσε να συνέρθει. Κάθε φορά το θυμάται. Κάθε φορά θυμώνει και αγανακτεί μαζί του.
Προχώρησε και εκείνη προς το δωμάτιό της. Έπρεπε να φύγει από κοντά του, να μην τον βλέπει. Να μην τον αισθάνεται. Να μην μυρίζει το μεθυστική κολόνια που φορούσε και που, όταν ήταν στις καλές τους μέρες, έτρεχε κοντά του πριν φύγει για να απολαύσει το άρωμα αυτό. Τώρα τα σιχαινόταν όλα. Τώρα όλα της φαινόταν σαν ένας βραχνάς που την έπνιγε.
Απορροφημένη από τις σκέψεις αυτές, καθώς προχωρούσε, έπεσε πάνω στο μεγάλο καθρέφτη του χολ. Τρόμαξε! Μια τελευταία ακτίνα έπεσε στον καθρέφτη και φώτισε ένα πρόσωπο χλωμό και δυο μάτια βαθουλωμένα και μελανά.
Είδε και τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό της και αισθάνθηκε την ανάγκη να βάλει τις φωνές…”” Όχι! Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν είμαι εγώ!
Στο δωμάτιό της έτρεξε και κλείστηκε.
Και κει ξεδίπλωσε μέσα της όλες τις αναμνήσεις. Τις στιγμές του πάθους και του έρωτα. Τις στιγμές που κάθε απόγευμα να γυρίσει τον περίμενε.
Πόσος καιρός από τότε πέρασε; Δεν θυμόταν. Μάλλον η ζωή της είχε σταματήσει να περπατά.
“”Και όμως πρέπει να ανασύρω στη μνήμη μου όλη μου τη ζωή! Τουλάχιστον θα θυμηθώ το πριν και θα ξεχάσω το τώρα. Ίσως να είναι και για καλό..
Περίπου ήταν εικοσιδύο χρόνων.
Σε νησί ζούσε και εκεί εργαζόταν και σαν καθηγήτρια. Της άρεσε να μαθαίνει στα παιδιά του δικού της νησιού, του αποκομμένου από την άλλη Ελλάδα, πολλά πράγματα. Ιστορία, φιλοσοφία, αρχαία Ελληνική τραγωδία και ό,τι άλλο μπορούσε. Της άρεσε να μιλά μαζί τους και να κάνουν όνειρα όλοι μαζί για μια ζωή πετυχημένη, ήρεμη κυρίως. Να ζουν το παρόν, να σκέφτονται το μέλλον! Έβλεπε τη θάλασσα πότε γαλήνια και πότε φουρτουνιασμένη και η καρδιά της χόρευε στους ίδιους ρυθμούς. Τρελόπαιζε ο αέρας με τα κλαδιά των δέντρων και ήταν σα να άκουγε μαγευτική μελωδία.
Ήταν νέα! Η ζωή ήταν όλη δική της και σε κόσμους πρωτόγνωρους την οδηγούσε.
Και εκείνη αφηνόταν στο φύσημα του και άκουγε το σφύριγμα, καθώς περνούσε ανάμεσα στα δασιά τα δέντρα και νόμιζε πως ταξίδευε. Και το χαιρόταν!
Και ήταν ένα καλοκαίρι που στο νησί τους ήρθε ένας ξένος. Ένας λεβέντης και ομορφονιός, όπως τον έλεγαν στο νησί. Διακοπές ήρθε να κάνει.
Να ξεκουραστεί από το φόρτο της εργασίας που είχε.
Και γρήγορα μαθεύτηκε στο μικρό νησί ότι είχε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας μαρμάρων που διοχετεύονταν και σε διεθνείς αγορές.
«Δεν με ενδιαφέρει καθόλου» είπε το Ρηνιώ, όταν κάποιοι της είπαν ότι εκείνος νοιάζεται και θα ήθελε να την κάμει γυναίκα του.
«Να πάει να βρει άλλη στην πόλη, αυτές ταιριάζουν σ’ αυτόν. Εγώ είμαι φτωχή και προπάντων θέλω να μείνω στο νησί μου» απάντησε το Ρηνιώ και γύρισε την πλάτη της. Προς τα πού όμως; Εκεί που δεν θα ήθελε ποτέ της να γυρίσει.
Και τον είδε. Ψηλό και στητό και ηλιοκαμένο και με κάτι μάτια που φλόγιζαν τα πάντα. Και έτσι φλόγισαν και την καρδιά της Ρηνιώς .
Ανασκίρτησε! Το είναι της όλο από τη δική του μορφή γιόμισε. Και την πλάνεψε.
Παιδί ακόμη ήταν που διψούσε με το ποτήρι να πιει τη θάλασσα. Ο πόθος του την τάραξε. Την τρόμαξε. Μα να τον χάσει δεν ήθελε! Ήταν και που της μίλησε και εκείνος με λόγια τόσο τρυφερά και πλάνα, που πρώτη της φορά τα άκουγε.
«Είσαι μια νεραϊδια σα να βγήκες απ’ τους αφρούς της θάλασσας. Ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού είσαι, Ένα διαμάντι στο κουκούλι του κλεισμένο. Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ. Γίνε γυναίκα μου και θα είσαι για μένα μια θεά που θα την προσκυνώ. Έλα μαζί μου Ρηνιώ μου γλυκιά!» της έλεγε και όλο και λύγιζε το Ρηνιώ.
Η ευτυχία τους επισφραγίστηκε με το γάμο.
«Στο νησί το γάμο τον θέλω» του είπε.
Και αντίρρηση δεν έφερε ο ψηλός και στητός νέος. Και το Ρηνιώ στόλισε με λεμονανθούς το κεφάλι της και λευκοφόρεσε το κορμί της και πιάστηκε από το χέρι του παλικαριού, ερωτικά για πρώτη και τελευταία φορά.
Γιατί σαν πήγαν στην Αθήνα όλα αναποδογύρισαν. Και το Ρηνιώ στην αρχή τίποτε δεν κατάλαβε. Όσο όμως ο καιρός περνούσε τόσο και τα πράγματα άλλαζαν.
Τον ακούμπαγε και ήταν σα να έπιανε ψυχρό γυαλί. Του μιλούσε και εκείνος απέστρεφε το πρόσωπό του.
Και το Ρηνιώ παιδί πλέον περίμενε. Το άκουσε και σκύλιασε. «Παιδί δικό σου δεν θέλω. Τ’ ακούς; Να το ρίξεις». Το άκουσε η Ρηνιώ και μέσα στον συγχυσμένο της νου φαντάστηκε πως η φωνή δεν ήταν η δική του.
«Δεν το λες εσύ αυτό; Λάθος πρέπει να άκουσα».
«Εγώ το λέω και θα μ’ ακούσεις. Παιδί δεν θέλω. Πώς να σου το πω;»
«Δεν θα σε ακούσω ποτέ! Το ακούς και εσύ αυτό που σου λέω;» είπε αυστηρά και προχώρησε προς τη σκάλα για να φύγει. Είχε πια πνιγεί μέσα στην αθλιότητα αυτή. Καλά! Αυτόν τον άντρα πήρα;. Αυτόν διάλεξα για σύντροφο και πατέρα των παιδιών μου; Τι έκανα εγώ, πόσο ξεγελάστηκα από τα ωραία λόγια και τα τρελά του τα φιλιά; Τόσο ανόητη ήμουν;»
Είχε φτάσει στο άκρο της σκαλιστής σκάλας και από εκεί του φώναξε.
«Είσαι ένας τιποτένιος, ένας μεγάλος απατεώνας!»
Μόλις που πρόλαβε να τελειώσει τη λέξη την τελευταία και ένιωσε το χέρι του να τη σπρώχνει προς τα κάτω. Δεν πρόλαβε να κρατηθεί και βρέθηκε ξαπλωμένη στο τελευταίο σκαλί πλημμυρισμένη από τα αίματα.
«Το μωρό μου, το μωρό μου!» πρόλαβε να πει και έχασε τις αισθήσεις της.
Ούτε και ήξερε για πόσον καιρό έμεινε στο κρεβάτι. Να τον δει δεν θέλησε ποτέ. Αηδία και μίσος ένιωθε και ούτε θέλησε να εξετάσει ποιοι λόγοι τον ανάγκασαν για να μην θέλει ένα παιδί. Διαστροφές! είπε μόνη της και εκεί σταμάτησε τη ζωή της.
Μόνον, όταν έγινε περίπου καλά κατέβηκε στον κήπο και με χέρια που έτρεμαν έκοψε μερικά από τα κυκλάμινα, τα αγαπημένα της, τα φίλησε, τα δρόσισε με τα δάκρια της και ύστερα τα σκόρπισε στη θάλασσα για το μωρό, που ποτέ δεν γεννήθηκε, που ποτέ δεν μπόρεσε να δει τα αγαπημένα κυκλάμινα της μητέρας του.
Ο χαμός του σηματοδότησε και το δικό της τέλος
Τώρα! Γιατί δεν τον χώρισε; Ήθελε να τον τιμωρήσει καθώς θα ήταν στο ίδιο σπίτι και δεν θα του μιλούσε; Καθώς θα την έβλεπε μόνιμα λυπημένη και κλαμένη και δεν θα μπορούσε να της πει κάτι;
Ίσως αυτό να ήταν η πιο μεγάλη τιμωρία του. Ίσως! ποιος ξέρει τι κρύβει η καρδιά του κάθε ανθρώπου;
_
γράφει η Αλίκη Οικονόμου – Γιωτάκου
0 Σχόλια