–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η παραβολή του «κενού δοχείου», δηλαδή η ακόρεστη επιθυμία, η απληστία που είναι αδύνατον να δαμαστεί ή να κατευναστεί, προβάλλει στα έργα του 19ου αιώνα μέσα από λογοτεχνικές δημιουργίες που ακροβατούν ανάμεσα στον οξύ ρομαντισμό και στον αδυσώπητο νατουραλισμό. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η «Νανά» του Εμίλ Ζολά (1880) και η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Γκουστάβ Φλωμπέρ (1857). Δυο γυναικείες φιγούρες, της εταίρας και της ερωμένης, που οι τρομερές παρορμήσεις και τα πάθη τους τις αντιδιαστέλλουν στις αδύναμες αρσενικές παρουσίες και κατ’ επέκταση στο κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της εποχής. Πίσω από ένα εκθαμβωτικό «φαίνεσθαι» της χλιδής και του ηδονισμού μιας κοινωνίας που φθίνει, υπάρχει η αποφορά της σήψης της ηθικολογίας και του «καθωσπρεπισμού», στοιχεία που οι συγκεκριμένες ηρωίδες έφεραν στο φως με την ατίθαση ζωή και τον αποτρόπαιο θάνατό τους. Η Β’ Αυτοκρατορία της Γαλλίας, η υψηλή κοινωνία του Παρισιού δεν είναι παρά ένα «κενό δοχείο» που αδυνατεί- παρά τις μάταιες προσπάθειες- να γεμίσει. Δεν είναι τυχαίο, που και οι δύο ηρωίδες διαθέτουν «ανδρικά» χαρακτηριστικά δύναμης, προκειμένου να καυτηριαστεί η αδυναμία των αρσενικών και κατ’ επέκταση των πολιτικών και κοινωνικών πατριαρχικών προτύπων.
- Η Νανά, μια εταίρα πολυτελείας, με την εκθαμβωτική εμφάνισή της και την απληστία της κατακτά αμύθητο πλούτο και δόξα στο Παρίσι, με κάθε μέσο, οδηγώντας πολλούς άντρες στην καταστροφή. Ο έρωτάς της αποτελεί την απόλυτη έκφραση δύναμης, σε αντιδιαστολή με τους εραστές της, που μπροστά της φαντάζουν ανίσχυροι και παθητικοί, επιρρεπείς σε κάθε ηθικό ολίσθημα. Η Νανά είναι ένα δοχείο που «καταπίνει» κάθε είδους αδυναμία, ένα καταφύγιο για κάθε μορφή εθισμού των δύο φύλων. Ακόμα και οι υπόλοιπες γυναικείες φιγούρες του έργου διακατέχονται από πάθη, μικροπρέπεια και μοχθηρία, καθώς και ψεύτικο «καθωσπρεπισμό». Η Νανά κατατρύχεται από απληστία, από τον απόλυτο πόθο που απαιτεί ικανοποίηση και – για τον λόγο αυτό- επιδίδεται σε εξωφρενικές σπατάλες ζώντας με πολυτέλεια στο παλάτι της στο Παρίσι, ενώ η ακόρεστη σεξουαλικότητά της δεν ικανοποιείται από τους αμέτρητους εραστές που καταβροχθίζει αδιακρίτως στο διάβα της.
«Η Νανά τους καταβρόχθιζε όλους λαίμαργα, τον έναν μετά τον άλλον», «οι επιθυμίες της γίνονταν λυσσαλέες σε σημείο ώστε να καταβροχθίζει έναν άντρα με μια χαψιά», «σαν χρυσόμυγα που βγήκε από το βούρκο και ό,τι ακουμπάει το μολύνει»
Η «χρυσόμυγα» αυτή, το «σκουλήκι», όπως αντιπαραβάλλεται η γυναικεία της φύση δεν είναι παρά η αποσυντιθέμενη Αφροδίτη, η υψηλή κοινωνία του Παρισιού. Μια και τα πάντα είναι αναλώσιμα μπροστά σε αυτό το εκτυφλωτικό «φαίνεσθαι», η Νανά αποτελεί την υπέρτατη εκπροσώπησή του. Είναι το λιμάνι κάθε απαγορευμένης ερωτικής επιθυμίας, αντρικής ή γυναικείας. Ωστόσο, συχνά πίσω από τον πανίσχυρο ηδονισμό της διαφαίνεται ο φόβος του θανάτου, του εφήμερου, πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του κρεβατιού της (για παράδειγμα, η ανασφάλειά της λίγο πριν την αποβολή της κατά την διάρκεια μιας ανυποψίαστης εγκυμοσύνης και οι δυνατοί κωλικοί για λίγο την μετατρέπουν σε ένα εύθραυστο και ανασφαλές πλάσμα που ζητά την γαλήνη και την συγχώρεση).
Το τέλος της Νανάς είναι ένα ακόμα αδυσώπητο χτύπημα σε αυτήν την λαμπερή επίπλαστη «επιφάνεια» των πραγμάτων, καθώς προσβάλλεται από ευλογιά που την παραμορφώνει φρικτά, παρότι βρίσκεται ακόμα στην ακμή της νεότητάς της. Τραγική ειρωνεία, αρρωσταίνει μαζί με τον εραστή της, του οποίου η σύζυγος παρέχει και στους δύο τις ύστατες φροντίδες στον Γκραν Οτέλ, με κίνδυνο της ζωής της.
Οι μύθοι γύρω από το πρόσωπο της θεϊκής εταίρας καταρρέουν με πάταγο από την είδηση του πρόωρου θανάτου της, καθώς και από την εικόνα της ως λείψανο: η εσωτερική σήψη μιας ολόκληρης κοινωνίας βρίσκει μορφή ακριβώς σε αυτό το νεκρό και παραμορφωμένο κορμί.
«Ήταν μια μάζα κρέας, ένας σωρός από χολή και αίμα, ένα μάτσο χαλασμένη σάρκα, πεταμένη πάνω στο μαξιλάρι. Τα αποστήματα είχαν εξαπλωθεί σε όλο το πρόσωπο, το ένα σπυρί ακουμπούσε το άλλο και μαραμένα, σκασμένα, με την γκριζωπή όψη της λάσπης, έμοιαζαν ήδη με μούχλα, πάνω στον άμορφο αυτό πολτό όπου τα χαρακτηριστικά δεν διακρίνονταν πια….Και πάνω από αυτήν την φρικτή μάσκα του κενού, κυλούσαν τα μαλλιά της – τα πανέμορφα εκείνα μαλλιά που έλαμπαν ακόμα σαν τον ήλιο-όμοια με χρυσαφένιο ποταμό. Η αποσύνθεση της Αφροδίτης. Φαίνεται ότι η αρρώστια που είχε μαζέψει από τα ρείθρα των πεζοδρομίων, από τα πεταμένα πτώματα, το σκουλήκι εκείνο με το οποίο είχε δηλητηριάσει έναν ολόκληρο λαό, φαίνεται ότι τώρα της είχε ανέβει στο πρόσωπό της και την σάπιζε. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Μια δυνατή πνοή απελπισίας φύσηξε από το πεζοδρόμιο και φούσκωσε την κουρτίνα.
-Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο!»
- Η Μαντάμ Μποβαρύ, η Έμμα, κόρη μικροκτηματία, μεγαλώνει σε ένα μοναστήρι έως την ενηλικίωσή της, όπου δεν σταματά να ονειρεύεται μια διαφορετική και συναρπαστική ζωή («εξεγειρόταν προς τα μυστήρια της πίστης, όπως οργιζόταν ακόμα πιο πολύ με την πειθαρχία»). Τελικά, παντρεύεται τον επαρχιακό γιατρό Μποβαρύ διάγοντας μια αφόρητα πληκτική ζωή στο πλευρό του, παρότι ο άντρας είναι ένας καλός και στοργικός σύζυγος και μαζί έχουν αποκτήσει μια αξιαγάπητη κόρη. Παρά τις προσπάθειές του όμως να την κάνει ευτυχισμένη, διαρκώς αποδεικνύεται «λίγος». Η ανία, η πλήξη και η ανικανότητα αποτελούν ένα ισχυρό πλήγμα του Φλωμπέρ στο ηθικό πρότυπο και ιδανικό της αστικής οικογένειας του 19ου αιώνα. Η Έμμα στην προσπάθειά της να βρει διέξοδο και να νιώσει επιτέλους ζωντανή κι ευτυχισμένη, εμπλέκεται σε διάφορες παράνομες ερωτικές περιπέτειες προκειμένου να αποβάλει την αίσθηση του ανικανοποίητου, που συνεχίζει να την κυριεύει. Ο έρωτάς της είναι ολοκληρωτικός, ισοπεδωτικός απαλλαγμένος από κάθε μορφή σεμνοτυφίας («κι έπειτα με μία και μόνη κίνηση, άφηνε να της πέσουν όλα μαζί τα ρούχα της»). Οι παρορμήσεις της δεν είναι απλώς εσωτερική παρόρμηση ή πάθος, είναι η διεκδίκηση της χειραφέτησης, της δύναμης. Υπέρτατος σκοπός της αποτελεί η απελευθέρωση από κάθε αστικό μύθο ή στερεότυπο, που θέλει τη γυναίκα να αντλεί την ολοκλήρωσή της αποκλειστικά μόνο από το ρόλο της μητέρας ή της συζύγου. Απέναντί της, βρίσκεται η ρηχότητα των αρσενικών ηρώων, που αδυνατούν να την ικανοποιήσουν, και βέβαια η κοινωνική κατακραυγή και υποκρισία του καθωσπρεπισμού. Η ίδια μετατρέπεται σε «κενό δοχείο» που δεν μπορεί να γεμίσει όποια απόλαυση και να δοκιμάσει. Όταν το αδιέξοδο δεν αίρεται τελικά, η ηρωίδα βρίσκει φρικτό θάνατο ως αυτόχειρας από αρσενικό. Το τέλος δεν έρχεται εύκολα να την λυτρώσει, καθώς το δηλητήριο την κατατρώει για ώρες, μέρες ώσπου να την αποτελειώσει:
«Καταριόταν το δηλητήριο, το έβριζε, το παρακαλούσε να επισπεύσει το τέλος…τα φτωχά της χέρια σύρονταν πάνω στα σεντόνια με την φρικιαστική και σιγανή εκείνη κίνηση των μελλοθανάτων, που φαίνονται σαν να βιάζονται να σκεπαστούν με το σάβανο… Έξαφνα, άκουσαν από το πεζοδρόμιο έναν κρότο από χοντρά ξυλοπόδαρα κι έναν χτύπο κάποιου ραβδιού. Σε λίγο μια βραχνή φωνή που τραγουδούσε:
-Συχνά στη ζέστη μιας όμορφης μέρας
Η νια σκέφτεται την αγάπη
Η Έμμα ανασηκώθηκε σαν ένα πτώμα που το γαλβανίζουν, με μαλλιά λυμένα, την κόρη του ματιού ορθάνοιχτη και ακίνητη.
-Για να μαζέψει βιαστικά
Τα στάχυα που θερίζει το δρεπάνι
«Είναι ο τυφλός!» φώναξε. Και η Έμμα άρχισε να γελά, μ’ ένα γέλιο τρομερό, φρενιασμένο, απελπισμένο, νομίζοντας ότι έβλεπε τη φρικιαστική μορφή αυτού του δυστυχισμένου ανθρώπου, που υψωνόταν στο αιώνιο σκοτάδι σαν σκιάχτρο.
-Φύσηξε δυνατά εκείνη τη μέρα
Και το κοντό φουστάνι πέταξε στον αέρα
Ένας σπασμός την ξανάριξε πάνω στο στρώμα. Όλοι πήγαν κοντά της. Η Έμμα δεν ζούσε πια».
Οι αντιδράσεις των αναγνωστών της εποχής απέναντι στα δύο έργα- όπως ήταν αναμενόμενο- υπήρξαν θυελλώδεις: «εισάγει κενά δαιμόνια», «προσβάλλει τα χρηστά ήθη» και άλλες παρόμοιες κατηγορίες οδήγησαν τον Φλωμπέρ ως τα έδρανα του δικαστηρίου, όπου τελικά αθωώθηκε και κέρδισε μια θέση στη λογοτεχνική αθανασία. Η «Νανά» από την άλλη πλευρά πρωτοκυκλοφόρησε το 1880, όταν ξέσπασε και ο γαλλογερμανικός πόλεμος, και προξένησε ποικίλες αντιδράσεις. Ο Φλωμπέρ το χαρακτήρισε εξαιρετικό και αριστουργηματικό, ο Ουισμάν διείδε την αντίδραση των αστών και η κυβέρνηση θέλησε να το απαγορεύσει, αλλά το έργο θριάμβευσε. Ως θεατρικό έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι, στο θέατρο Αμπιγκύ, στις 29 Ιανουαρίου 1881 και αποτελείται από πέντε πράξεις.
«Νανά» και «Μαντάμ Μποβαρύ»: δύο θηλυκά αρχέτυπα (διόλου τυχαία δίνεται το όνομά τους ως τίτλος στα δυο έργα) που θίγουν όλα εκείνα τα θέματα της γυναικείας χειραφέτησης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της τεράστιας αντιδιαστολής ανάμεσα στο κούφιο φαίνεσθαι και στην πραγματικότητα του γίγνεσθαι. Ποτέ άλλοτε δεν αποδόθηκε τόσο παραστατικά και σαρωτικά η παραβολή του «κενού δοχείου», του άδειου ανθρώπου μιας ανάλγητης και παρακμάζουσας κοινωνίας, που αποκτά μάλιστα διαχρονικές διαστάσεις, καθώς θα μπορούσε να μιλά για κάθε σύγχρονο άνθρωπο ενός κόσμου που βρίσκεται στην αναπόφευκτη δύση του.
Τα γυναικεία πρότυπα ομορφιάς που μέμφονται το παρελθόν κυνηγώντας ένα μέλλον δίχως αύριο. Τί θα μείνει από τα αεροστεγή όνειρά τους, αποθηκευμένα σ’ ένα κόσμο που δεν αναπνέει, παρεκτός το μεθύσι της ζωής που τα συμπαρέσυρε σε ένα άδοξο τέλος αποτυπωμένο στα σαθρά πρόσωπά τους, τους μοναδικούς μάρτυρες κατηγορίας εναντίον τους.