Χθες βράδυ ήρθες και μου άρπαξες ένα όνειρο. Σου είπα ότι είναι δικό μου μα γέλασες! Το έπιασες στα χέρια σου και το ανέμιζες και τριγυρνούσες γύρω μου σαν κατακτητής. Γονάτισα και σε παρακάλεσα να μου το δώσεις πίσω, μα εσύ φαντασμένος - όπως ήσουν πάντα- καυχιόσουν για την σπουδαία σου αρπαγή και άρχισες τα χωρατά. Ιδρωμένη, με τη νυχτικιά μούσκεμα σε παρακάλαγα να με αφήσεις ήσυχη με το όνειρό μου. Να φύγεις από το δωμάτιο. Να φύγεις από το σπίτι. Φώναζα και έκλαιγα μαζί. Μάταια όλα. Είχες εκείνο το ύφος το αδιάφορο, που δεν αφήνει περιθώρια για καμία κουβέντα. Και εκείνα τα περήφανα αυτιά που δεν ακούνε τίποτα. Έτσι απλά, για να μπορείς να λες με περηφάνια ότι μου τα έκλεψες όλα. Ότι δε μου άφησες τίποτα. Για να μπορείς να κάνεις την επίδειξή σου στα πρόβατά σου.
Χτες βράδυ ήρθες για να με τσακίσεις ακόμα περισσότερο. Και ήθελα να σου φωνάξω «πόσο άλλο πια!» Μα δεν ήθελα να με δεις τόσο διαλυμένη. Κι ας φαινόμουν από χιλιόμετρα, το ξέρω. Ήταν αυτή η αδυναμία μου που σε άφησε να μπεις στον ιερό τόπο των ονείρων και να διαπράξεις τούτη την ιεροσυλία. Ιερόσυλε! Καμιά εικόνα δεν προσκυνάς. Κανένα Θεό δεν πιστεύεις. Καμιά προσευχή δεν αγκαλιάζεις τα βράδια. Έτσι, πρωτόγονο τέρας τραβιέσαι από εδώ και από εκεί και ουρλιάζεις τα βράδια για να τρομάξεις τα θηράματά σου.
Χτες βράδυ ήρθες να κλέψεις το όνειρό μου, κείνο που με ήθελε ευτυχισμένη. Κείνο που ηρεμούσε το κορμί μου. Και πιο πολύ τη δόλια ψυχή. Βούτηξες κρυφά στα σεντόνια μου, δειλέ, και πίστεψες ότι έτσι απλά θα εκπληρώσεις και τούτη την επιθυμία. Να κλέψεις και την τελευταία στάλα ευτυχίας που μου είχε απομείνει. Οι ώρες που κατάφερνα με ηρεμιστικά να κλείσω λίγο τα μάτια και να βρεθώ σε έναν τόπο χωρίς πληγές χωρίς αίματα, χωρίς αναμνήσεις.
Χτες το βράδυ σε έβλεπα να γελάς δυνατά και να χτυπάς το στήθος σαν αρκούδα που διεκδικεί το χώρο της, μα ξάφνου άρχισα να ηρεμώ. Σταμάτησα να ιδρώνω και να τρέμω. Σιγά-σιγά στα μάτια μου εξελισσόταν τούτο που δεν είχα φανταστεί από την αρχή. Πόσο ανήξερος ήσουν. Πόσο αφελής!
Χτες το βράδυ με έκανες και γέλασα τελικά. Τριγυρνώντας με το όνειρό μου παντιέρα, χλευάζοντάς το και κοροϊδεύοντάς το, γελώντας και φωνάζοντας –ανήξερε - δεν είδες το Μορφέα που καραδοκούσε πίσω σου. Σε πλησίασε και σου έκλεισε τα μάτια και έπεσες στο πάτωμά μου σα νεκρός. Τον είδα να μου κάνει νόημα να μη μιλήσω. Πήρε το όνειρό μου στα χέρια του και το τσαλάκωσε. Τρόμαξα στην αρχή. Μα λίγο αργότερα το είδα να γίνεται μια μπάλα τόση δα ολόμαυρη σα σφαίρα. Ύστερα την έβαλε στο στήθος σου με τέχνη. Με κοίταξε και μου έκλεισε το μάτι. Κι ύστερα χάθηκε σκιά μέσα στο σκοτάδι μου. Σαν όνειρο καινούριο.
Σε είδα να ξυπνάς μπερδεμένος, έφυγες για το σπίτι σου αμίλητος δίχως να με κοιτάξεις.
Χτες το βράδυ μου έκλεψες το όνειρο. Μα τούτο το βράδυ θα δεις το χειρότερό σου εφιάλτη…
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
“Χτες το βράδυ μου έκλεψες το όνειρο. Μα τούτο το βράδυ θα δεις το χειρότερό σου εφιάλτη…”
Γιατί τα όνειρα που λεηλατήθηκαν και καταπατήθηκαν γίνονται Ερινύες και εφιάλτες – και κατατρύχουν τους βάνδαλους και ιερόσυλους…
Πολύ όμορφο και δυνατό, Μάχη μου!
έτσι ακριβώς..
Σας ευχαριστώ..