Ξεκίνησα να γράφω τον λόγο που ήθελα να κρατήσω τον παππού ζωντανό. Σκέφτηκα πως είναι ο μόνος, μη λέω και υπερβολές, αλλά συμβάλλει κι εκείνος, που μπορεί να βοηθήσει οικονομικά. Σπουδαίο γεγονός η σύνταξη του παππού! Πετσοκομμένη, αλλά σημαντική! Είναι ένα βοήθημα στην οικογένεια του 2014. Και τι ζητάει ο δόλιος; Ένα πιάτο φαΐ, λίγη κουβέντα, λίγη αγάπη και φροντίδα και όλα τέλεια. Και μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, να η σύνταξη να πληρώσουμε τα κοινόχρηστά ή να «τσοντάρουμε» στο ρεύμα! Ε, και λίγο χαρτζιλίκι στον καθένα μας! Δεν είναι και κανένα υπέρογκο ποσό, αλλά ένα πεντακοσάρικο το μήνα, δεν μας κακοπέφτει! Λίγα από δω, λίγα από κει, να η ακρίβεια, να η τετράωρη απασχόληση, κάτι κάνει κι ο παππούς!
Έτσι είπα να ξεκινήσω, χαριτολογώντας, τάχα μου – τάχα μου, με μπόλικη αλήθεια, πολλή πίκρα και μεγάλη αγανάκτηση. Μα για μένα ο παππούς δεν είναι η σύνταξή του. Για μένα ο παππούς είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος με ιστορίες, γεγονότα, αγάπες και αγώνες.
Πάντα μου άρεσε να τον ακούω, ακόμα και τώρα που ζει στον δικό του υπέροχο κόσμο. Από τότε που έφυγε η γιαγιά κι έμεινε μονάχος, όπως έλεγε κι ας ήμαστε όλοι γύρω του, μέρα με τη μέρα αποφάσιζε να απομακρύνεται…
Θυμάμαι όταν διάβαζα, που ήθελε να τα λέω φωναχτά, ειδικά την ιστορία.
– Δεν ντρέπονται να γράφουν ψέματα; Δεν ντρέπονται να σας μαθαίνουν τη μισή αλήθεια; Θυμάσαι τότε στο δημοτικό που παίξατε το Μεγάλο Τσίρκο του Καμπανέλλη; Αυτή είναι η πραγματική ιστορία μας. Εκεί, με δύο λόγια -που λέει ο λόγος- αυτός ο μεγάλος συγγραφέας και άνθρωπος, παρουσιάζει γλαφυρά την ελληνική ιστορία.
– Παππού, ξέρεις πως από τότε άρχισε να μου αρέσει αυτό το μάθημα;
– Άκουσε, παλληκάρι μου. Η ιστορία ενός τόπου δεν είναι ένα απλό μάθημα, αλλά μάθημα ζωής. Όποιος δεν ξέρει την ιστορία του τόπου του, δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, μήτε σε κανέναν άλλο. Δεν ανήκει πουθενά. Κι αν, μέχρι να φτάσει στην ηλικία μου, δεν προσπαθήσει να πλουτίσει τις γνώσεις του με την ιστορία, τότε απλά πέρασε από τούτη τη ζωή, όπως ένα κουνούπι… Όταν μαθαίνουμε μια ιστορία, αυτόματα βλέπουμε τα λάθη που έχουν γίνει για να τα αποφύγουμε ή τα σωστά, για να τα επαναλάβουμε. Τόσο απλά.
Του άρεσε να μιλάει για την δική του εποχή. Παιδί αμούστακο ήταν όταν μπήκε στην Αντίσταση και μετέφερε «ραβασάκια», όπως μου τα έλεγε. Ενήλικας πέρασε κι από την Μακρόνησο, όπου γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους. Στην Αντίσταση γνώρισε την πρώτη του αγάπη, που δεν άντεξε στις κακουχίες κι έφυγε νωρίς απ’ τη ζωή. Μετά γνώρισε την γιαγιά, που την ήξερε κι εκείνη από την «αμαρτωλή» δράση του, του στάθηκε στον μισεμό της Έλενας, όπως έλεγαν την κοπέλα. Η γιαγιά τον αγαπούσε κρυφά και δεν είχε μάτια για άλλον. Και με τον καιρό την αγάπησε κι εκείνος. Κυνηγήθηκαν αρκετά, αλλά κατάφεραν να γίνουν σωστοί γονείς και πιο σωστοί παππούδες! Δούλεψαν σκληρά. Τα χέρια και των δύο ήταν ροζιασμένα, μα τόσο απαλά όταν με χάιδευαν!
– Τα ιδανικά είναι τα άρματά σου, όπως και οι γνώσεις σου. Αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ. Και τα ιδανικά δεν δέχονται εκπτώσεις. Μπορεί αυτοί που βρίσκονται στις κεφαλές να μην είναι και ό,τι καλύτερο, αλλά τα πιστεύω μας δεν τα ξεπουλάμε ποτέ. Και να θυμάσαι τούτο: όλα μπορούν να σου τα κλέψουν. Όλα. Εκτός από την γνώση και τα πιστεύω σου.
Αυτές ήταν οι κουβέντες της γιαγιάς, όταν γύριζα από το σχολείο και μέχρι να έρθουν οι γονείς μου να πάμε σπίτι. Μου έβαζε να φάω και μου έλεγε ιστορίες. Ήταν από τα παιδιά της Μικρασίας, όπως συνήθιζε να λέει. Από κείνους που δεν έχουν πατρίδα, γιατί όταν ήρθαν, όπως ήρθαν, στην Ελλάδα, δεν τους ήθελε κανείς κοντά του κι ας ήταν πολύ πιο μορφωμένοι.
– Αχ γιαβρί μου, και να ήξερες πόσες ταλαιπωρίες και προδοσίες γευτήκαμε… Μας ξεπούλησαν οι μεγάλοι τούτης της χώρας, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων. Τα συμφωνήσανε μεταξύ τους και δε νοιάστηκε κανείς τι θ’ απογίνουμε τόσες φαμελιές, τόσοι κόποι, τόσες περιουσίες. Ακόμα και τους Έλληνες, Ελλαδίτες στρατιώτες εγκατέλειψαν στο έλεός τους και στο έλεος των Τούρκων, της πείνας και της κακουχίας. Βυζανιάρικο ήμουν, όταν με κίνδυνο της ίδιας της ζωής της η μάνα μου μπόρεσε να μπει στη βάρκα, ένα καρυδότσουφλο έλεγε, για να γλυτώσει με άλλες γυναίκες και παιδιά, να περάσουμε απέναντι, στη Μυτιλήνη κι από κει στον Πειραιά. Ντροπή κι εξευτελισμούς δεχθήκαμε. Τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδαμε, όπως και πολλούς άντρες τότε… Κάθε οικογένεια είχε και κάποιον να θρηνήσει. Τα καταφέραμε, όμως. Ίσως αυτή ήταν κι η αιτία που με τον παππού σου δεν μπορούσε τίποτα να μας λυγίσει. Παλιές καραβάνες στους αγώνες και στην επιβίωση!
Όταν μου μιλούσε η γιαγιά για κείνα τα χρόνια και όπως της τα διηγούταν η μητέρα της, αλλά και τις ιστορίες από άλλες γυναίκες, που έρχονταν κάποιες από το Αϊβαλί, άλλες από την Τραπεζούντα, την Έφεσο, το Αϊδίνι και αλλού, δάκρυζε και το πρόσωπό της σαν να το έκαιγαν πύρινες γλώσσες. Με συνέπαιρνε με όλα αυτά και τις περισσότερες φορές όταν ήμαστε μόνοι μας. Δεν ήθελε να πικραίνει τον παππού, μου έλεγε, όταν έκοβε μεμιάς την κουβέντα της, σαν παρουσιαζόταν εκείνος.
– Τι κάθεσαι και λες του παιδιού; Είναι μωρό ακόμα…
– Δεν κάνει κακό να μαθαίνει. Κάποτε, κάπου, μπορεί να του χρειαστούν. Να ξέρει, κιόλας, από πού κρατά κι η σκούφια του.
– Ξέρει και πολύ καλά, μάλιστα! Γιαννιώτης είναι και Γιαννιώτης θα μείνει!
– Ναι, αλλά έχει και φλέβα χρυσού! Εσείς το ασήμι κι εμείς το χρυσό!
– Μα είναι μικρός ακόμα. Έχει καιρό γι αυτά…
Κι ας ήμουν στην εφηβεία… Εκείνος προσπαθούσε να μου μάθει να αγαπάω τα γράμματα και τις γυναίκες.
– Να θυμάσαι, όπως το έχω πει και στον πατέρα σου, πως την γυναίκα δεν την χτυπάμε ούτε με τριαντάφυλλο. Την αγαπάμε και την θαυμάζουμε, γιατί αυτή είναι η δημιουργία. Αυτήν έχει προικίσει η φύση με την μήτρα. Αυτή φέρνει την νέα ζωή. Αυτή κουβαλάει το μέλλον…
Και όταν τελείωνα το γυμνάσιο, λίγο πριν φύγει η γιαγιά, με ξεμονάχιαζε και με ρωτούσε όλο νόημα:
– Υπάρχει καμιά κοπελίτσα που σου αρέσει; Είναι όμορφη; Διαβάζει; Έχει μυαλό ή μόνο καθρέφτη; Μακριά από όσες έχουν μόνο καθρέφτη. Είναι άδειες. Δεν κάνουν για σένα…
Πόσα μου έλεγε… Και τώρα, κάθεται εκεί, ασάλευτος, με το βλέμμα χαμένο, στην αγαπημένη του θέση, συνήθως στην μικρή αυλή του. Μένουμε τώρα μαζί, στο πατρικό σπίτι. Και αυτό, γιατί ο γιατρός είχε πει στον πατέρα μου, δύο χρόνια μετά που έφυγε η γιαγιά κι ο παππούς άρχισε να «χάνεται», πως θα ήταν καλύτερα να μην αλλάξει περιβάλλον. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να παρουσιάζει απώλεια μνήμης και να πετάγεται τη νύχτα με φωνές, μουσκεμένος στον ιδρώτα κι «ετοιμοπόλεμος».
Για μένα ο παππούς είναι όλος ο κόσμος, όλη η ιστορία, όλη μου η γνώση…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Η ιστορία σας συγκινεί. Ταξιδεύει σε μια Ελλάδα πληγωμένη…και αναφέρεται και σε μια σημερινή Ελλάδα εξίσου πληγωμένη.
Καλύτερα να μη θυμάται κανένας παππούς…Πολέμησαν…περάσαν από κακουχίες..από εξευτελισμούς…χάσανε τους πολύτιμούς τους…για να φτάσουν εδώ..στο τώρα με μια πετσοκομμένη σύνταξη να δέχονται επιθέσεις, να τρομοκρατούνται από την τηλεόραση,να έχουν μηδενική ιατρική περίθαλψη..και πόσα άλλα..
με βουρκώσατε..
Ευχαριστώ για τα λόγια και τις επισημάνσεις, μα πιο πολύ για το συναίσθημα. Να είστε καλά!!!
Ευτυχώς, όμως, που αυτοί οι παππούδες, μας μαθαίνουν αξίες, μας δίνουν εφαλτήρια, χωρίς να τσιγκουνεύονται!!!
ποτέ δεν τσιγκουνεύονται αυτοί οι παππούδες. Είχα και εγώ έναν τέτοιο “παππού”…..τώρα γειτονεύει με τα αστέρια.. Οι ιστορίες του πολύτιμες. Η ιστορία μας πολύτιμη…
Αλίμονο σε εκείνους που παθαίνουν αμνησία και γυρίζουν πίσω την ιστορία…αντί να την πάνε λίγο πιο μπροστά και μαζί και τον τόπο που αιμορραγεί…
Πράγματι, αλίμονο….
Δυστυχώς, δεν υπήρξα τυχερή να γνωρίσω παππού κι είναι ένα απωθημένο μου… Έτσι έφτιαξαν έναν δικό μου παππού!!!
Το “με βουρκώσατε” της κυρίας Μάχης Τζουγανάκη, ισχύει και για μένα, μόνο που εγώ θα σου απεθυνόμουν στον ενικό φυσικά. Με πόση συγκίνηση αληθεια διέτρεξε το βλέμμα κι ψυχή μου τούτο σου το κείμενο. Παππούς είμαι κι εγώ τώρα αλλά διψάω να μάθω την ιστορία των δικών μας παπούδων σε τούτο τον τόπο. Λες πιο πάνω :
“Όποιος δεν ξέρει την ιστορία του τόπου του, δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, μήτε σε κανέναν άλλο. Δεν ανήκει πουθενά.” Μια αλήθεια που η αξία της είναι ανεκετίμητη.
Αθηνούλα σε ευχαριστώ για την γλυκιά συγκίνηση που μου χάρισες αλλά και για την χαρά να απολαύσω τον θαυμάσιο τρόπο που εκφράζεσαι μέσα απ τα κείμενα σου. Να σαι καλά πατριωτάκι μου…μικρό!
Άκη μου γλυκέ, σ’ ευχαριστώ για τα όμορφα λόγια σου!!!
Μόνο που εσύ είσαι από τους άλλους παππούδες, αυτούς που αρνούνται -κι εγώ μαζί σου- να ταξιδέψουν στον δικό τους υπέροχο κόσμο!!! Προτιμούμε αυτόν, με τα ωραία και τα άσχημά του, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να τους δίνουμε λίγο χρώμα και μυρωδιές!!! Πατριωτάκι μου!!!
“Για μένα ο παππούς είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος με ιστορίες, γεγονότα, αγάπες και αγώνες.”
Δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω έναν τέτοιον παππού – ο ένας πέθανε πριν γεννηθώ κι ο άλλος ήταν και μακριά και απόμακρος…
Ωστόσο είχαν τα παιδιά μου την υπέρτατη χαρά να γνωρίσουν εκείνα – τον πατέρα μου… κι ευγνωμονώ την τύχη τους γι αυτό!
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, Αθηνά μου, για τις τόσο όμορφες και ανεκτίμητες μνήμες που μου ξύπνησες με το εξαιρετικό σου κείμενο!
Και τα δικά μου παιδιά ήταν τυχερά-άτυχα. Έναν παππού γνώρισαν κι αυτός τους έφυγε νωρίς…
Εγώ ευχαριστώ!!!!!!!!!!!!!
Τα ιδανικά είναι τα άρματά σου…τα ιδανικά δεν δέχονται εκπτώσεις. Μεγάλη κληρονομιά για ένα παιδί αυτά τα λόγια , κυρίως αν λέγονται από τον παππού . Το πιο αγαπημένο πρόσωπο των παιδιών , που στις πλάτες του κουβαλάει την ιστορία της Ελλάδας. Το απόλαυσα το κείμενό σας. Μπράβο!
Χαίρομαι!!!
Ευχαριστώ πολύ για τις επισημάνσεις!!!
Αχ! Αθηνούλα μου,
πόση Ιστορία κουβαλούν αυτοί οι παππούδες στην πλάτη τους και πόσες γνώσεις μπορούν να μεταδώσουν στα εγγόνια τους!!!!!
Ανεκτίμητες αξίες για τις οικογένειες τους. Και πού το βάζεις οτι, αν δεν έχει βουλιάξει εντελώς αυτή η χώρα είναι η αγία Ελληνική οικογένεια που είναι συνδεδεμένη και αλληλέγγυα ακόμη και στον οικονομικό τομέα.
Αλλά τον παππού τον κρατάς ζωντανό, “γιατί είναι όλος ο κόσμος, όλη η ιστορία, όλη μας η γνώση…” όπως σωστά επισημαίνεις στο τέλος.
Πάλι με έκανες και ένιωσα περήφανη για σένα, πατριωτάκι καρδιακό!!!!! Πάλι δάκρυσα…….
Μαρικακι μου, συγγνώμη για την καθυστέρηση…
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα τόσο τρυφερά σου λόγια!!!