Σκέψη πάλι σου πέρασε,
τώρα από το μυαλό σου.
Μη τύχει και θανατικό
δεις εσύ εμπρός σου.
Τον άτυχο πατέρα σου,
διόλου δε λογαριάζεις,
παραδόπιστη έγινες,
το άδικο εκθειάζεις
φέρσιμο που του κάνατε,
εσύ με τον αδερφός σου.
Μα μάθε πως στη ζωή
πληρώνεις το μερτικό σου.
Αυτό που προσπάθησες
ύπουλα να το κλέψεις,
απ’ του πατέρα τη βολή
και να τον κατατρέξεις
σε κρύο και παγερό
εκεί το περιβάλλον
τι κι αν πρόθυμο το προσωπικό
μα δεν τις καταβάλλω.
Προσπάθεισα για εσέ
για να σε μεταπείσω.
Άδικος ο κόπος το θωρρώ
μέχρι να ξεψυχήσω
θα λέω θα παραμιλώ
για το καλό το δικό σου.
Μήπως και λογικευτείς
και δεις τον εχθρό σου
κατάματα να του μιλάς,
ενώπιον σε όλους.
Του εγωισμού σου έγινες
θύμα του παραλόγου
σκεπτικού που απαίτησες
σε ψυχή να εφαρμόσεις,
τώρα στα στερνά
χρόνια του να επιδώσεις,
λες και είναι διάταγμα
που πρέπει να υπακούμε
μα καθάρια η αφεντιά σου
απαιτεί να σου δοθούμε.
Πιστά και ανεπιφύλακτα
δε θα το δεις από μένα
σαν αλόγιστα και άδικα
τον έστειλες στην αρένα.
Θηρία καιροφυλακτούν
καρδιά του να πονέσουν,
είναι τα αισθήματα
που δε θα παραπέσουν
του κρατούνε συντροφιά
παρηγοριά τα βράδια,
του χειμώνα θαλπωρή,
του καλοκαιριού διαύγεια,
που διακατέχεται
κι έχει τα λογικά του
γι’ αυτό και δε σε έχρησε
τύραννο μα σεβντά του.
Με αυτό θα χαθεί
κάποια στιγμή θα σβήσει,
στον πλάστη θα παραδοθεί
τότε θα σου θυμήσει.
Κράτα τον παππού ζωντανό,
έλεγες και ζητούσες
χρήματα του έπαιρνες,
άδικα εκοιτούσες.
Αυτόν να το μιλάς,
μαζί του να χωρατεύεις,
γιατί το ξερες για τα καλά
κι άφεση μη γυρεύεις.
Θα ‘ρθει κι η δικιά σου η στιγμή,
μα θα ‘ναι η τελευταία
επιθυμία που θα πεις
λες και θα ‘ναι μοιραία.
Χρόνια έρχονται για σε,
κοίτα να το πάρεις
χαμπάρι και τη σύννεση
φρόντισε να τρατάρεις.
Στο είναι σου ως γλυκό
αποκούμπι να ‘ναι σκέψη
μη λάχει απροσδόκητο
τέλος και δεν το πιστέψεις.
_
γράφει η Άννα Ζανιδάκη
0 Σχόλια