Απωλέσθησαν αιφνιδίως τα ίχνη του μάγειρος Μωρίς. Μέρες τώρα, ούδείς ήκουσε κατιτίς σχετικόν με την ύπαρξιν ή την ανυπαρξίαν του. Στο φημισμένον εστιατόριον της Βαρκελώνης όπου ηργάζετο ο εξηφανισμένος σεφ, τα όργανά της τάξεως της καταλανικής πρωτευούσης θεωρούν άπαντες ενόχους. Η κρυψίνοιά των, σε συνδυασμό με την ομολογουμένως δυσμενή συμπεριφορά των απέναντι εις τον άρτι προσληφθέντα συνάδελφον εκ Παρισίων, εγείρουν υποψίες σοβαρές, το δίχως άλλο. Εμαρτυρούσεν ο Μωρίς στα χέρια των, αποκαλύπτει ευγλώττως στον αστυνόμο Ντε λα Γάτος ο μάγειρ υπ αριθμόν βήτα, Χόρχε. Κάθε που ο φέρελπις Φραντσέζος έπιανε περιχαρής την ανοξείδωτη μαρμίτα για να δημιουργήσει έδεσμα προελεύσεως γαλλικής, σύσσωμος ο όχλος των συνμαγείρων τον απεδοκίμαζεν εις σημείον τοιούτον, ώστε ο δύσμοιρος σεφ παρουσίαζε πτώσιν δριμείαν στο ηθικόν του. Φουά γκρα, ταρτάρ και κοκ ο βεν, ούτε για αστείον δεν εξέρχονταν από το στόμα του. Ήσαν άπασες, λέξεις αυστηρώς απηγορευμένες. «Εδώ είναι Ισπανία και μαγειρεύομεν ισπανικά και μόνον. Με εννοείς ή να σε στείλω δεμάτιον πίσω εις τας πατρίδας;» τον εξεφόβιζεν ο κτήτωρ του εστιατορίου για να του τρίξει τους οδόντας. Κι όσο ο κτήτωρ εφώναζεν ηχηρώς, τόσο ο δυστυχής νεόφερτος σεφ μαράζωνε ωσάν μαρούλιον πολυκαιρισμένον που δεν εδύνατο να μεγαλουργήσει στην κουζίνα την οποία εγνώριζεν αναντιρρήτως όσο ουδεμίαν άλλην.
«Χμμμ… σάνγκρε» αίμα, αναφωνεί ο αστυνόμος Ντε λα Γάτος διακρίνoντας ανεπαισθήτως μία πορφυρά κουκίδα στη μάχαιρα σύνεγγυς των κατατετμημένων ραπανακίων και λοιπών ζαρζαβατικών. Ταυτοχρόνως, ο βοηθός του, λαμβάνει ένα ιδιότυπον τηλεφώνημα. «Πώς; Είστε βεβαία; Θα το διερευνήσωμεν πάραυτα σενιόρα». «Ανώνυμον τηλεφώνημα έξ αγνώστης! Εις το κελλάριον, εις το κελλάριον!» εκεί με κατηύθυνεν η μάρτυς δια την εξιχνίασιν της υποθέσεως. Κατέρχονται λοιπόν εις το κελλάριον τα όργανα της τάξεως με βήμα γοργό, αφήνοντας τους υπόπτους μαγείρους υπό το άγρυπνον βλέμμα των λοιπών φρουρών. Ωθούν μεμιάς την πύλην του κελλαρίου και τι να αντικρίσουν στο δάπεδον; Ένα βιαίως κεκομμένον γυναικείον περιδέραιον! Ένθεν κακείθεν αποσπασμένες πέρλες. Με γελούν οι οφθαλμοί μου ή τις μας περιγελά ανερυθρίαστα, φίλτατε συνάδελφε;» εκρήγνυται ο αστυνόμος Ντε Λα Γάτος που δεν δύναται να πιστέψει το πρωτάκουστον παίγνιον που εκτυλίσσεται ενώπιόν του. Πλησίον του χανδροειδούς κοσμήματος, ένα λευκό ραβασάκιον έλκει την προσοχήν των δύο ανδρών. «Προσεγγίζετε επικινδύνως τα ίχνη του Μωρίς. Κρούσατε τον κώδωνα του τετάρτου ορόφου του διαμερίσματος έναντι του εστιατορίου και η αλήθεια θα αποκατασταθεί πάραυτα».
Εντός ολίγων δευτερολέπτων, ο αστυνόμος Ντε Λα Γάτος μετά του βοηθού, διακτινίζονται στο σημείο που τους υπεδείχθη. Στο πρώτο ντριν, η θύρα ανοίγει ολοκληρωτικώς. Επί της υποδοχής, μία κεχαριτωμένη νεαρά. Ο αστυνόμος άλφα, την αναγνωρίζει ευθύς αμέσως: «Είσθε η… η τάδε… η τοιαύτη εν πάσει περιπτώσει» «Είμαι η σύζυγος του κτήτορος του εστιατορίου. Και ούτος εστί ο ακατανίκητος έρως μου» αποκρίνεται η δεσποινίς αποκαλύπτοντας τον αρχιμάγειρα Μωρίς όπισθέν της. Τα όργανα της τάξεως αλληλοθωρούνται αινιγματικώς. Τον λόγον λαμβάνει τώρα ο ενεφανισμένος πλέον σεφ: «Ορθά ηκούσατε κύριοι! Η κυρία κι εγώ ερωτευθήκαμεν σφόδρα. Την καρδιάν μας πλημμυρίζουσι εδώ και μέρες αισθήματα βαθιά και γνήσια. Λιώνομεν αμφότεροι ωσάν κρέμα καταλάνα»
«Κρέμα καταλάνα… Χμ… Σας εννοώ, εδαγκώθη η λαμαρίνα…» σχολιάζει ο αστυνόμος Ντε Λα Γάτος. «Αλλά προς τι η εξαφάνισή σας;»
«Αρχικώς, το σχέδιον ήτο να θεωρηθούν υπαίτιοι της δήθεν δολοφονίας μου οι επαίσχυντοι μάγειρες που η ατυχία ήφερεν μπρος μου διά να αναγκασθώ να υπομείνω τη χλεύη των. Ποίος, εγώ; Ένας σεφ μέγας και τρανός, ανηγνωρισμένος στα σαλόνια των Παρισίων! Τους εκανόνισα όμως καταλλήλως όταν τοποθέτησα επιμελώς εις την μάχαιραν ίχνη αίματος εκ του δακτύλου μου. Βεβαίως, εγώ θα εξαφανιζόμην δια παντός μετά της κυράς μου. Πτώμα δεν θα ευρίσκετο. Τα αδιάψευστα στοιχεία ωστόσο θα ήσαν αρκετά διά την καταδίκην των. Εν συνεχεία ωστόσο, εσκέφθημεν με την αγάπη μου να παραλλάξουμε ολίγον το σχέδιον. Απεφασίσαμεν λοιπόν να επωφεληθούμε του διαστήματός της υποτιθέμενης εξαφανίσεώς μου ώστε να επισκεφθούμεν έναν διακεκριμένο συμβολαιογράφο στη Μαδρίτη. Ως ενδεχομένως γνωρίζετε ήδη, η κτήσις του εστιατορίου μοιράζεται ανάμεσα στην αγαπημένη μου και τον σύζυγό της».
«Θα με σκάσετε ωσάν καλοκουρδισμένη βόμβα! Εξηγηθείτε αναλυτικώς!» ωρύεται ο αστυνόμος Ντε Λα Γάτος αδυνατώντας να συλλάβει πού οδηγείτο η συζήτησις»
Αίφνης, αναλαμβάνει δράση η σύζυγος τε και ερωμένη:
«Εάν ο αγαπητός μου σύζυγος δεν συναινέσει στο να επιτρέψει εφεξής στον προικισμένον Μωρίς να επιδίδεται εις την γαστρονομίαν γαλλιστί, όπερ και επιθυμεί διακαώς, δεν απομένει παρά μία λύσις δυσάρεστη δι΄ αυτόν: να μεταπωλήσω το εστιατόριον, αφήνοντας τον άνδρα μου εις τον άσον, πράξις στην οποία δύναμαι να προβώ, όπως ενημερώθην από τον αξιότιμον συμβολαιογράφο.
«Ώστε λοιπόν η μυστηριώδης γυναίκα εις το τηλέφωνον, ήτο εσείς!» επιβεβαιώνει ρητορικώς ο αστυνόμος Ντε Λα Γάτος.
«Και καλά το σημείωμα, το στραπατσαρισμένον περιδέραιον;» συνεχίζει η ουράν, ούτως ειπείν ο αστυνόμος βήτα.
«Σύμπτωσις» αποκρίνεται ο Μωρίς. «Ουδεμία σχέσις με την υπόθεσιν. Επρόκειτο απλώς για μία παρόρμηση, για μία στιγμή…»
«Κρέμα καταλάνα. Αντιλαμβάνομαι» συμπληρώνει το υψηλόβαθμον όργανο της τάξεως.
Ακολούθως της αποκαλύψεως των δύο εραστών, οι Καταλανοί Πουαρώ ενημέρωσαν, ως όφειλαν, τον απατηθέντα σύζυγο για τα πεπραγμένα των ιθυνόντων της σκευωρίας. Εκείνος, από φόβο μήπως παρέλθει η κτήσις του σε χέρια αλλότρια, ως είχε απειλήσει η αδίστακτη θήλυς, έκαμεν την καρδιάν του πέτραν, ενέδωσε στις προσταγές της κι ετοίμασεν κακήν κακώς μενού περιέχον φουά γκρα και λοιπές ανοησίες. Θα λέγαμεν μάλιστα πως ήρχισε να γεννάται μία κάποια φιλία μεταξύ των δύο ανδρών. Τουλάχιστον, ήτο κι αυτό μιαν αρχή.
_
γράφει η Γεωργία Δημητροπούλου
0 Σχόλια