Ελευθερία Μπέλμπα
δοκίμιο (ποιητική)
Κρητική λογοτεχνική παραγωγή
Μετά το 1669 και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους πραγματοποιείται, με αφετηρία τα τέλη του 16ου αιώνα, η μετάβαση στη φάση της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας. Κυρίως η θεατρική παραγωγή αναδεικνύει μια ιδιότυπη ποιητική μορφή, το στιχουργημένο σκηνικό στιγμιότυπο της δράσης των προσώπων. Βέβαια τα έργα βασίζονται δημιουργικά σε δυτικά πρότυπα, ωστόσο ενίοτε δεσπόζει το ύφος του γράφοντος, τα στοιχεία της ελληνικότητας που προβάλλουν τη λογοτεχνική αξία.
Η τραγωδία του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, «Βασιλεύς Ροδολίνος», με πρότυπο το δράμα “Re Torrismondo” του Ιταλού ποιητή Tasso και επιδράσεις από την “Ερωφίλη” του Χορτάτση, εκδόθηκε το 1647[1]. Ο Ροδολίνος, βασιλιάς της Μέμφης, ζήτησε σε γάμο την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας, Αρετούσα, για λογαριασμό του φίλου του, Τρωσίλου, βασιλιά της Περσίας. Ωστόσο την ερωτεύεται στη διαδρομή για τη Μέμφη, πράγμα που αντιτίθεται στα ιδεώδη της φιλία∙ η σύγκρουση του έρωτα και της φιλίας, ως ακραίο διακύβευμα, προκαλεί στο τέλος το θάνατο όλων.
Στο χορικό της τρίτης πράξης, που θεωρείται υψηλό λυρικό δείγμα, κυριαρχεί η πραγμάτευση της αρετής της γνώσης.
Στον Ουρανόν η Γνώση κυριεύγει και κυβερνά το φως τση όλη τη κτίση· εις την υποταγή τση στέκ’ η φύση κι αυτήνης το Μελλούμενο δουλεύγει. |
Τούτο το φως πάσ’ αγαθό ερμηνεύγει. φως άξο, απού ποτέ δεν κάμνει δύση, φως, απού κάμνει αθάνατη τη ζήση κι απού κι ο ίδιος ήλιος του ζηλεύγει. |
Ετούτο δόξες άψευτες χαρίζει κι απ’ όλους που τσι ακτίνες του ακλουθούσι μηδένας τύχης φόβο δε γνωρίζει. Αμ’ όσοι τέτοιες χάρες δεν ποθούσι και τση Αγνωσιάς το σκότος τσι αμποδίζει σκοντάφτουσι κι εις βάραθρα γλιστρούσι. |
Η προσωποποιημένη γνώση εδρεύει στο χώρο του ουρανού, σκορπίζει το φως της σε ολόκληρη την πλάση («κυβερνά το φως τση όλη τη κτίση»). Ακόμα και οι φυσικές δυνάμεις υποτάσσονται στη γνώση, το μέλλον υποδουλώνεται σ’ αυτή μέσα από το αίσθημα της περηφάνιας. Η επαναφορά στο «φως» ερμηνεύεται στα πλαίσια της πολυσημίας, προβάλλοντας τις διαστάσεις του στο μοτίβο της χειραφέτησης. Το αγαθό άλλωστε εκπηγάζει από τη γνώση ή σημαίνει την αθανασία των πραγμάτων στον φθαρτό κόσμο του φωτός, που δε δύει ποτέ και είναι ζηλευτό ακόμα και για τον ήλιο («ο ίδιος ήλιος του ζηλεύγει»). Η αληθινή γνώση αποκτάται για όσους δε φοβούνται τις ιδιοτροπίες της τύχης και δοξάζονται απόλυτα («δόξες άψευτες»). Αντίθετα, όσοι δε ζωογονούνται από το φως της γνώσης, υποβάλλονται στις επιβλαβείς συνέπειες της άγνοιας.
Η κουλτούρα της Αναγέννησης βεβαίως προέκρινε την ισχύ της γνώσης στον αντίποδα των παρωχημένων μεσαιωνικών αρχών και του σκοταδισμού. Έτσι αυτονομείται ο άνθρωπος βασισμένος στις νοητικές δυνατότητές του υπερτερεί έναντι του φυσικού προορισμού του. Η πολυδιάστατη γνώση εξυμνείται ως κυρίαρχη του ουρανού και της φύσης και το άτομο ελέγχει το μέλλον του, χωρίς να είναι έρμαιο πλέον του σχεδιασμού της μοίρας. Ακόμα και η διάκριση των εννοιών «καλό» και «κακό» επιτυγχάνεται με την έλευση του φωτός («πάσ’ αγαθό ερμηνεύγει»). Η δύναμη της γνώσης συγγενεύει με την αθανασία, την κατάκτηση των ανθρώπινων στόχων. Η άγνοια δημιουργεί προσκόμματα στην άνοδο του πολιτισμού, κατατροπώνει κάθε απόπειρα ανάβασης.
Στο τελευταίο τρίστιχο του σονέτου η μεταφορική εικόνα της καταβαράθρωσης του αδαούς («τση Αγνωσιάς το σκότος τσι αμποδίζει»), υπαγορεύει ένα ύφος διδακτισμού προς την κατεύθυνση της αποποίησης της συντριβής του υγιούς νου. Το ιδεολογικό περιεχόμενο συμπλέει αρμονικά με την καλλιεπή ποιητική φόρμα μέσα από την αλληγορική διατύπωση («κάμνει αθάνατη τη ζήση»). Η απολύτρωση από τη θεοκρατία, η απαλλαγή από δεισιδαιμονίες ουσιαστικά σχηματοποιείται στα λεκτικά συμφραζόμενα μέσω της αντιπαράθεσης γνώσης και μοιρολατρίας («όσοι τέτοιες χάρες δεν ποθούσι»). Εν τέλει το κείμενο αποπνέει μια αισιοδοξία για τη χειραφέτηση του ανθρώπου μέσα από την αντίληψη ότι οι τέχνες, τα γράμματα, οι επιστήμες αναπτύσσονται, αντιπαλεύουν με τις μυστηριακές δυνάμεις και την άγνοια του μέλλοντος.
Στο χορικό της τέταρτης πράξης κεντρικό είναι το θέμα της αυτοκτονίας μέσα από την εναλλαγή ενδεκασύλλαβων και επτασύλλαβων ιαμβικών στίχων.
Θεριὸ μηδ’ ἑρπετὸ ποτὲ συντρέχει
τὸν ἴδιον ἀπατό του
νά ᾿χει τὸ θάνατό του,
μὰ τὴ ζωὴ φυλάσσει ὅσο κατέχει.
Ἄνθρωπος τὸ κακό του δὲν ἀπέχει,
μ’ ὅλο ἁπ’ ἡ φύση γνώση
τοῦ ᾿ταξε νὰ τοῦ δώσει,
μὰ εἰς τ’ Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει.
Ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας,
καὶ μάνα ἠγαπημένη
τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει,
ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας.
Mά, ὀϊμέν’, ἐγὼ ὡς θωρῶ, ἡ ἀχορταγιά μας
κ’ ἡ ὄρεξ’ ἡ τυφλή μας
εἰς πάθη προσκαλεῖ μας,
κ’ αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας.
Ο ποιητής διατυπώνει την άποψη αποφατικά εξαρχής ότι κανένα ζώο δεν επιδιώκει να χάσει τη ζωή του εθελούσια, αλλά φροντίζουν για την επιβίωσή τους («θεριὸ μηδ’ ἑρπετὸ», «νά ᾿χει τὸ θάνατό του»). Ο άνθρωπος εντούτοις, μολονότι προικισμένος φύσει με νοητικές ικανότητες, συχνά σπεύδει να πραγματώσει το θάνατό του, αυτοκτονεί διαπράττοντος πραγματικά μια ανοησία. Ο ποιητής διατυπώνει το αδιέξοδο (εστιάζοντας στη διευρυμένη προβληματική του πρώτου πληθυντικού προσώπου) προσπαθώντας να θεμελιώσει θεωρητικά την αιτία της πρόσβασης του ανθρώπου στον ηθελημένο θάνατο σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα («ψηφώντας τόσα ἐλίγα τὴν ὑγειά μας»).
Διαφαίνεται ότι η φύση φροντίζει τα θηρία που είναι συμφιλιωμένα με τη ζωή («μάνα ἠγαπημένη/τῶν ἑρπετῶ ἀπομένει»), ενώ παραγκωνίζει τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον να αυτοκτονήσει. Προφανώς δεν ευθύνεται η φύση, αλλά η πλεονεξία, η αχαλίνωτη επιθυμία και η αναισχυντία («ἡ ὄρεξ’ ἡ τυφλή μας/εἰς πάθη προσκαλεῖ μας») που επιφέρουν παθήματα στον άνθρωπο και τον οδηγούν στην αυτοκτονία («τὸ κακό του δὲν ἀπέχει»). Ρυθμική ποικιλία και μουσικότητα στηρίζουν το βασικό προβληματισμό σχετικά με το λόγο για τον οποίο αυτοκτονεί ο άνθρωπος και όχι τα ζώα. Μέσω διασκελισμών, ενδεικτικών της εκφραστικής άνεσης, τίθεται το ερώτημα αν η θέληση για ζωή, η έφεση για επιβίωση, αποτελεί κοινό σημείο των ανθρώπων με τα ζώα. Εν τέλει μήπως η φύση πρόσφερε την αγάπη για ζωή μόνο στα ζώα και όχι στους ανθρώπους σαν να ήταν μητριά τους («ἡ φύση ἐμᾶς λοιπὸ εἶναι μητρυγιά μας»); Αδύνατο, απαντά ο αφηγητής, γιατί η φύση είναι μάνα για όλα τα πλάσματά της. Οι ατέλειες (αχορταγιά, πλεονεξία, αδηφαγία, κακία) κατευθύνουν προς την αυτοκαταστροφή.
Μέσα από το λυρικό άσμα παρακολουθούμε την οπτική του ποιητή. Κατακρίνει τις αυτοκτονίες που αποτελούν κεντρικό πυρήνα της έκβασης της ιστορίας του με συγκρατημένο συναισθηματισμό («ὀϊμέν’»). Έτσι απλώνεται η θλίψη για την ανθρώπινη μειονεξία, τα πάθη που εγκλωβίζουν τον καθένα στο αδιέξοδο («αἰτιά ᾿ναι τοῦ θανάτου ἡ πονηριά μας»). Η τεχνική της συλλογιστικής διαδικασίας ουσιαστικά ελευθερώνει το στοχασμό περί θανάτου. Αφετηρία είναι η παρατήρηση για εξαγωγή συμπερασμάτων που πηγάζει από τη μεμονωμένη κρίση του γράφοντος («ἐγὼ ὡς θωρῶ»). Έτσι τα κείμενο οικοδομείται κατά λογική σειρά των προτάσεων-διαπιστώσεων ως πραγματεία για την αυτοχειρία. Επιστρατεύονται λυρικές αποστροφές, συσχετισμοί μέσω συγκρίσεων (άνθρωποι-ζώα) και μεταφορικές φράσεις κοινότυπες ή ευρηματικές («εἰς τ’ Ἅδου τὸ λαρύγγι ἄφρονα τρέχει»).
Ο «Κατζούρμπος» του Γεωργίου Χορτάτση είναι κωμωδία του Κρητικού θεάτρου κατά την περίοδο της ακμής (τοποθετείται λίγο πριν το 1600)[2]. Ακολουθεί δυτικά πρότυπα, ειδικά τις ιταλικές κωμωδίες του 16ου αιώνα με θέμα την αναγνώριση παιδιών. Το έργο αυτό διαιρείται σε πέντε πράξεις. Θεματικός πυρήνας είναι ο έρωτας του Νικολέτου και της Κασσάνδρας που συναντά εμπόδια εξαιτίας του πάθους του γερο-Αρμένη για την Κασσάνδρα και της φιλαργυρίας της θετής μητέρας της, Πουλισένας. Ο γάμος των δύο νέων είναι η ευτυχής κατάληξη που οφείλεται στην αναγνώριση της Κασσάνδρας ως κόρης του γερο-Αρμένη. Στη σκηνή παρελαύνει ένα πλήθος κωμικών τύπων με ιδιαιτερότητες, ώστε ενισχύεται η γραφική εικονοπλασία ολόκληρου κόσμου.
ΚΟΥ. | Κατζούρμπο, θες να ‘ρθείς κι εσύ στη μάχη μετά μένα; Και τάσσω σου μ’ ονόματα να βγούμε παινεμένα. | |
ΚΑ. | ‘Σ ποια μάχη; | |
ΚΟΥ. | Εκεί οπού πολέμου, τ’ αυτιά σου να γρικούσι χίλια ταμπούρλα ‘ς μια μερά κι εις άλλη να χτυπούσι, χίλιες λουμπάρδες να βρόντου, και χίλιες στον αέρα | |
παντιέρες ομορφότατες να βλέπεις πάσα μέρα· χέρια και πόδια να θωρείς ‘ς τσι κάμπους να κυλιούνται, κι αρίφνητες αρκουμπουζιές τριγύρω να γκρικούνται, να σκοτεινιάσου οι ουρανοί κι ο κόσμος να τρομάσσει, κι όσο μπορεί πάσα κιανείς στον πόλεμο να ράσσει. | ||
ΚΑ. | Συμπάθησ’ μου, δεν έρχομαι ‘ς τέχνη που δεν μ’ αρέσει έφευγα, αν ήμουν εδεκεί, στω λουμπαρδιών τη μέση. Να πάγω; μη, για το Θεό! και πάντεσμη θωρούσι τα βόλια τους με το θυμό σε ποια μερά χτυπούσι; γη πάντες θέλω εγώ πολλά; ένα μιτσό με φτάνει, | |
όπου κι α μ’ εύρει, πάραυτα ζιμιό να μ’ αποθάνει. Άμε στη μάχη πούρι εσύ, οπού ‘σαι παλικάρι, κι όλες του κόσμου τις τιμές έπαρ’ εσύ μαγάρι, κι εγώ στη χώρα κάθομαι, σαν είμαι μαθημένος. Δεν έχω χρεία από μαλιές να βγαίνω παινεμένος. | ||
ΚΟΥ. | Κακόμοιρε κι ατύχουλα, σα μποθρακός δε βγαίνεις ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα κει απομένεις! Οϊμέ, κι ας ήμουν εδεκεί, να μπω να πολεμήσω σ’ ένα φουσάτο μοναχός, τρακόσους να ξεσκίσω σολδάδους και τσαούσηδες, και χίλιους γιανιτσάρους | |
με μια θωριά αγριότατη να διώξω σα γαϊδάρους, και το σπαθί μου σε καρδιές πασάδων να χορτάσω, και του Σουλτάνου του Μεεμέτ τα γένια ν’ ανασπάσω! | ||
ΚΑ. | Πώς; τρώσινε και τα σπαθιά; | |
ΚΟΥ. | Τρώσι μαθές κι εκείνα. | |
ΚΑ. | Ετούτο δεν το κάτεχα. Γιαύτος από την πείνα | |
έφαγε το φηκάρι του και τούτο το δικό μου· τρώει και τα παπούτσια μου μιαν ώρα, στο Θεό μου. | ||
ΚΟΥ. | Λοιπό, ανέ λάχεις ‘ς μια μαλιά, δε σε βαστάρ η ψη σου να κάμεις πράματα φριχτά κι εσύ με το σπαθί σου; | |
ΚΑ. | Είπα το ‘γω από μιας αρχής, δεν έμαθα σκριμίδα. | |
λοιπό, ανέ λάχει τίβοτις, έχε σε μένα ολπίδα! | ||
ΚΟΥ. | Αμ’ ίντα θες με το σπαθί κι έρχεσαι μετά μένα; | |
ΚΑ. | Άμα σε ρεσαλτάρουσι, να σου το δώσω εσένα, γιατί καλλιά μπορείς εσυ δυο να βαστάς, όχι ένα εγώ πως είσαι δυνατός καλά ‘χω γνωρισμένα. | |
ΚΟΥ. | Κατζούρμπο, γύρισ’ εδεπά, ξεσπάθωσε. | |
ΚΑ. | Να ζήσεις, μη με πειράζεις, κι άσι με. | |
ΚΟΥ. | Μη θες να με μανίσεις! | |
ΚΑ. | Πώς; μετά σένα εστοίχισα για να με ξεκοιλιάσεις; Δε θα μαλώσω, δε φελώ, κι άσι με, μη με σκάσεις! | |
ΚΟΥ. | Δε θέλω να μαλώσω εγώ… Δυο πόντους της σκριμίδας θα σ’ αρμηνέψω. | |
ΚΑ. | Επ’άσ’ εδά! | |
ΚΟΥ. | Ξεσπάθωσε! Αν επήδας σαν τράγος, θέλω σήμερον να μάθεις να μαλώνεις. Ξεσπάθωσε! (Τονε χτυπά με το σπαθί). | |
ΚΑ. | Άσι με, καλέ, για ίντα με σκοτώνεις; | |
ΚΟΥ. | Να μάθεις θέλω, α λάχομε ποθές, α μ’ ασσαλτάρει μια κομπανία σολδαδών, να κάμεις σα λιοντάρι. | |
ΚΑ. | Πλια ντάνο, εις την πίστη μου, σου θέλω δώσει μόνο. Βλέπε μην αφιδαριστείς σε μένα. – Ξεσπαθώνω! | |
ΚΟΥ. | Στάσου σα με θωρείς εμέ, έχ’ έτσι το σπαθί σου, κράτει ψηλά την πόντα σου, σύγκλινε το κορμί σου, | |
μ’ ένα μαντρέτο, το λοιπό κι ο πόδας ο δικός σου κάμε λιγάκι να συρθεί, κι η χέρα σου ας καλάρει μ’ ένα ροβέρσο αδύνατο τον πόδα να του πάρει. | ||
ΚΑ. | Πώς, έτσι, ε; (Του βαρεί τον πόδα με το σπαθί). | |
ΚΟΥ. | Οϊμένα, οϊμέ! σκύλε, στον πόδα κάτω μου βάρηκες! Πούρι πλια ομπρός σου ‘δωκα το μαντάτο, | |
ΚΑ. | πως πλια κακό παρά καλό θες έχεις από μένα. Δε σ’ έκοψα, και το σπαθί δεν είχ’ ακονισμένα. | |
ΚΟΥ. | Δε μ’ έκοψες, μα επόνεσα. Πρέπει μου τούτη κι άλλη, γιατί σκριμίδα εβάλθηκα να μάθω ένα βουβάλι. |
Στο απόσπασμα από την πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης ο Κατσουλιέρης και ο αστείος υπηρέτης του ο Κατζούρμπος συνομιλούν. Ο στρατιωτικός Κατσουλιέρης καλεί τον Κατζούρμπο να συμμετέχει μαζί του στη μάχη («θες να ‘ρθείς κι εσύ στη μάχη μετά μένα»). Με υπερβολικά κριτήρια, βαρύγδουπες φράσεις τον υποκινεί να τον ακολουθήσει. Είναι φαφλατάς, καυχησιάρης, του εξηγεί την ωραιότητα του πολέμου προσπαθώντας να τον δελεάσει («τάσσω σου μ’ ονόματα να βγούμε παινεμένα»). Ισχυρίζεται ότι θα ηχούν ταμπούρλα, θα κυματίζουν σημαίες, να ακούγονται πυροβολισμοί μέσα σε μια συμπλοκή δυνάμεων («χίλια ταμπούρλα ‘ς μια μερά», «χίλιες λουμπάρδες να βρόντου»). Ο Κατζούρμπος δεν κρύβει το φόβο του, δεν επιθυμεί να αντιμετωπίσει τέτοιες αντιξοότητες, επιλέγει την ήσυχη διαβίωση. Μάλιστα παρακινεί τον Κατσουλιέρη να ριχτεί στον πόλεμο, να κερδίσει δόξα («εσύ, οπού ‘σαι παλικάρι»). Εκείνος τον οικτίρει («Κακόμοιρε κι ατύχουλα, σα μποθρακός») και εξακολουθεί την καυχησιολογία χωρίς μέτρο, ενώ το κωμικό κλίμα βασίζεται και στην δήθεν ατρόμητη στάση του, την ψεύτικη πολεμόχαρη διάθεσή του.
Ωστόσο τα κατορθώματα του Κατσουλιέρη είναι πλασματικά, όπως και η ανδρειοσύνη του, ενώ στην πραγματικότητα είναι δειλός, απόλεμος[3]. Το κωμικό εύρημα είναι ενδεικτικό, όταν ο στρατιωτικός αναφέρει τη φράση «και το σπαθί μου σε καρδιές πασάδων να χορτάσω», ενώ ο υπηρέτης αναρωτιέται αν τρώνε τα σπαθιά («τρώσινε και τα σπαθιά;»). Στην καταφατική εξήγηση του Κατσουλιέρη, εκείνος αναγνωρίζει ότι το σπαθί του τρώει τη θήκη και, ενώ στέκεται άχρηστο, του τρώει και τα παπούτσια («έφαγε το φηκάρι του και τούτο το δικό μου·/τρώει και τα παπούτσια μου»). Έτσι το κωμικό παράγεται από την παρανόηση του αλληγορικού λόγου, την εναλλαγή δηλωτικής και συνυποληδωτικής διατύπωσης.
Η κωμική κατάσταση μεγεθύνεται, όταν ο υπηρέτης ξεκαθαρίζει ότι διατηρεί αυτό το σπαθί, όχι για να πολεμήσει ασφαλώς, αλλά για να το προσφέρει στον αφέντη του, στην περίπτωση που του επιτεθούν («άμα σε ρεσαλτάρουσι, να σου το δώσω εσένα»). Έτσι παρουσιάζεται παρείσακτος, αφελής, όμως φιλεύσπλαχνος και αφοσιωμένος και συνάμα παραδέχεται την υπεροχή του στρατιωτικού. Επιπλέον χειρίζεται την ειρωνεία περίτεχνα, ώστε μοιάζει με κολακεία («όλες του κόσμου τις τιμές έπαρ’ εσύ μαγάρι»). Η γρήγορη δράση μόνο με τις περιγραφικές εικόνες συγκρούσεων στο συνοπτικό λόγο του Κατσουλιέρη ξετυλίγεται στη ρέουσα γλώσσα («χέρια και πόδια να θωρείς ‘ς τσι κάμπους να κυλιούνται»).
Σε μια απόπειρα να εξοικειωθεί ο υπηρέτης με τη μάχη, ο Κατσουλιέρης τραβά το σπαθί του προτρέποντάς τον να τον μιμηθεί. Μολονότι διαμαρτύρεται ο Κατζούρμπος, ο στρατιωτικός εξηγεί ότι δε θα καταδεχόταν να μονομαχήσει μαζί του, αλλά μόνο ότι επιδιώκει να τον μυήσει σε κάποιες φάσεις της ξιφομαχίας («σύγκλινε το κορμί σου,/στάσου στη βάρδια τουτηνέ»), ώστε να είναι ετοιμοπόλεμος σε ενδεχόμενη αναπάντεχη επίθεση εναντίον τους («θα σ’ αρμηνέψω»). Έτσι φαίνεται ότι ο ένας μεγαλοποιεί τις ικανότητές του και ο άλλος υποτιμά και εξευτελίζει εαυτόν. Κατόπιν της πίεσης, ο υπηρέτης τραβά το σπαθί του και ο Κατσουλιέρης τον κατευθύνει (συμβουλεύοντάς τον πώς να κρατά στο ξίφος, ποια είναι η κατάλληλη στάση του σώματος, οι ενδεδειγμένες κινήσεις για το «μαντρέτο» και το «ροβέρσο»).
Ωστόσο εντελώς αδόκιμος, ασταθής, αδέξιος ο Κατζούρμπος χτυπά τον Κατσουλιέρη με το σπαθί στο πόδι προκαλώντας τον θυμό του και τη διακοπή του μαθήματος («σκύλε, στον πόδα κάτω μου βάρηκες!»). Η διαπίστωση της αδεξιότητάς του υπηρέτη εντείνει την κωμική ατμόσφαιρα («σκριμίδα εβάλθηκα να μάθω ένα βουβάλι»). Η κωμική διάθεση δεσπόζει λόγω της αντίθεσης των χαρακτήρων, της υπερβολής των λόγων και της αστοχίας των εγχειρημάτων.
___
[1] Τρωίλος, Ι. Α.1987. Ροδολίνος: Τραγωδία (17ου αιώνα). 1η έκδ. (επιμ. Αποσκίτη, Μ.) Αθήνα: Στιγμή
[2] Χορτάτσης, Γ. 2013. Κατζούρμπος. 1η έκδ. Αθήνα: Πελεκάνος
[3] στην Νέα Αττική Κωμωδία και στον Λατίνο κωμικό ποιητή Πλαύτο στην κωμωδία του «Miles gloriosus» (καυχησιάρης στρατιωτικός) κυριαρχεί παρόμοιος τύπος με τον Κατσουλιέρη
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση.