Αγουροξυπνημένη. Απόλλωνας. Αίγινα.
Μετρούσε τα άλφα της μέρας της πάνω από έναν καφέ καραβίσιο κυριολεκτικά. Απλωμένη στο κατάστρωμα, με το σκυλί να χουζουρεύει στα πόδια της, αέρα στα μαλλιά της κι έναν παλμό να ξεφεύγει από τους άλλους, να κουρνιάζει στο στήθος της και να φτερουγίζει περίεργα.
Άγχος. Απρόσμενο. Άει παράτα μας…
Ο Απόλλωνας μπήκε στο λιμάνι στην ώρα του. Ο κόσμος, ελάχιστος για την εποχή, σκορπίστηκε σχετικά γρήγορα· εκείνη έμεινε να ψάχνει με το βλέμμα το ταξί. Τη βρήκε πρώτος ο οδηγός του, με την ταμπελίτσα “George taxi” να κουνιέται έντονα σε χαιρετισμό. Αντάλλαξαν μια καλημέρα και τα χαρούμενα των ξένων ανθρώπων που βρίσκονται τυχαία και για λίγο. Χάιδεψε το σκυλί, ρώτησε όνομα, «Ίντριγκα!» επανέλαβε και γέλασε. «Ρε κοπελιά, τί όνομα είν’ τούτο;»
«Της ταιριάζει, πίστεψέ με…» του είπε και στριμώχτηκε στο μπροστινό κάθισμα.
Το μικρό χαριτωμένο λιμάνι, σημείο αναφοράς στα θέλω της. Στιγμιότυπα μπλε και πράσινα, ένας δρόμος φίδι για τη Σουβάλα και την Αγία Μαρίνα, κάπου χώριζε, κάπου έστριψαν, κάπου γέλασαν, κάπου ο κόμπος της ξανάγινε τριχιά…
Αγία Μαρίνα. Ανιτσαίο. Άλωνες.
Τα άλφα της πλήθαιναν, κόντευε να τα μάθει απ’ έξω πια. Τα πήγαινε έλα της το τελευταίο εξάμηνο, μέσα στο χειμώνα και στα δύσκολα, φορτωμένα από άλφα που τα ζύγιζε και πάντα λειψά έβγαιναν. Κι όλα με αρνητικό πρόσημο: ανασφάλεια, ανακατωσούρα, απερισκεψία; (μ’ ένα ερωτηματικό να κρέμεται σα γλόμπος), ανατροπή… «Που δεν το λες κακό…», αντιδίκησε.
Κι εκεί μπροστά της η μπλε οδοσήμανση, που στραβά και με στόμφο, σα γερασμένη συννυφάδα που κρατά τα προσχήματα, δήλωνε με άσπρα στοιχεία: «Λεωφόρος Πόρτες» και πιο πολύ ατένιζε το γαλάζιο, παρά κωμικά ονομάτιζε τον τσιμεντένιο δρόμο. Κολλητά της η «Οδός Νίκης». Μα να φιλούσε σταυρό αν ήταν ψέματα! Κι ας γελούσε με τον George taxi για το παράδοξο και τη δύσχρηστη γενική στις πόρτες, που «πορτών» δεν το δεχόταν με τίποτα ούτε ο αξιοσέβαστος ναυτικός σύλλογος του χωριού: «Ναυτικός Όμιλος Πόρτες Αίγινας» έγραφε στο παράπηγμα και όχι «Ναυτικός Όμιλος Πορτών»!
Πόρτες.
Το χωριουδάκι που αντιστεκόταν στον Μπαρμπαρόσα. Το καινούριο δικό της λημέρι.
Γραφικό πολύ, σε απάγκιο. Λιγοστά σπίτια, τα περισσότερα παλιοκαιρισμένα, φροντισμένα άλλα, κάποια πιο νέα, πιο αυθάδικα. Πλούτιζε τα άλφα της σ’ έναν κόσμο που ακόμα δεν ήταν δικός της, που θα τον κατακτούσε βότσαλο βότσαλο. Από εκείνα τα μαυρογυάλιστα που την εποχή των Βενετσιάνων έχτιζαν τα λιμάνια της Κρήτης.
Τέτοια, στρογγυλά, ολοστρόγγυλα στόλιζαν τη δική της πόρτα στο έμπα. Λεία, γυαλισμένα, αψεγάδιαστα και ας είχε σύρει πάνω τους τόσα τους τελευταίους μήνες. Ξύλο σε νερωμένο κόκκινο η παλιά εξώθυρα κι από πάνω, στο καλωσόρισμα, η επιγραφή που μόνη της ζωγράφισε γράμμα γράμμα: «Ξενοδοχείον Πόρτες». Δικό της πια. Κληρονομιά. Αναγνώριση. Άλφα.
Πέρασε το κατώφλι μόνη της. Μόνη της στο εξής σε όλα.
Ψηλοτάβανο, φωτεινό, δυο όροφοι, δέκα πόρτες, δέκα δωμάτια που τα ντάντεψε ένα χειμώνα ολόκληρο και ήρθαν κι ομόρφυναν για χάρη της. Κι άνοιξε παντού παράθυρα στους τοίχους και στον κόσμο της. Να μπαίνει το φως και η θάλασσα με τόλμη, σ’ ένα μέρος που πήρε το όνομά του γιατί τα σπίτια μόνο πόρτες είχαν – παράθυρα καθόλου – να κλείνουν έξω τους πειρατές και μέσα το φόβο.
Πάνε αυτά… Μαζί με τα μπάζα και κάτι χρόνια αναλώσιμα που ξεφόρτωσε.
Αθήνα, Άλιμος, Άννα.
Εκεί που μεγάλωσε με τη μάνα της, δίπλα στο κύμα πάλι. Με τ’ αλμυρίκια και το ροντέο να χρωματίζουν τα παιδικά της χρόνια, τη χορεύτρια με την κλαρωτή φούστα που σε γύριζε και σε ύψωνε, τη ρόδα, τα φτηνά έπαθλα στη σκοποβολή.
Ο πατέρας της άφαντος. Η μάνα της ξένη. Ήρθε από το Άμστερνταμ με το κέφι των σέβεντις, μια σκηνή και μια λαχτάρα να ζήσει το μύθο της στην άμμο. Νέα, πολύ νέα, πολύ αθώα. Με άλλο καράβι στα χρόνια εκείνα, έφτασε στην Αίγινα και μοιραία στις Πόρτες, όταν Λεωφόρος πια τότε δεν υπήρχε ούτε κατ’ όνομα, μόνο γαϊδουράκια που σε κουνούσαν άγαρμπα, μα κι αυτό περιπέτεια το ‘λεγε η ξένη. «Για λίγο…» είχε πει κι έμεινε ένα χρόνο.
Μαγεύτηκε από τα βότσαλα και το χρώμα της θάλασσας, κυρίως όμως από τον δικό της Άλφα που την ξελόγιασε με ιστορίες για τον πειρατή μακελάρη κι έμεινε… Κι όταν την έδιωξε κακήν κακώς, το δικό της σάρκινο βοτσαλάκι μεγάλωνε ήδη μέσα της. Και το απίθωσε δίπλα στη θάλασσα πάλι κι έστησε σπιτικό όπως όπως· να γυρίσει πίσω δεν ήθελε, ο ήλιος την είχε κάνει τη ζημιά του. Και το ονόμασε Άννα το μωρό της, να διαβάζεται μπρος πίσω το ίδιο, να έχει ανοιχτούς δρόμους, να μην μπερδεύεται.
«Ξενοδοχείον Πόρτες».
Μπερδεύτηκε όμως πολύ η μικρή. Παιδεύτηκε χρόνια να βρει τα κλειδιά της. Όλο δεν ταίριαζαν, όλο τη βάραιναν και τα παρατούσε, πάντως ανοίγματα δεν έβρισκε. Κι όταν καμιά φορά τρύπωνε το φως, μόνη της έκλεινε τη χαραμάδα γιατί ο ήλιος την είχε κάνει τη ζημιά του κι εκείνη ήταν πιο έξυπνη, το όνομά της διαβαζόταν μπρος πίσω, δεν θα την πάταγε. Έτσι έλεγε.
Η ξένη στη χώρα αυτή έγινε κάποτε χώμα και δεν ξεχώριζε πια. Και πάνω που πρασίνισε και πέταξε λουλούδια, ήρθε μήνυμα από συμβαιολογράφο.
Στην Αίγινα, στις Πόρτες, ο υπογεγραμμένος Α.Α, έχοντας σώας τας φρένας και θέλοντας να αγοράσει σπίτι στον Παράδεισο, της κληροδότησε το δικό του και αναγνώρισε τη σχέση τους. Έτσι απλά. Με μια τζίφρα τρεμάμενη και ένα κλειδί σκουριασμένο.
Ταίριαζε.
Το δοκίμασε ένα φθινόπωρο, με την πόρτα να έχει κλείσει σχεδόν από τα φύλλα κι όταν το κλειδί γύρισε κι άνοιξε, πρώτα τρύπωσαν αυτά να μάθουν το χώρο και μετά η ίδια πατώντας τα.
Και το κλειδί άνοιξε κι άλλα… Σκέψεις, ιδέες, χαμόγελα, μετά ένα χαρτομάνι βουνό σαν τα φύλλα, οι φίλοι που άλλοι έσπρωχναν κι άλλοι κράταγαν: «θα είσαι μια ξένη» – «όχι, δεν θα ‘μαι».
Είχε περπατήσει όλο το χωριό, πόρτα πόρτα το γνώρισε, τη φίλεψαν, τη συμβούλευσαν, τη ζόρισαν, κάποιοι θυμήθηκαν την ξένη, τη δέχτηκαν με τα πολλά. Πήρε ντόπια χέρια να βοηθήσουν, με το αζημίωτο βέβαια, να κάνουν το παλιό σπίτι ξενοδοχείο και όχι απλά δωμάτια to let. Το ήθελε επίσημο, να έχει κι αυτό τις τζίφρες του. Κατουρημένες ποδιές φίλησε, κι από το θεό δανείστηκε, πάντως το κλειδί είχε γυρίσει και ταίριαζε.
Λεωφόρος Πόρτες.
Ένας τσιμεντένιος δρόμος με βαρυσήμαντο όνομα. Αστείος, ασήμαντος, άλφα.
Κι όμως, οδηγούσε εκεί που δεν ήταν πια η κόρη της ξένης, αλλά είχε όνομα και μάλιστα διαβαζόταν αμφίδρομα, να της ανοίγει κι άλλους δρόμους. Με κλίση, με ίσιωμα.
Και στα δύσκολα, έσφιγγε το κλειδί της στην παλάμη να αφήσει αποτύπωμα και άνοιγε μόνο όπου του ταίριαζε.
_
γράφει η Ρέα Ζαχαριά
“Και στα δύσκολα, έσφιγγε το κλειδί της στην παλάμη να αφήσει αποτύπωμα και άνοιγε μόνο όπου του ταίριαζε”. Υπέροχη η ιστορία σας μπράβο!!!
Σας ευχαριστώ πολύ. Μόνο εκεί, ναι 🙂