Το τελευταίο διάστημα, έχω αρχίσει τις «κακές συναναστροφές», έχω αναπτύξει βαθύτερους δεσμούς, συγγένειας εκλεκτικής και απογοητευτικής με τον Χρυσοβαλάντη. Όνομα κι αυτό για ήρωα μυθιστορήματος! Κι όμως, αν ισχύει αυτό που λένε, πως τα ονόματα που μας δίδονται αποκτούν εκ των υστέρων τις ιδιότητες του εσώτερού μας αυτού, ο Χρυσοβαλάντης μιλά από μόνος του, εκφράζει τη βαθύτερη γνώμη για τον εαυτό του, ότι αξίζει δηλαδή πολλά βαλάντια και τυραννιέται άδικα σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό το εγκώμιο στη χαμένη ευκαιρία, αυτό το υβρεολόγιο απέναντι στην άκαρδη Γυνή, ως αξία και ιδέα και στερεότυπο του σύγχρονου, πλασματικά απαλλαγμένου από παρωχημένες αντιλήψεις, κόσμου, αυτό το χρονικό της απογύμνωσης ενός μέσου ανθρώπου παρακολουθούμε στο «Μάρτυς μου ο Θεός», ένα χρονικό απολαυστικό και υποδόρια οδυνηρό, με την πιο εκλεπτυσμένη και έντεχνη ωδίνη, αυτή του σαρκασμού και της ειρωνείας.
Μέσα από τη ζωή του αμετανόητα ιδεοληπτικού ήρωα του Μ. Τσίτα, αναδεικνύεται η αμείλικτη αλήθεια της σύγχρονης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που παραπαίει ανάμεσα στη σεξουαλική απελευθέρωση της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και στην πίστη της στη «αγία οικογένεια», τις παραδεδομένες αξίες της πατρίδας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και ο πρωταγωνιστής, θύμα και αυτός της αντιφατικής μας εποχής, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αγνότητα και τη κομφορμιστική δουλοπρέπεια, ανάμεσα στον ρομαντικό, σπαραξικάρδιο έρωτα και τις «λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας», ανάμεσα στον χριστιανικό ανθρωπισμό και την υποτιμητική αντιμετώπιση της πανσπερμίας των φυλών του κόσμου. Στην ουσία όμως βρίσκεται σταθερά, αμετάκλητα και αμετακίνητα μέσα στον κυκεώνα των αναβολών, της αυτοδιάψευσης και του αυτοοικτιρμού. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει, εάν δεν αδικείτο από τις πονηρές γυναίκες και το τυχοδιωκτικό τους πνεύμα; Εάν δεν εξαπατείτο από τον «Εξαποδώ» και τη συμμορία των κυνικών εκμεταλλευτών – αφεντικών; Τι θα μπορούσε να προσφέρει ως χρηστός χριστιανός, ως υπεύθυνος οικογενειάρχης, ή ακόμα, γιατί όχι, ως αφοσιωμένος κληρικός, εάν δεν κατατρύχετο από την ευθύνη της συντήρησης εαυτού και της οικογενειάς του; Εάν η ψυχική καθαρότης του δε διακορευόταν από τα απανταχού παρόντα «πορνίδια» και την επακόλουθη κατάπτωση της υγείας του, ως και από την πτώση των παντός είδους οργανικών λειτουργιών;
Απάντηση που δίνεται μόνο στα όνειρα, τον παροξυσμό και την ονειροφαντασία. Γιατί, «μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σε όλους τους ανθρώπους».
(Φ. Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας). Και αυτόν τον κόσμο του δονκιχωτικού παραληρήματος, την έκπτωση ενός κατά τα άλλα καλοκάγαθου ευτραφούς ανθρώπου με σάρκα γήινη , αμαρτωλή και ευεπίφορη στις ηδονές, μας τον προσφέρει αφειδώς, ανηλεώς και χωρίς αιδώ ο Μ.Τσίτας. Εγχείρημα, που γίνεται με εκπληκτική μαεστρία και άνεση στις αφηγηματικές τεχνικές, αποδίδοντας τελικά έναν ήρωα και τον κόσμο του, με διαύγεια και δηκτικό χιούμορ. Κατ’ αυτήν την έννοια, πρόκειται για έναν συγγραφέα που δε «συγκινείται από το δράμα» του Χρυσοβαλάντη, στέκεται απέναντί του με οξεία, κριτική ματιά, τον βάζει να αναμετρηθεί με τις εσωτερικές συγκρούσεις του, την ασυνείδητη υποκρισία του «σκέπτεσθαι» και «φέρεσθαι», της επιθυμίας και του καθήκοντος.
Βεβαίως, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, της διείσδυσης στα μύχια, στις βαθύτερες, βρόμικες ή και ιλαρές σκέψεις των ηρώων. Ωστόσο, υποθέτω πως παρουσιάζει και τεράστιες δυσκολίες, όπως αυτή της αντιμετώπισης του ήρωα με τόλμη και γενναιότητα, της απόσχισης από τη συγγραφική σύμβαση της «συναισθησίας» των παθών του ήρωα, που εν τέλει, είναι και άξια καταγραφής, αν όχι εξύμνησης. Κατ’ αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα του Μ. Τσίτα αποτελεί μια συγκινητική στροφή της σύγχρονης λογοτεχνίας προς την καθαρότητα, προς τον εξαγνισμό της σχέσης του συγγραφέα με τον ήρωά του, αλλά και μια αδόκητη ανανέωση της λογοτεχνικής φαρέτρας του ξεχασμένου χρονογραφήματος. Προς την κατεύθυνση αυτή, βοηθούν οι νεολογισμοί, η λεξιπλασία, η γλωσσική απενοχοποίηση και η απαγκίστρωση από το τυπικό οικοδόμημα του χρόνου και του χώρου της συνήθους μυθιστορηματικής μορφής. Τελικά, στο σημείο όπου ο αναγνώστης μυείται απόλυτα στο «χρυσοβαλαντικό» σύμπαν, εκεί όπου συγχωρεί, δικαιολογεί τις ηθικές «αταξίες», τις ατασθαλίες και ασυνέπειες του ήρωα – ή ακόμα περισσότερο συμπάσχει, έχοντας ζήσει αναλόγως, εκών άκων – κλιμακωτά και διαδοχικά, ανεπαίσθητα και ομαλά, καταργούνται όλες οι εξιδανικεύσεις, αποκαλύπτονται όλες οι απαμβλυμένες γωνίες της σκέψης.
Ανάμεσα στην ομορφολαγνία και στον ψυχαναγκασμό της οικογενειακής διαιώνισης, ανάμεσα στην αγάπη για τον Άνθρωπο και το στυγνό απροκάλυπτο μίσος για τον Άλλον, ανάμεσα στους διακαείς πόθους, τις μεγάλες προσδοκίες ενός καλοκάγαθου γίγαντα εφήβου και τον ταπεινωτικό συμβιβασμό του μεσοαστού μηδενικού, απομένει να αποφασίσω εάν ο Χρυσοβαλάντης είναι αθώος ή ένοχος για τα ανομήματά του. Μάρτυς μου ο Θεός, δυσκολεύομαι ιδιαιτέρως! Γι’ αυτό και συνεχίζω να αναζητώ τη συντροφιά του πολύπαθου ήρωα, γιατί κατά βάθος αναζητούμε την παρέα των ανθρώπων που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις δικές μας αυτοαναιρέσεις. Πρόκληση, λοιπόν, για γενναίους και φιλαλήθεις αναγνώστες, να βουτήξουν στη λάσπη του σημερινού κόσμου και να θωπεύσουν με καλοσύνη τις αδυναμίες του ανθρώπου, τέτοια είναι η προσωπική μου ανάγνωση του μυθιστορήματος του κ. Τσίτα.
_
γράφει η Φιλόλογος - Γλωσσολόγος Βιβή Διακογιάννη
Να επιτέλους και μια κριτική για το συγκεκριμμένο βιβλίο που αφενός δεν έχει στόχο να επιδείξει τις προσωπικές εκφραστικές ικανότητες του γράφοντος την κριτική με γλωσσικές και αοριστολογικές εκρήξεις που αποβλέπουν σ’ αυτό, αλλά -και τούτο είναι το σημαντκότερο- να δίνει μια πολύ σαφή εικόνα για το περιεχόμενο και το κλιμα του βιβλίου του Μάκη Τσίτα, το “Μάρτυς μου ο Θεός”. Το διάβασα και εγώ και ομολογουμένως προβληματίστηκα αρκετά με το αν έχασα τον χρόνο μου, ή όχι, αφού το όλο θέμα θα μπορούσε να εξαντληθεί μέσα σε λίγες σελίδες, αν βέβαια ήθελε κανείς να πληροφορηθεί για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας και τους ανθρώπους που μας περιτριγυρίζουν, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται άλλοι με την αναφορά τους στις “παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Μου ήρθε όμως στο νου, μια παλαιότερη γραφή, Ο Λούσιας, του Χουλιαρά και συνέχισα για να δω αν ο Μ. Τσίτας καταφέρνει να δώσει την αντίστροφη (αλλά ίδια εικόνα, αφού η μίμηση είναι ξεκάθαρη) του λογοτεχνικού κατορθώματος του Χουλιαρά. Κατέληξα πως ναι, μόνο που η εικόνα του Χρυσοβαλάντη είναι αηδιαστική, είναι η εικόνα ενός αντιήρωα που δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ελάχιστους συνανθρώπους μας (και μάλιστα αμφιβάλλω αν η λέξη ‘ελάχιστους’ είναι σωστή και πρέπει να αντικατασταθεί με την φράση ‘μετρημένους στα δάχτυλα) κάτι που οπωσδήποτε δεν συμβαίνει με τον Λούσια.