Σαν σήκωσε το κεφαλάκι της από το σκύψιμο, για να τρίψει με ειδική κρέμα την κατσαρόλα και να γίνει κίτρινη σαν το χρυσό, τότε η Άννα κατάφερε να δει το πρόσωπό της Αγαθής και τρόμαξε. Κρατήθηκε και δεν έβαλε τις φωνές. Το μικρό προσωπάκι ήταν κατακόκκινο από το σκύψιμο και σε διάφορα σημεία υπήρχαν χαρακιές από τα δάχτυλα της κυρίας που με μανία, όχι και για πρώτη φορά, είχαν αφήσει τα σημάδια πάνω στο μικρό, αδυνατισμένο και μελανιασμένο κατά τόπους προσωπάκι της Αγαθής.
Ε! Αυτό δεν το άντεξε! Την αγριότητα αυτή δεν μπόρεσε να την καταπιεί. Έβαλε τις φωνές. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο πείσμα και τόση δύναμη συγχρόνως που θα ήθελε να τα καταστρέψει όλα, όσα ως τώρα παίδευαν την Αγαθή. Μια πρώτη σκέψη κυριάρχησε μέσα της. Να χτυπήσει το κουδούνι από το μεγαλόπρεπο σπίτι και να έρθει αμέσως αντιμέτωπη με τη σκληρή κυρία, τώρα που και εκείνη ήταν σκληρή και πολύ, μα πολύ θυμωμένη! Δεν άργησε να εφαρμόσει το σχέδιό της! Η πόρτα άνοιξε και μπροστά της εμφανίστηκε με την σατέν τη ρόμπα και τις δαντελένιες παντόφλες η κυρία. Και τότε η Άννα άναψε! Μέσα της εδραιώθηκε η ιδέα της υπεράσπισης της αδύναμης Αγαθής. Ούτε και καταλάβαινε με τι λέξεις περιέλουζε την πλούσια και φαντασμένη κυρία. Ένα μόνο θυμάται! Πως τελείωσε τα νεύρα της με τις φράσεις… «Σας τύλιξε η αγριότητα, σας τύλιξε η κακία και σας περισφίγγει τόσο που δεν έχετε τη δύναμη να σκεφτείτε και κάτι άλλο που θα απαλύνει την ψυχή σας και θα την ανυψώσει προς το θείο, προς την αληθινή ευτυχία. Πεθαίνετε κάθε μέρα κυνηγώντας τον πλούτο και την επίδειξη και το δειλινό σας ρίχνει μαυρισμένες τις τελευταίες ακτίνες του και ούτε και αυτό το παίρνετε μυρωδιά και χάνεστε μέσα στην ακόλαστη ζωή και στη φρίκη. Μα τώρα ως εδώ με την αναλγησία σας. Αν ξαναχτυπήσετε τη μικρή θα έχετε να κάνετε μαζί μου. Το ακούσατε αυτό; Μαζί μου και δεν αστειεύομαι και καθόλου. Αυτά προς το παρόν» είπε η Άννα και κοίταξε με περιφρόνηση την κυρία. «Μήπως θα θέλατε να πείτε κάτι, να δικαιολογήσετε τις δαχτυλιές πάνω στο μικρό προσωπάκι; Σαν δεν ντρέπεστε λίγο!» Και τι περίεργο; Η κυρία δεν έβγαλε άχνα από το στόμα της, σχετικά με τις ύβρεις που δέχτηκε από την Άννα. «Λοιπόν! συνέχισε η Άννα. Τη μικρή θα την πάρω είτε θέλετε, είτε όχι στο σπίτι μου. Δεν είμαστε πλούσιοι, αλλά έχουμε τη δύναμη να δείξουμε την αγάπη μας σε όποιον την έχει ανάγκη. Σε σας δεν πρόκειται να μείνει η Αγαθή για να τραβά κάθε μέρα τα μαρτύρια του Ιώβ. Είστε άσπλαχνοι εσείς και η ψυχή σας είναι φτιαγμένη από πέτρες σκληρές και μυτερές για να πονούν πιο πολύ. Θα τα κανονίσω όλα εγώ και με τους γονείς της, αφού τους πω το τι τραβάει μαζί σας. Εντάξει νομίζω πως είμαστε και αντίρρηση δεν θα φέρετε γιατί θα βγάλω ύστερα στη φόρα όλη την κακοποίηση που της κάνατε».
Την άλλη μέρα η Αγαθή κρατώντας σφιχτά στα χεράκια της ένα μικρό μπουγαλάκι με τα λιγοστά της ρουχάκια και με ένα υγρό βλέφαρο προχωρούσε, πιασμένη από το χέρι της Άννας, προς το ουράνιο τόξο, προς τη χαρά και την ηρεμία. Σε ένα μικρό κυματισμό πλανιέται η πικρή γεύση μιας ξεχασμένης λύπης και μπροστά της διαγράφεται μια φωτεινή γραμμή όλο χρώματα και ομορφιές. Πιάνεται γερά από το χέρι της Άννας και τα μάτια της δεν χορταίνουν να βλέπουν το γαλανό τον ουρανό, τα παιχνιδίσματα από τα λιγάκι σκούρα και ασπρουδερά συννεφάκια που περνοδιαβαίνουν και κάνουν με το πλάτωμα του ουρανού χίλιες φιγούρες. Μέσα της η καρδιά χοροπηδά από ευτυχία! Για πρώτη φορά βρίσκεται στη θέση αυτή. Λεύτερη και πιασμένη από ένα χέρι που δεν το φοβάται μήπως και στραφεί εναντίον της και της ματώσει μύτες και μάγουλα. Για λίγο σκυθρωπιάζει. Θυμάται στιγμές φρίκης και πονά. Θυμάται πως ο πατέρας της την έφερε από το χωριό, δήθεν σε μια θεία της που θα την αγαπούσε, και βρέθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα μέσα στην κόλαση. Θυμάται το μικρό, υγρό δωματιάκι, κάτω στο υπόγειο που κοιμόταν, θυμάται πόσο πολύ κρύωνε το χειμώνα και χουχούλιαζε τα χέρια της για να ζεσταθούν, θυμάται πόσο ξύλο έφαγε, όταν τόλμησε να φάει κάτι, χωρίς να ρωτήσει τον κέρβερο του Άδη, την κυρία της, θυμάται πόσο κρύωνε, όταν με το χιόνι καθάριζε τις απέραντες αυλές και θυμάται… με πολλή αγάπη τον κύριό της που δεν τη μάλωσε ποτέ, που πάντα στα κρυφά της έδινε κάτι να φάει, της έφερνε και κανένα ζαχαρωτό και τότε κρυβόταν στο υπόγειο για να το φάει και να μην πάρει μυρωδιά η κυρία της! Πόσο γλυκαινόταν με τα ζαχαρωτά! Τα θυμάται και τώρα που το χέρι της Άννας την κρατά σταθερά και με αγάπη. Αυτά όλα τα θυμάται η Αγαθή και λυπάται, αλλά και χαίρεται. Ρωτά τον ουρανό τι είναι ευτυχία; Και κείνος απαντά… Να σε αγαπούν! Ρωτά την ψυχή τι είναι ευτυχία; Και κείνη κοιτά τον καταγάλανο ουρανό. Ρωτά τον εαυτό της… Αγαθή τι είναι ευτυχία; Και κείνη απαντά… Να έχεις κοντά σου ανθρώπους που σε αγαπούν, να κρατάς στην καρδιά σου ροζ και γαλάζιες και κόκκινες ελπίδες ξεγνοιασιάς, να στολίζεις τα χείλη σου με ένα ωραίο λόγο, να γεμίζεις την καρδιά σου με αγάπη για όλους, να μπορείς να χαίρεσαι την αυγή και το δειλινό που έρχεται στολισμένο με τα πιο φανταστικά χρώματα της ίριδας, να νιώθεις τον ακατανίκητο πόθο να χαρείς την ομορφιά, να νιώθεις τελικά την αγάπη! Άννα! Σ’ αγαπώ! Άννα! Σε σένα οφείλω τα πάντα! Άννα! Η μικρή σου Αγαθή που έγραψε στο τριαντάφυλλο την ΕΥΤΥΧΙΑ!!!
Ναι!!!!Ευτυχία είναι να σε αγαπούν!!Πολύ όμορφη ιστορία σας ευχαριστώ!!
Σε ευχαριστώ Κώστα για όλα! Αλίκη Γιωτάκου