Τα νερά της λίμνης ταλαντεύτηκαν, όταν μια σειρά από πέτρες άρχισε να σχηματίζει κύκλους μικρότερους και προοδευτικά μεγαλύτερους. Κανένας δεν είχε καταφέρει να προσέξει ποιος έπαιζε με τα βότσαλα, σε ένα τόσο ειδυλλιακό μέρος όσο κι αυτό. Ο επιθεωρητής αισθανόταν σαν τον κοιμώμενο Ύλα, στον πίνακα του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ. Ένιωθε θελκτικές ναϊάδες του γλυκού νερού, να τον πλησιάζουν κρατώντας στα χέρια τους όστρακα και, παρά τα εξήντα του χρόνια, να του ψιθυρίζουν λόγια σαγηνευτικά. Το βλέμμα του περιπλανιόταν στα γύρω χωριά, όλα τους παραδοσιακά και φιλόξενα. Άραγε, θα προλάβαινε κανείς να γίνει δολοφόνος, αν είχε μία τέτοια πανοραμική θέα του τόπου μπροστά στα μάτια του; Κι όμως, ακριβώς πίσω του υπήρχε η οροθετημένη περιοχή, όπου βρέθηκε η σωρός ενός άτυχου άντρα. «Μαγικό και συγχρόνως προκλητικά ακατανόητο, πως η επανάσταση των κυττάρων, ο αυθόρμητος μηχανισμός της αναπνοής, το ατέρμονο και ρυθμικό σκίρτημα της καρδιάς, έπονται από την ακινησία της θνητότητας», μουρμούρισε προς το μέρος του βοηθού του κι έπειτα φόρεσε τα απρόσωπα, λαστιχένια του γάντια.
_
γράφει η Ροδάνθη Πάντου
Τα λόγια είναι περιττά.. υπέροχο!! Ειδικά το τέλος πάρα πολύ δυνατό