Στα δικαστήρια της πόλης, κάποιοι είχαν βάλει φωτιά. Δουλειά του Έκτορα επαναστάτη, σίγουρα. 

Πουλιά πετούσαν από πάνω και έκρωζαν, χηνάρια. Άσχημο κρώξιμο, έμοιαζε με την κοπή των φύλλων μέσα στους τόμους από τα έγγραφα που πολυκαίριζαν στα αρχεία του δικαστηρίου. Κάθε κρώξιμο και ένα φύλλο που έπαιρνε ο άνεμος. 

Τα πουλιά μπήκαν μέσα στο δικαστήριο, πετούσαν πάνω από την έδρα, ο δικαστής έσκουζε, η εισαγγελέας ξερίζωνε τα μαλλιά της, η γραμματέας πνίγηκε μέσα στο νερό που έπινε, το νερό χύθηκε πάνω στα πρακτικά, το ποτήρι έσπασε και έσκασε μπροστά στον μάρτυρα, ο μάρτυρας το άγγιξε και κόπηκε, το ακροατήριο γελούσε, τα πουλιά έσκουζαν και μπήκε ο Διευθύνων μαζί με κόσμο πολύ. 

«Η δίκη αναβάλλεται λόγω πουλιών!».

Ο κατηγορούμενος σηκώθηκε και άρχισε να χοροπηδάει, απ’ έξω κάποιος πουλούσε λευκές αναστάσιμες λαμπάδες. Μπήκε ο Διευθύνων διέταξε το ακροατήριο να σκάσει, φώναξε τον αξιωματικό υπηρεσίας να βγάλει έξω τα πουλιά, από έξω είχαν έρθει τα κανάλια: «κάποιος έβαλε φωτιά στο κτίριο…», «κύριε αξιωματικέ βγάλτε τα πουλιά έξω…».

Τα πουλιά όρμησαν στους φακέλους με τις δικογραφίες, με τα ράμφη τους έσκισαν τα πρακτικά, η γραμματέας φώναζε: «κάποιος να φέρει γάζες!», τα αίματα χύθηκαν μέσα στους φακέλους, ένα χηνάρι κάθισε στα μαλλιά της και την τσιμπούσε. 

Ομίχλη και καπνός σηκώθηκε από τις φωτιές, κλήθηκε η πυροσβαστική. Από πάνω ακούστηκε το ελικόπτερο, τα δέντρα κουνούσαν τα κεφάλια τους. Ο κόσμος βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει σε διάφορες κατευθύνσεις της πόλης, οι αίθουσες άδειαζαν μία μία, τα πουλιά πέταξαν έξω από τα παράθυρα ή κρύφτηκαν μέσα στα αρχεία. 

Η Εισαγγελέας έκλεισε το ποινολόγιο που είχε μπροστά της, το έδεσε, το σταύρωσε τρεις φορές, σηκώθηκε, πλησίασε τον πλανόδιο, του πλήρωσε τέσσερις αναστάσιμες λαμπάδες και έφυγε.

Την επαύριο, τη μέρα της πορείας, μέσα από ένα σύννεφο καπνών και δακρυγόνων, ο Έκτορας με στιβαρές κινήσεις αρπάζει τα κλειδιά και ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες που οδηγούν στον πρώτο όροφο. Δεν τον κοίταζε. Με αποφασιστικότητα, τρύπωσε μέσα. 

Στη σκέψη ότι θα αντιληφθεί το μαχαίρι που εξέχει και σκίζει τον δικηγορικό χαρτοφύλακα, στέκεται πίσω απ’ την κλειδωμένη πόρτα βαστώντας την αναπνοή του και με παγωμένο το κορμί του, προλαβαίνοντας να ακούσει μια στριγγιά κραυγή από το μέρος του ακάλυπτου και ένα απεγνωσμένο ουρλιαχτό που καλούσε σε βοήθεια. 

Σαν αίλουρος αναρριχήθηκε στην εξωτερική σκάλα, βγήκε στην ταράτσα, πέταξε τα παπούτσια του και το σακίδιό του σε ένα βαρέλι που υπήρχε εκεί. Κατέβηκε προσεκτικά τη σκάλα υπηρεσίας που οδηγεί στον ακάλυπτο με τις τριανταφυλλιές. Παραφυλάει. 

Το νιαούρισμα μιας γάτας διακόπτει τους ήχους που μπορεί να ακούγονταν. Σιγή. Ακούει τον θόρυβο που κάνουν τα αμάξια από τη λεωφόρο, μια ορμή από φωνές κατευθύνεται προς το κέντρο. 

Μια μπάλα περνάει τον μαντρότοιχο και προσγειώνεται, καρφώνεται στα αγκάθια, σίγουρα από παιδιά της γειτονιάς, που παίζουν στην αυλή του δημοτικού σχολείου… 

Ώσπου ένα απότομο φρενάρισμα ακούγεται από κάποιο αυτοκίνητο και ήχοι τραγουδιού, μαζί με ένα χέρι που κρέμεται από το παράθυρο. 

Ο Έκτορας ξαφνιάζεται, ανεβαίνει τη σκάλα υπηρεσίας, πηδά στην ταράτσα και για πρώτη φορά λοξοκοιτάζει προς τη γωνία. Τα μάτια του που νόμιζε ότι ανήκαν στον άγνωστο, δεν τον κοίταζαν πια. 

Παρέμεινε σκαρφαλωμένος σαν γάτα στο υπερυψωμένο πεζούλι που εφάπτεται της σκάλας, σαν από ώρα έτοιμος να πηδήξει στον ακάλυπτο. 

Μια λευκή γάτα φωσφορίζει από την άλλη γωνία, τήν κάρφωνει με το βλέμμα του. Ήταν έτοιμος. Πιάστηκε από τους ορθοστάτες που υπήρχαν εκεί για το άπλωμα των ρούχων. Αιωρείται για λίγες στιγμές. Η γάτα τού δείχνει τα δόντια της που χάσκουν απειλητικά μέσα από ένα ορθάνοιχτο στόμα έτοιμα να καταβροχθίσουν τον εχθρό. Αφήνεται. 

Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούγονται σειρήνες ασθενοφόρων και μεταγωγικών να ορμούν προς την κεντρική πορεία, περνώντας μέσα από την κεντρική λεωφόρο. Ένας σκύλος γαβγίζει απειλητικά προς το μέρος της γάτας. Ο Έκτορας πέφτει κάτω.

Όταν σηκώθηκε, το σμήνος των μαύρων πουλιών φτερούγιζε συντονισμένα προς τον φλεγόμενο ανατέλλοντα ουρανό, γεμίζοντας τις προσδοκίες του Έκτορα με λευκές ελπίδες, μέχρι να χαθεί πίσω από τον ορίζοντα και πάλι.

 

 

_

γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου

Ακολουθήστε μας

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου