Ήταν ώρα, το ξέραμε και οι δυο.
Σε κοίταζα φωνάζοντας από μέσα μου “μείνε”. Δεν τολμούσα να το πω δυνατά.
Έβλεπα μπροστά μου τις στιγμές μας σαν κινηματογραφική ταινία, που όμως δε θα είχε όμορφο τέλος.
Όπως τότε, που ένιωσα τα χείλη σου πάνω στα δικά μου. Ακόμα τα αισθάνομαι.
Κι ο τρόπος που με κοίταξες. Ένιωσα τόσο αδύναμη που έφυγα τρέχοντας.
Δεν ήθελα να νιώσω αυτό για το οποίο γράφονται τραγούδια και ποιήματα από τη στιγμή της δημιουργίας του κόσμου.
Όχι, έλεγα στον εαυτό μου, σαν παιδί που δεν πρέπει να φάει άλλες καραμέλες.
Φοβήθηκα να αφεθώ στην αγάπη. Αυτό το συναίσθημα με τρόμαζε.
Τη σκηνή την τελειώσαμε εμείς οι ίδιοι, βάλαμε τελεία, δεν υπάρχει συνέχεια.
Ξέρω πως, μόλις κλείσει η πόρτα αυτή, δε θα επιστρέψεις.
Κι έτσι, έμεινα να σε κοιτάζω να φεύγεις, μέχρι που η μορφή σου χάθηκε στο σκοτάδι.
_
γράφει η Ιωάννα Μαγοπούλου
0 Σχόλια