–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η αλήθεια είναι πως στην συγγραφική μου πορεία τα πιο όμορφα μηνύματα τα έχω λάβει σε ιδιωτική συνομιλία, την οποία ποτέ δεν θα ανέβαζα δημόσια, μια και αυτό επέλεξε ο συνομιλητής μου. Πρόσφατα διάβασα στο περιβόητο και πολύπαθο Goodreads (στο οποίο πρέπει να μπαίνω ελάχιστες φορές τον χρόνο) την κριτική μιας κοπέλας που συμπωματικά έφερε το ίδιο όνομα με την ηρωΐδα μου.
«Αν και δεν έτρεφα μεγάλες προσδοκίες, το έργο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, κλπ., κλπ…»
Μεγάλες προσδοκίες, μια πολύ σημαντική φράση. Άραγε πως προσδιορίζονται οι προσδοκίες στην ανάγνωση ενός βιβλίου και κυρίως ποιος είναι ο τρόπος που καθορίζεται το μέγεθός τους; Γιατί να περιμένει κάποιος πολλά ή λίγα από ένα βιβλίο που δεν έχει πέσει στα χέρια του; Ειδικά μάλιστα σε περιπτώσεις που το βιογραφικό του συγγραφέα ή ο εκδοτικός οίκος είναι αξιόλογα. Η απάντηση προφανής: δεν είναι γνωστός κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως πάλι είναι η καχυποψία πλέον του αναγνώστη που διαβάζει διαρκώς για νέα «αριστουργήματα» και απογοητεύεται τις περισσότερες φορές, άσχετα αν δεν μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα.
Ποιος όμως δημιουργεί τις μεγάλες προσδοκίες; Η εκάστοτε γραμμή προώθησης των εκδοτικών οίκων και των συγγραφέων. Όλα είναι θεμιτά σ’ έναν ελεύθερο ( ; ) κόσμο, ωστόσο η επιθετική διαφήμιση συχνά έχει στόχο όχι μόνο να εξυψώσει ένα έργο αλλά να καταποντίσει τα υπόλοιπα προς αποφυγή συγκρίσεων. Και ναι, αυτό μπορεί να αποδώσει πρόσκαιρα καρπούς. Συνήθως μέτρια βιβλία έχουν κάνει εξωφρενικές πωλήσεις μια και υπάρχουν παντού: στις ομάδες, στο χρονολόγιο, σε κάθε λίστα, βιτρίνα βιβλιοπωλείου, κλπ.
Το μεγάλο πρόβλημα στην λογοτεχνία που κρίνει τελικά κάθε έργο είναι ο χρόνος. Αν όντως ένα έργο πληροί τις μεγάλες προσδοκίες, τότε ναι, είναι και ευπώλητο και διαχρονικό (όχι πάντα με αυτήν την σειρά). Αν όμως δεν ανταποκρίνεται σε αυτό, τότε μάλλον η καθοδική πορεία του είναι προδιαγεγραμμένη. Ποιος νοιάζεται, θα μου πείτε, αν αυτό έχει ήδη πουλήσει μερικές εκατοντάδες αντίτυπα; Ναι, σαφώς αποτελεί ικανοποίηση για τον συγγραφέα κυρίως, αλλά υπάρχει ημερομηνία λήξης. Κακά τα ψέματα, είναι σκληρό να σε εκθειάζουν με κάθε τρόπο για ένα χρονικό διάστημα και μετά να σε ξεχνούν.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα να σε διαβάζουν χωρίς να ξέρουν τίποτα για σένα και να ανακαλύπτουν κάτι που θα τους συνεπάρει και αυτό με την σειρά του θα οδηγήσει έναν συγγραφέα στην διάρκεια αποκτώντας αναγνώστες που θα τον ακολουθούν σε κάθε του πόνημα. Το έχω δηλώσει στο παρελθόν, μας νοιάζει να υπάρχουμε και μετά από μια δεκαετία, αν φυσικά το αξίζουμε.
Το θέμα με τις «μεγάλες προσδοκίες» και τις υπερβολές στον χαρακτηρισμό των βιβλίων είναι πως λειτουργούν πάντα αντίστροφα. Θέτουν τόσο ψηλά τον πήχη, ώστε και ένα καλό βιβλίο μπορεί να φανεί κατώτερο των προσδοκιών του αναγνώστη αν το έχει πλάσει στο μυαλό του ως «αριστούργημα». Επιπρόσθετα, επαναπαύεται ο δημιουργός στις «δάφνες» του και δεν εξελίσσεται μια και θεωρεί πως έχει ήδη φτάσει στην κορυφή.
Συγκρατημένη αισιοδοξία, αυτό χρειάζεται η συγγραφή ενός βιβλίου και λογική προώθηση. Το καλό βιβλίο διαδίδεται στόμα με στόμα συνήθως. Φυσικά, δεν φτάνει να το θέλουμε διακαώς, πρέπει και να το έχουμε μέσα μας. Και αν το έχουμε βγαίνει αβίαστα, φυσικά και όχι με απελπισία. Μεγάλα λόγια, μεγάλες προσδοκίες δυστυχώς αποτελούν την συνταγή της απογοήτευσης.
Και το κυριότερο: ο συγγραφέας πρέπει πάντα «κάτι να έχει να πει» , που συχνά απαιτεί να έρθει σε ρήξη με την κοινή γνώμη, να διαλύσει «φιλίες» και «συμμαχίες» προκειμένου να τοποθετηθεί κοινωνικά, ενδεχομένως και πολιτικά (προς Θεού, όχι κομματικά!) Είναι αδιανόητο οι πνευματικοί άνθρωποι ( ; ) να σωπαίνουν μπροστά στην βία, την κακοποίηση, την εξαθλίωση, την καταπάτηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης από φόβο μην πέσουν σε δυσμένεια και χάσουν αναγνώστες. Η αυθεντικότητα αμείβεται, δίνει πιστούς αναγνώστες και αντοχή στον χρόνο. Το αντίθετο- «τα έχω καλά με όλους»- πετυχαίνει μια πρόσκαιρη και ανούσια εύνοια, που μεταφράζεται σε περιστασιακές πωλήσεις. Σε έναν κόσμο που φθίνει κάποιοι πρέπει να μιλήσουν γι’ αυτό. Αν όχι ο συγγραφέας, ποιος; Ευτυχώς, οι αναγνώστες πλέον γυρνούν πίσω στον φυσικό χώρο του βιβλίου και αφήνουν την παντοδυναμία και την ολιγαρχία του διαδικτύου που κυριάρχησε την περίοδο της καραντίνας και δυστυχώς ενίσχυσε την ευνοιοκρατία.
Να μιλάτε λοιπόν, να γράφετε κραυγάζοντας αλήθειες πέρα από τις «συνταγές». Μόνο τότε θα ακουστείτε.
Και κάτι ακόμα που πρέπει να υπάρχει στο μυαλό όσων γράφουμε: η λογοτεχνία δεν μας χρειάζεται, εμείς την χρειαζόμαστε.
0 Σχόλια