Ο αναδυόμενος στην επιφάνεια που κρατά στο υψωμένο χέρι του το σταυρό, είθισται, να αναφωνεί «άξιος» και να επευφημείται από το πλήθος.
Ο κεντρικός δρόμος του χωριού, ευθύς και σχεδόν διπλάσιος σε πλάτος, καταλήγει στο μέσον του τηγανόσχημου λιμανιού. Εκεί ακριβώς, στη συμβολή λιμανιού και δρόμου, στο όριο προβλήτας και θάλασσας, κάθε τέτοια μέρα, στήνεται μια τετράγωνη ξύλινη εξέδρα και στολίζεται στις τέσσερις άκρες της με κλαδιά φοίνικα, που λυγίζονται για να σχηματίζουν μεταξύ τους αψίδες. Εκεί επίσης, με αντίθετη φορά προς το λιμάνι, στη δεξιά πλευρά του δρόμου, σαν μια κίτρινη φαρδιά γραμμή στην άσφαλτο, στη σειρά στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο και σε πλήρη ανάπτυξη, τα ταξί.
Η λιτανεία παρατάσσεται στον αύλειο χώρο του ναού όπως αρμόζει κι όπως το απαιτεί η σπουδαιότητα της εορτής. Κατά το πρωτόκολλο, μπροστά ο σταυρός με τα εξαπτέρυγα, πίσω η εικόνα της Βάπτισης του Ιησού υποβασταζόμενη από δυο πιστούς που το είχαν κάνει τάμα, ακολούθως τα ιερά λάβαρα, πιο πίσω, κρατώντας το ευαγγέλιο, ο παπα–Κώστας ανάμεσα στους ψάλτες, τον Αριστομένη και τον Διαμαντή, οι επίσημοι και στην ουρά το εκκλησίασμα. Η πομπή, με τον νεωκόρο να δίνει την εκκίνηση χτυπώντας χαρμόσυνα τις καμπάνες, κατηφορίζει εν μέσω ψαλμωδιών έως ότου βγει στο λιμάνι, κατευθυνόμενη στο σημείο που αναμένουν στην εξέδρα οι βουτηχτές.
Ένα τμήμα της δεξιάς πλευράς του κεντρικού δρόμου έχει ιδιοποιηθεί -παλιά ιστορία- και μετατραπεί σε μόνιμο χώρο στάθμευσης των ταξί του χωριού. Η αναδουλειά του χειμώνα, με νεκρή την τουριστική δραστηριότητα, συμβάλλει στο να ενεργοποιείται, η υποτονική κατά τους θερινούς μήνες, χιουμοριστική διάθεση της συμπαθούς -κατά τα άλλα- επαγγελματικής κατηγορίας των ταξιτζήδων, που με ευκολία σκαρφίζεται οτιδήποτε ικανό να διασκεδάζει τη μονοτονία και την πλήξη της. Πράγματι, τη φορά εκείνη, μερικοί από αυτούς είχαν σπεύσει από νωρίς το πρωί να φτιάξουν πρόχειρα, από κλαδιά δέντρου, δένοντας πάνω τους από ένα βαρίδι, περί τους δέκα-δώδεκα σταυρούς, φροντίζοντας αφού τους καταπόντισαν, να διασκορπιστούν στο βυθό μπροστά από την εξέδρα.
Φτάνοντας η πομπή, ανέβηκαν στην εξέδρα, εικόνα, ιερέας, ψάλτες κι επίσημοι. Δεξιά κι αριστερά της εξέδρας οι βουτηχτές με προτεταμένο τον ένα μηρό, κυρτωμένη τη σπονδυλική στήλη, σε στάση ετοιμότητας, αδημονούσαν για τον εκσφενδονισμό του σταυρού, με το βλέμμα καρφωμένο στο χέρι του ιερέα. Το εκκλησίασμα, μοιρασμένο κι αυτό εκατέρωθεν της εξέδρας, είχε απλωθεί κατά μήκος του λιμανιού. Το σκηνικό του τελετουργικού συμπληρωνόταν με τις βάρκες και τα καΐκια σε σχηματισμό Π. Όλοι και όλα στη θέση τους, έτοιμοι και έτοιμα. Ο σταυρός, στο άκουσμα του «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…», διέγραψε καμπύλη τροχιά και στο «μπλουμ» της επαφής του με το υγρό στοιχείο χάθηκε από τα μάτια. Οι βουτηχτές εκτινάχθηκαν, οι κόρνες των πλεούμενων ήχησαν ταυτόχρονα, θόρυβος εκκωφαντικός, τα πόδια ανασηκώθηκαν στις μύτες, τα κεφάλια κινήθηκαν ελαφρά και τα βλέμματα προσηλώθηκαν, λαχταρώντας την καθοριστική στιγμή της ανάδυσης. Χέρια υψωμένα με σταυρούς.
Το τι επακολούθησε ο κοινός νους εύκολα μπορεί να το υποθέσει. Ο κάθε ένας από τους βουτηχτές αναδυόταν κρατώντας τον δικό του σταυρό και υψώνοντάς τον με το χέρι του αναφωνούσε προς το πλήθος βροντερά, για το περίτρανο κατόρθωμα που μόλις είχε επιτελέσει, το επιβεβλημένο «άξιος». Θα πρέπει να είναι ίσως η μοναδική φορά έως τώρα που το λιμάνι σείστηκε από ένα τόσο νευρικό και ασταμάτητο εν χορώ γέλιο, που οι εκκλήσεις και οι αναθεματισμοί του παπα-Κώστα, περί «αμαρτωλών…τρισκατάρατων…και ενεργειών του διαβόλου…», δεν το άφηναν να εκτονωθεί και να καταλαγιάσει.
Τον Ιούλιο, της ίδιας χρονιάς, στις 21 αν δε με απατά η μνήμη μου, ο Νηλ Άρμστρονγκ πατούσε το πόδι του στη Σελήνη.
_
γράφει ο Μιχαήλ Τσιμπλάκης
0 Σχόλια