–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο «Λύκος της στέπας» (1927) του Χέρμαν Έσε (HESSE HERMANN, NOBEL 1946) δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, ανώδυνα. Ένα ευχάριστο ανάγνωσμα για να περνάει κανείς την ώρα του, ας πούμε, ή ένας αστυνομικός γρίφος προς επίλυση. Είναι ένα από αυτά τα βιβλία που σε σοκάρουν, σε χτυπούν με δύναμη στον τοίχο, σε ρουφούν στις δίνες τους και – μόλις το τελειώσεις- αναρωτιέσαι τι διάβασες και αυτόματα αισθάνεσαι την ανάγκη να το ξαναδιαβάσεις από την αρχή με κριτικό μάτι αυτήν την φορά, πέρα από το αρχικό συναισθηματικό μούδιασμα. Τελικά, όσες φορές και να διαβαστεί ένα τέτοιο βιβλίο, δεν είναι ποτέ αρκετό. Πάντα ανακαλύπτεις νέες πτυχές σε αυτά που θέλει(ς) να πει ο συγγραφέας και πάντα – αλίμονο!- βρίσκει τον τρόπο να σε «χαστουκίζει». Ο λύκος συνεχίζει να βρυχάται μέσα μας, ο δικός μας λύκος…
Ο Χάρρυ Χάλλερ είναι ένας ώριμος καλλιεργημένος και ιδιόρρυθμος άντρας, ένας σωστός λύκος της στέπας. Η σύζυγός του τον έχει εγκαταλείψει χρόνια πριν και η νυν ερωμένη του τον βλέπει σπάνια, καθώς είναι κι αυτή προφανώς μια μοναχική λύκαινα. Ο Χάρρυ ζει σε μια σοφίτα, όπου είναι το λημέρι που μισεί και αναζητά ταυτόχρονα, γεμάτο βιβλία, σκέψεις, σκιές που δεν του επιτρέπουν να ζει σε κανονικό σπίτι σύμφωνα με τα σύγχρονα αστικά πρότυπα. Επίσης, δεν αντέχει τις βατές, υποφερτές μέρες και αναζητά την ηδονή ή την οδύνη προκειμένου να χρωματίζεται η καθημερινότητά του. Ως νυχτόβιο πλάσμα κινείται αποκλειστικά την νύχτα, πίνει στις ταβέρνες και στα καταγώγια προκειμένου ν’ αποφύγει να αντιμετωπίσει τον φόβο/πόθο του θανάτου που τον διακατέχει. Είναι «ένα ζώο ξεστρατισμένο και χαμένο σ’ έναν κόσμο ξένο κι ακατανόητο που δεν βρίσκει ούτε πατρίδα, ούτε αέρα, ούτε τροφή». Όπως κάθε άνθρωπος που διαθέτει ενδόμυχα πολλές υποστάσεις δεν αρκείται στα απλά και- ως εκ τούτου- βρίσκεται σε διαρκή πάλη με το άγριο, πρωτόγονο και θηριώδες (όμοιο με το ψυχαναλυτικό Αυτό του Φρόυντ) μέσα του: «Μέσα του ο άνθρωπος και ο λύκος δεν συμπορεύονταν ποτέ, δεν βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά βρίσκονταν μεταξύ τους σε μια θανάσιμη έχθρα…»
Ο (λυκ)άνθρωπος Χάρρυ, με όνομα παιδιού και συχνά ανάλογες παρορμήσεις, δεν διστάζει να τα βάλει με όλους και όλα: τον σεβάσμιο και κοινωνικά αποδεκτό καθηγητή του, τον Γκαίτε που χαμογελά ανάρμοστα σ’ ένα πορτραίτο (πως είναι δυνατόν να έχει συμβιβαστεί σε μια διαβίωση ογδόντα ολόκληρων ετών σε μια αφόρητη ζωή; ), ακόμα και με τον Μότσαρτ. Βουτά στα άδυτα του πνευματικού τους έργου, στα μυστήρια της ανατολικής φιλοσοφίας και το θηρίο μέσα του αναζητά αχόρταγο απαντήσεις σε αλλεπάλληλα βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα. Η ζωή του ήρωα μοιράζεται στην «φυσιολογική» επιφάνεια και σε έναν άλλο κόσμο «ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ» με δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στις δύο διαστάσεις.
Παρά τις καταστροφικές ζωώδεις τάσεις του, ο Χάρρυ μερικές φορές γίνεται παιδί, ένας νεαρός γεμάτος ορμές που θέλει να γνωρίσει τις χαρές της ζωής. Το κακόφημο μπαρ «Μαύρος αετός» τον φέρνει στα δίχτυα της Ερμίνε, μιας αινιγματικής και εξίσου πολύπλοκης φύσης, που άλλοτε γίνεται μοιραία γυναίκα που τον διατάζει ανηλεώς να ζήσει τις χαρές της ζωής και άλλοτε φανερώνει την θελκτική αρσενική της πλευρά, τον Ερμάν. Ο Χάρρυ για λίγο δοκιμάζει την ευτυχία σύμφωνα με τον δικό της (του) ιδιαίτερο τρόπο: τον μυεί στην τέχνη του χορού, του χαρίζει στο κρεβάτι του την όμορφη νεαρή Μαρία και του γνωρίζει τον γοητευτικό σαξοφονίστα Πάμπλο. Ο Χάρρυ ζει έντονα, νιώθει την ηδονή όλων των αισθήσεών του και – στην διάρκεια του χορού των μεταμφιεσμένων- σαγηνεύεται και ερωτεύεται βαθιά την Ερμίνε, με την οποία έχει ανταλλάξει μόλις ένα φιλί. Γεύεται τις χαρές που λαχταρά κάθε κοινωνικό, ανθρώπινο ον, αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό. Ο λύκος βρυχάται μέσα του θέλοντας να κατασπαράξει τα πάντα γύρω του. Ο άνθρωπος γυρεύει τον θάνατο, όσο και τον έρωτα, σύμφωνα με τον Έσε.
Ο Χάρρυ σπάζει λοιπόν κάθε όριο και εισέρχεται στο μαγικό θέατρο του Πάμπλο, μια προσομοίωση της Κόλασης ή της ζωής, όπου όλα είναι δυνατά: μπορείς να σκοτώσεις χωρίς να είναι αληθινό, να συναντήσεις κάθε μακρινή ανάμνηση της νεότητός σου, να μιλήσεις ακόμα και με τον Μότσαρτ ή τον Γκαίτε αναζητώντας την πνευματική ουσία που απαρτίζει μέρος της ψυχής σου. Σαν μικρό παιδί ο ήρωας εξερευνά το μαγικό θέατρο του υποσυνειδήτου, αλλά ακόμα και εκεί ο παντοδύναμος λύκος δεν τον αφήνει ελεύθερο. Ξεσπά αχαλίνωτος και διαλύει τα πάντα, σκοτώνει μάλιστα την λατρεμένη Ερμίνε σε μια κρίση ζηλοτυπίας, καθώς την ανακαλύπτει γυμνή στην αγκαλιά του Πάμπλο. Ποια είναι η καταδίκη του λοιπόν; «Πρέπει να ζήσετε και να μάθετε να γελάτε! Πρέπει να μάθετε ν’ ακούτε την καταραμένη ραδιοφωνική μουσική της ζωής, πρέπει να σεβαστείτε το πνεύμα της, πρέπει να μάθετε να γελάτε με τις σαχλαμάρες της. Αυτά! Καμιά άλλη απαίτηση» του ανακοινώνει την ποινή του ο Μότσαρτ. Κάτι που όμως ο λύκος μέσα του (μέσα μας) το καθιστά φρικτό, αδιανόητο: «Όχι, γι’ αυτό δεν θα ήμουν έτοιμος. Θα συνέβαινε κάποια συμφορά». Αν γελούσε, αν ζωντάνευε ξανά η Ερμίνα και παντρευόντουσαν θα παραμόνευε ασφαλώς «μια συμφορά» για να τον αποδεκατίσει. Άλλωστε, ο κόσμος αυτός είναι πλασμένος «ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ».
Πόσο δύσκολο είναι για μια θηριόμορφη φύση να ζήσει απλά, να γευτεί τις καθημερινές στιγμές, τις «σαχλαμάρες» αυτές που μας αποφορτίζουν από τον φόβο του θανάτου; Για τον Χάρρυ Χάλλερ (και για κάποιους από εμάς) είναι αδιανόητο, λόγω της ασυμβίβαστης φύσης του, λόγω του θηρίου που κουβαλά μέσα του και δεν ημερεύει ποτέ. Όσο και να βρυχάται όμως ο λύκος μέσα του, πάντα το όνομα Χάρρυ είναι όνομα παιδιού (όπως ισχυριζόταν η Ερμίνε) που θέλει να παίξει το παιχνίδι του μαγικού θεάτρου, της ίδιας της ζωής, ξανά και ξανά:
«Α, τα κατάλαβα όλα. Κατάλαβα τον Πάμπλο, κατάλαβα τον Μότσαρτ, άκουγα από κάπου πίσω μου το φριχτό του γέλιο, ήξερα πως όλες οι εκατοντάδες χιλιάδες φιγούρες του παιχνιδιού της ζωής ήταν στην τσέπη μου, μάντεψα συγκλονισμένος το νόημά του και ήθελα να ξαναρχίσω γι’ άλλη μια φορά το παιχνίδι, να γευτώ για άλλη μια φορά τα μαρτύριά του , να φρικιάσω για άλλη μια φορά με τον παραλογισμό του και να διασχίσω ξανά την εσωτερική μου κόλαση όχι μόνο μια, αλλά πολλές φορές. Κάποτε θα έπαιζα το παιχνίδι με τις φιγούρες καλύτερα. Κάποτε θα μάθαινα να γελώ. Ο Πάμπλο με περίμενε. Ο Μότσαρτ με περίμενε.»
Πηγές:
«Ο λύκος της στέπας», εκδόσεις Κάκτος
Μετάφραση: Νίκος Μαστοράκης
Υποσημείωση:
HESSE HERMANN
Γέννηση: 2 Ιουλίου 1877, Calw, Γερμανία, θάνατος: 9 Αυγούστου 1962, Μοντανιόλα, Collina d’Oro, Ελβετία
Ψευδώνυμο: Emil Sinclair
Επιλεγμένα έργα:
Eine Stunde hinter Mitternacht (Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα 1899)
Peter Camenzind (Πέτερ Καμεντσιντ, 1904)
Unterm Rad (Κάτω από τον τροχό, 1906)
Εντεύθεν, 1907
Nachbarn (Γείτονες, 1908)
Gertrud (Γερτρούδη, 1910)
Umwege (Πλάγιοι Δρόμοι, 1912)
Roßhalde (Ροσάλντε, 1912)
Knulp. Drei Geschichten aus dem Leben Knulps (Κνούλπ.Τρεις ιστορίες από την ζωή του Κνουλπ, 1915)
Στο δρόμο, 1915
Demian (Ντέμιαν, 1919)
Κλάιν και Βάγκνερ, 1919
Klingsors letzter Sommer (Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνγκσορ, 1920)
Siddhartha (Σιντάρτα, 1922)
Die Nürnberger Reise. (Το ταξίδι στη Νυρεμβέργη, 1927)
Der Steppenwolf (Ο λύκος της στέππας, 1927)
Narziß und Goldmund (Νάρκισσος και Χρυσόστομος, 1930)
Die Morgenlandfahrt (Ταξίδι στο Μοργκενλαντ, 1932)
Stunden im Garten (Ώρες στον κήπο, 1936)
Das Glasperlenspiel (Το παιχνίδι με τις χάντρες, 1943)
0 Σχόλια