Μια νέα κοπέλα φυλακίζεται για τη δολοφονία του συζύγου της και η υπόθεσή της παίρνει διαστάσεις γιατί είναι κόρη μιας από τις πιο αγαπημένες τραγουδίστριες της χώρας. Γιατί βρέθηκε γεμάτη αίματα δίπλα στο πτώμα και γιατί δε θυμάται τίποτα από κείνη τη νύχτα; Είναι αθώα ή ένοχη; Πώς είναι η ζωή στη φυλακή του Μπίσκοπσμπεργ στη Σουηδία και πώς θα βρει το κουράγιο να μελετήσει καλύτερα την υπόθεσή της για να αποδείξει την αθωότητά της;
Η Elisabeth Norebäck έγραψε ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα με διαρκείς ανατροπές και εκπλήξεις που δε με άφησαν στιγμή σε ησυχία. Η Λίντα, κόρη της δημοφιλούς τραγουδίστριας Κάθι Άντερσον, μιας από τις πιο κοσμαγάπητες καλλιτέχνιδες, με αμέτρητες περιοδείες και νικήτρια της Eurovision τη δεκαετία του 1970, συλλαμβάνεται για τον φόνο του συζύγου της και μουσικού παραγωγού Σίμον Χους και φυλακίζεται. Η ιστορία του βιβλίου ξεκινάει όταν η Λίντα συνέρχεται από την επίθεση που δέχτηκε από συγκρατούμενή της και κρατείται στο νοσοκομείο. Όταν επιστρέφει στη φυλακή τα πράγματα έχουν αλλάξει κι έτσι καλείται να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα. Έχουν περάσει έξι χρόνια από την καταδίκη της, έχει παραιτηθεί από κάθε μάχη για αναψηλάφιση της δίκης της, αναπολεί τις στιγμές με τον άντρα της, το διαζύγιο που θα έπαιρναν τελικά, τις μαγικές στιγμές με τον σύντροφό της, Άλεξ Λάγκερμπεργ, την ουδέτερη και μάλλον αποστασιοποιημένη στάση της αδελφής της, Μικαέλα και πολλά άλλα. «Όλοι ξέρουν ποια είναι και τι έχει κάνει», η ίδια όμως δεν ξέρει πώς έφτασαν εδώ τα πράγματα. Καταδικασμένη σε ισόβια, έχει μεταμορφωθεί σε μιαν άγνωστη γυναίκα, αδιάφορη και άχρωμη.
Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου να αφορά την καθημερινότητα της Λίντα στη φυλακή, με συνεχόμενα πρωθύστερα όμως επιστρέφουμε στο παρελθόν της και ζούμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη δίκη, τα κενά μνήμης από το επίμαχο βράδυ, την οικονομική άνεση που είχε και τα φώτα της δημοσιότητας που απολάμβανε μεγαλώνοντας με τη μητέρα της, το διαζύγιο των γονιών της και την επιλογή της Μικαέλα να πάει με τον πατέρα τους, τον γάμο της με τον Σίμον και πολλά άλλα. Η γρήγορη, σχεδόν κινηματογραφική αφήγηση, με τις διαρκείς εναλλαγές σκηνών με κρατούσε σε αγωνία και με έβαζε να ψάχνω για την παραμικρή λεπτομέρεια που θα οδηγούσε στην αλήθεια και θα ξεκαθάριζε την ενοχή ή την αθωότητα της Λίντα. Στη φυλακή «είμαστε πολύ μακριά από το σπίτι μας, εξοστρακισμένες από τον πολιτισμό, άγνωστο για πόσα χρόνια» (σελ. 34). Πώς είναι η ζωή της Λίντα στη φυλακή, με ποιες γίνεται φίλη, ποιες τη βάζουν στο μάτι, κάνει καλό που δείχνει τουπέ και αέρα, έστω κι αν το κάνει αθέλητα, γιατί την επέλεξε η Αντριάνα Χάνσεν, η Βασίλισσα του Μπίσκοπσμπεργ, για ευνοούμενή της; Μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα σ’ έναν χώρο με σκληρούς κανόνες επιβίωσης, σε μια χώρα που δεν έχει πολλές γυναικείες φυλακές, με αποτέλεσμα οι καταδικασμένες για κλοπή και άλλα ελαφρά παραπτώματα να συναγελάζονται στο ίδιο μέρος με στυγνές εγκληματίες!
Η συγγραφέας έφτιαξε ένα ικανοποιητικό ψυχογράφημα μιας γυναίκας που ζει άνετα οικονομικά, που αγαπάει τη μουσική, που πιστεύει σ’ έναν δίκαιο και με ίσες ευκαιρίες για όλους κόσμο, μόνο που αυτό το συννεφάκι διαλύεται όταν συλλαμβάνεται. Δυστυχώς για εκείνη, πέρασε αρκετό καιρό απομονωμένη σε κελί μέχρι την ημερομηνία της δίκης, μια τυπική διαδικασία που ακολουθεί η Σουηδία, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ψυχολογική καταρράκωση του κατηγορουμένου. Ρεαλιστικές απεικονίσεις εγκλεισμού, κίνδυνος από παντού, λογιών λογιών δεσμοφύλακες, οι οποίοι είτε διαφυλάσσουν την τάξη και την ασφάλεια είτε καταχρώνται την εξουσία τους με κάθε τρόπο είτε φιλοδοξούν να βοηθήσουν ουσιαστικά τις κρατούμενες και συζητούν μαζί τους αλλά άδικα, γιατί στη φυλακή αλλάζεις προς το χειρότερο, σκληραίνεις, εκμεταλλεύεσαι πριν σε εκμεταλλευτούν.
Ως προς την καθαυτή ιστορία του φόνου, την οποία μαθαίνουμε από τις διαδικασίες της δίκης, με τις καταθέσεις, τις αγορεύσεις, τις αναπαραστάσεις, και τις σποραδικές αναμνήσεις της Λίντα, ξεδιπλώνεται με τις μικρές ψηφίδες που ανέφερα πριν κι από ένα άτυπο δεύτερο μέρος και εφεξής, με συγγραφική μαεστρία, πέφτουν ξεκάθαρες υποψίες σε συγκεκριμένο πρόσωπο μόνο και μόνο για να φτάσουμε σε ένα τέλος που φωτίζει τη σωστή πλευρά των πραγμάτων και ανατρέπει τις εξελίξεις. Είναι μια επιλογή που έχω διαβάσει και σε άλλα μυθιστορήματα, η κλιμάκωση όμως μου χάρισε ένταση, μου φώτισε σωστά τα γεγονότα και με βοήθησε να καταλάβω τι πραγματικά κρύβεται από πίσω με αληθοφανή τρόπο. Α, ναι, ξέχασα, ποια είναι η Νάντια, είπαμε; Υπάρχει και γι’ αυτό απάντηση, η οποία εντάσσεται στην αλλαγή της οπτικής γωνίας των ως τότε γεγονότων που περιέγραψα πιο πάνω.
Το νέο μυθιστόρημα της Elisabeth Norebäck με συνεπήρε και μου έδειξε με ωμό και ρεαλιστικό τρόπο τα προβλήματα εγκλεισμού σε μια φυλακή και τις επιπτώσεις στην ψυχολογία και στην καθημερινότητα μιας γυναίκας που ίσως τελικά να είναι αθώα. Πώς μεταμορφώνεται μια κοπέλα που ζούσε μια άνετη οικονομικά ζωή σε ένα πλάσμα προκλητικό, εριστικό και χωρίς ελπίδα; Γιατί θυμάται μόνο αποσπασματικά εκείνη τη νύχτα; Γιατί καταδικάστηκε σε ισόβια; Υπήρξαν ελαφρυντικά ή όχι; Ποιοι στάθηκαν πλάι της και ποιοι την εγκατέλειψαν; Είναι ένα μυθιστόρημα που παίζει με το μυαλό του αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος και μου χάρισε ένα δυνατό φινάλε.
0 Σχόλια