Όταν ο θάνατος και η ηδονή μπλέκουν τους δρόμους τους, στην τελευταία διασταύρωσή τους βρίσκεται η λύτρωση. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα, όταν τελείωσα το νέο βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη “Νεαρό Άσπρο Ελάφι”. Κι ύστερα από την τελεία και την παύλα-τόσο όμορφα αντιφατική με το τέλος- είχα εκείνη την ίδια αίσθηση ακινησίας, όπως όταν τελειώνει μια ωραία ταινία στο σινεμά, και το ίδιο μούδιασμα, όπως όταν σταματά να ηχεί ένα κομμάτι παιγμένο από μια κλασσική ορχήστρα.
Ίσως γιατί ο Χωμενίδης – σκηνοθέτης και μαέστρος μαζί- κάνει τον Μηνά Αβλάμη να υπάρξει και μετά την παύλα. Αγάπησε και φρόντισε τον εκών άκων ήρωα στην εύθραυστη ισορροπία του μεταξύ αφελούς ευαλωτότητας και αποφασισμένης δυναμικότητας.
Σαν άλλος Ιησούς ο Μηνάς Αβλάμης πρωταγωνιστεί σε ένα σκηνικό των Παθών με στόχο να γευτεί την ηδονική ευτυχία στον ουρανίσκο του, ένα νεαρό άσπρο ελάφι. “[…] Το νεαρό άσπρο ελάφι σκλαβώνει ισόβια όσους ποτέ το έφαγαν. Στην προοπτική μιας δεύτερης φοράς είναι πρόθυμοι να πατήσουν όρκους, να γκρεμίσουν τον κόσμο τους, να προδώσουν τους ανθρώπους τους. Γιατί να σταθώ εγώ εξαίρεση; […]”.
Σαν άλλος Ιησούς, που υποκύπτει στην προοπτική της θυσίας του, θα έρθει αντιμέτωπος με όλες του τις αμαρτίες και θα αποκαλύψει τον εαυτό του σε ένα δείπνο εξομολόγηση –Amen dico vobis…
Σαν ένας Ιησούς από την ανάποδη θα επιλέξει έναν άλλο Γολγοθά, για να αναστηθεί. “[…] κάθε σταυρός έχει φτιαχτεί ακριβώς στα μέτρα εκείνου που τον κουβαλάει […]Ο πόνος είναι υπόθεση εντελώς προσωπική…[…]”.
Πριν συμβούν αυτά, ο Μηνάς Αβλάμης πρώην συγγραφέας, πρώην άνθρωπος του κόσμου, πρώην όμορφος είχε αποσυρθεί για εφτά χρόνια στην Κέρκυρα. Είχε διαλέξει μια καθημερινότητα κενή από συγκινήσεις και κραδασμούς. Ήταν αποφασισμένος να μην την αλλάξει ποτέ και για κανένα λόγο σε ένα κόσμο που “ήταν ο χειρότερος, ταυτόχρονα όμως και ο καλύτερος δυνατός.”
Το “Νεαρό Άσπρο Ελάφι” είναι ένα μυθιστόρημα, που καλεί τον αναγνώστη να το ανακαλύψει, ένα μυθιστόρημα που δεν αφήνει τον αναγνώστη να το αφήσει -ακόμα και μετά την παύλα…
_
γράφει η Βίκη Κοσμοπούλου
Δεν συμμερίζομαι την άποψη. Θαρρώ πως ο Χωμενίδης ακροβατεί επικίνδυνα χωρίς να βρίσκει το δρόμο του μυθιστορήματος που τόσο εύστοχα έχει μέχρι τώρα υπηρετήσει. Βεβαίως η άποψη είναι προσωπική.