Κίνησαν οι θηρευτές, οι αγγελοκαμωμένοι,
φορώντας τα μεταξωτά, τα χιλιοπλουμισμένα.
Μ΄αθύρματα στολιδιάρικα, πορφυρά στεφανωμένοι
φέροντας στον κόρφο τους, της Αμαλθείας κέρας.
Στον ήλιο τον περιλαμπή,
άστραψαν οι αστροπλέξεις στα ζωνάρια.
Μειλίχιες μορφές, στα χείλη τα δεσμά του πόθου.
Λάφυρα ψυχών καλούν, οι αιμοσταγείς σειρήνες,
γλάρες αγκαλιές σκορπούν, στου δειλινού την πλάνη.
Νύμφες ψυχές, παρά θίν αλός, μειδιούν ποζάτες,
στέκουν ανέμελες, τους διάττοντες αστέρες καρτερώντας.
Λευκοντιμένα γιασεμιά, με την κόμη τους λυμένη,
στον κίβδηλο θυρεό, με φαιδρότητα την ανεμίζουν.
Ελαφίνες λυγερές,
με εσπευσμένο τον παλμό στο στήθος,
της φρεναπάτης την έλευση, με ευπείθεια προσμένουν.
Η σελήνη τους η ολόγιομη
με τον Ενδυμίωνα, κρυφά συνομιλάει.
Φεγγάρια ασύνετα, κι ατρόμητα στην άλωση.
Άγνωστες λέξεις στ΄όνειρο…
Της καρδιάς οι κονκισταδόροι!
_
γράφει η Βίκυ Δρακουλαράκου
Σας ευχαριστώ εγκάρδια !!