–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Τι είναι τα Τοτέμ; Τρομαχτικές μάσκες που χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα προκειμένου να ξορκίσουν το κακό. Το ίδιο και τα ξόρκια (η επανάληψη σκοτεινών και ακατάληπτων στίχων) , οι κρότοι στα έθιμα (όπως αυτά του Πάσχα ή της Αποκριάς), όλα αυτά τα παράδοξα ευρήματα που επιστρατεύονται σε κάθε δύσκολη εποχή ενάντια στο Κακό, ιδιαίτερα όταν αυτό παίρνει την μορφή του πολέμου ή γενικότερα της κρίσης.
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει και η μεταπολεμική ποίηση, που χαρακτηρίζεται βαθιά αντιπολεμική με τον πιο γλαφυρό και φρικτό τρόπο. Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της είναι ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005), εκπρόσωπος του νεοϋπερρεαλισμού, που αντλεί τα θέματά του από την φρίκη του παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής και του μετέπειτα εμφυλίου, όπως αυτά απεικονίζονται σε αρχετυπικά σύμβολα του συλλογικού υποσυνειδήτου. Η ποίησή του είναι μια απροκάλυπτη «βουτιά» στην φρίκη της πραγματικότητας, ενός κόσμου σε κατάρρευση, και σήμερα – περισσότερο από ποτέ- φαντάζει επίκαιρος και διαχρονικός.
Το ποίημά του «Του θηρίου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ποίημα- τοτέμ, ζοφερό και τρομαχτικό σαν μάσκα θανάτου, ενώ κυριαρχεί το σχήμα εξ αντιστρόφου. Εδώ πλέον όλα είναι παραμορφωμένα/ ανεστραμμένα προκειμένου να ξορκίσουν την απειλή. Ο ποιητής επικαλείται το Κακό, το «καλεί» με τους στίχους του, του παραδίδει ό,τι πιο ιερό και αγνό με σκοπό τελικά να το ξορκίσει:
«Του θηρίου
Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις
Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια
να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε
τις άγκυρες
πώς σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
και το σκύλο ουρανό
που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι
Θα σου βρω πάλι τους ίδιους
στρατιώτες
αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις
πόρτες
με κομμένο το χέρι
Θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο
Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια»
Παρατηρούμε έντονα τα στοιχεία του υπερρεαλισμού: οι εικόνες του παραλόγου («θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι/και το σκύλο ουρανό»), ο συνειρμικός λόγος, ο κατακερματισμένος στίχος (αρκεί και μια λέξη να αποτελέσει έναν στίχο/σημάδι κατάρρευσης), η απουσία σημείων στίξης, ενώ κυριαρχεί η χρήση συμβόλων. Και αυτά όμως με την σειρά τους από σύμβολα ζωής και χαράς μετατρέπονται σε σύμβολα θανάτου (το μήλο, το κορίτσι, η σημαία, κ.ά).
Τα ποιήματα του Σαχτούρη θα μπορούσαν να αποτελέσουν πίνακες του εξπρεσιονισμού, καθώς οι εικόνες τους διαθέτουν χρώματα, είναι έντονες και εικαστικά παραμορφωμένες. Κι όμως, όσο και να φαντάζουν σαν απεικονίσεις της κόλασης, διαπνέονται από καθαρό ρεαλισμό, μια και αποτελούν μαρτυρία της καθημερινότητας σε εμπόλεμη κατάσταση.
«Η Αποκριά
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.»
(Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952)
Άλλο ένα ποίημα- τοτέμ είναι «η Αποκριά», που ενώ κανονικά αποτελεί αφορμή ξεφαντώματος και εορτασμού, στον σύγχρονο ζοφερό κόσμο είναι άλλο ένα αιματοκύλισμα. Οι εικόνες φρικτές («πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό, μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή»), τα χρώματα ζωηρά και αντιφατικά (κόκκινο το χρώμα του αίματος, λευκό το χιόνι), ενώ τα πάντα αποκτούν νεκρικές διαστάσεις (παγωμένα δόντια, γυάλινος χαρτοπόλεμος). Παρατηρούμε ξανά πως σύμβολα γονιμότητας και ζωής, όπως τα παιδιά ή η γυναίκα, παραμορφώνονται σε σύμβολα θανάτου(ανεστραμμένα μάτια, πεθαμένα παιδιά). Κι ερχόμαστε στο φεγγάρι, που αποτελεί βασικό ποιητικό σύμβολο/ μοτίβο και αυτό ανατέλλει γεμάτο μίσος, μαχαιρωμένο πετιέται σαν άψυχο κουφάρι στην θάλασσα (ένα από τα πολλά ανθρώπινα θύματα των εν ψυχρώ εκτελέσεων).
Αλλά και ο έρωτας, ως ζωογόνος δύναμη, στον καφκικό κόσμο του Σαχτούρη αποκτά μακάβριες και αναιρετικές διαστάσεις. Μεταμορφώνεται σε σκηνικό νεκρής φύσης με σώματα χάρτινα, δεμένα με σπάγκους σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο φίδια και πεταλούδες, ενώ έξω δεσπόζει η δυστυχία:
«Η σκηνή
Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει
ένα κεφάλι από πηλό
τους τοίχους τούς είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δε θα ’ταν φρόνιμο κανείς
να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγγους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα
Η δυστυχία απέξω
έγδερνε τις πόρτες»
Σε όλη αυτήν την Κόλαση στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη δεν θα μπορούσε να λείπει η αυτοαναφορικότητα. Δεν εξαιρεί τον ρόλο του ποιητή σε τέτοιες καταστάσεις, αντιθέτως τον τονίζει ως χρέος απαρέγκλιτο να συνεχίζει να πενθεί, να καταγγέλει τις φρικαλεότητες της εποχής και να απαιτεί τελικά δικαιοσύνη :
«…. Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι…. ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής»
(Τα δώρα)
Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά ποιήματα του ρόλου της ποίησης σε εποχές κρίσης:
«Ὁ Ἐλεγκτής
Ἕνας μπαξές γεμάτος αἷμα
εἶν’ ὁ οὐρανός
καί λίγο χιόνι
ἔσφιξα τά σκοινιά μου
πρέπει καί πάλι νά ἐλέγξω
τ’ ἀστέρια
ἐγώ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καί μέ σπασμένα φτερά
νά πετάω.»
(Τά φάσματα ἤ ἡ χαρά στόν ἄλλο δρόμο, 1958)
Και παρακάτω, ο ποιητής σαν «Καναρίνι» οφείλει να διαλαλεί την ζωή μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο αίμα και θάνατο, ίσως μάλιστα τότε να είναι ακόμα περισσότερο αναγκαίο να δίνει η Τέχνη το στίγμα της, δίχως να χαρίζεται σε άσκοπες ωραιοποιήσεις:
«Το καναρίνι
Τον έστησαν εκεί οπού φυσάει ο πιο
άγριος άνεμος
τον έταξαν στις παγωνιές
του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
και μια γραβάτα κόκκινη
έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
μαύρα γυαλιά
αίμα πάνω στο δηλητήριο
ένα κοντάρι
κι ένα καναρίνι
τον έστησαν εκεί οπού τινάζεται ο πόνος
τον έδωσαν στο θάνατο
να λάμπει ασημένιος»
Στην πορεία της ανθρωπότητας βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε τον πόλεμο, τον όλεθρο, τις πανδημίες. Η Τέχνη σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να μένει αποστασιοποιημένη σε κάποιον ιδεατό κόσμο με σκοπό την τέρψη του αναγνώστη ή την προβολή του δημιουργού. Η σύγχρονη πανδημία έκλεισε τις άπειρες προωθητικές ενέργειες, τις δαπανηρές εκδηλώσεις, τις αφορμές ανταλλαγής αβροτήτων στον χώρο του βιβλίου και της τέχνης γενικότερα, αλλά ίσως αυτό να δώσει ένα απόσταγμα αλήθειας, απαλλαγμένης από κάθε μορφή κοινωνικού «καθωσπρεπισμού» και «υποχρέωσης». Ζούμε μια άνοιξη σαν αυτή που περιέγραψε, κραυγάζοντας υπόκωφα, ο Μίλτος Σαχτούρης, «ματωμένη», γεμάτη θάνατο. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε και να υπομένουμε απόλυτα συνειδητοποιημένοι, δίχως βαυκαλισμούς και θεατρικότητες, αλλά με βαθύ ανθρωπισμό και αυταπάρνηση:
«Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της.»
0 Σχόλια