Έσκαγε η Ιφιγένεια η έρμη από τη ζέστη. Είχε μπει και ο Ιούλιος κι εκείνη ακόμη στις Μυκήνες να σιγοβράζει σαν το βοδινό. Έπρεπε να φύγει, να πάει κάπου να χαλαρώσει, να μυρίσει τη θάλασσα, το γιασεμί, τα σουβλάκια τα τυλιχτά με μπόλικο τζατζίκι.
Λούστηκε με μπάντεντας για έξτρα αρωματισμένο κορμί, ξυρίστηκε από πάνω μέχρι κάτω, έβαλε και άρωμα πίσω από το αυτί και μια και δυο πήγε στο στεφάνι της.
-Αχιλλάκο μου! Να σου πω. Δεν πάμε σε κάνα νησάκι μωρό μου να πιούμε κάνα πράμνειο οίνο και να κυλιστούμε στην άμμο όπως τότε… (αναστέναξε ναζιάρικα). Θυμάσαι τι κάναμε πίσω από το βωμό της Άρτεμης; Αχ! Ωραίες εποχές! Τώρα όλο μάχες είσαι. Πρέπει να ξεκουραστείς κι εσύ κομμάτι. Να περάσουμε και λίγο χρόνο μαζί. Όλο με τον Πάτροκλο νταραβερίζεσαι. Αν δεν ήξερα από πρώτο χέρι πόσο άντρας είσαι θα σε παρεξηγούσα βρε μωράκι μου.
Ο Αχιλλέας που εκείνη τη στιγμή έκανε απολέπιση στην πτέρνα του, την αχίλλειο ντε, για να απομακρύνει τα νεκρά κύτταρα, γύρισε και την αγριοκοίταξε.
«Τρελή είσαι ρε Ίφι; Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω μας; Ο κόσμος στέκεται στην ουρά για να πάρει 60 δηνάρια από τα ΑΤΜ κι εσύ θες νησιά και αηδίες; Μπορεί να γίνουν εκλογές και έχουμε και την Αφέντρα που δέρνει και τους 300 με το μαστίγιο στη Βουλή απειλώντας πως δεν φεύγει με τίποτα από τη θέση της».
Η Ιφιγένεια πετάρισε τα μάτια της, τα ανοιγόκλεισε σαν περικοκλάδες και ξαναπροσπάθησε.
«Μα βρε γλυκουλινάκο μου και τι καλό θα βγει αν μείνουμε εδώ; Σάμπως θα σωθούμε από την κρίση;»
«Ωχου άσε μια πια με τη μουρμούρα σου. Έπρεπε να σε είχα αφήσει να γίνεις θυσία για την Άρτεμη ο ηλίθιος. Μπούρου μπούρου συνέχεια μου έπρηξες το συκώτι κι είμαι και ημίθεος. Πάω να τα πιω με τον Πάτροκλο και κοίτα…μην με περιμένεις το βράδυ».
Η Ιφιγένεια πήγε και κλάφτηκε στην μάνα της και εκείνη δεν έμεινε ασυγκίνητη από το δράμα της κόρης της.
«Μη σε νοιάζει. Θα σε πάρω εγώ μαζί μου στην Σκόπελο. Θα πάρεις και το παιδί μαζί σου και θα περάσουμε όμορφα κι άσε τους άντρες να κουρεύονται. Άντε γιατί και ο Αγαμέμνονας με παραμελεί πολύ τώρα τελευταία. Έτοιμη είμαι να του τα φορέσω. Έχω δει και κάτι καλά μανάρια να κυκλοφορούν στο παλάτι… πόσο να αντέξω πια η ομορφογυναίκα».
Μία βδομάδα μετά η Ιφιγένεια βρισκόταν μέσα στο καράβι για Σκόπελο. Πέντε ώρες έκανε το ρημάδι από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Μα δεν βρέθηκε μια χριστιανή να θυσιαστεί και να φυσήξουν οι αγέρηδες να φτάσουν γρηγορότερα; Όλα από εκείνη τα περιμένουν πια; Μα όλα; Αι σιχτίρ δηλαδή! Με τα πολλά έφτασαν σε ένα όμορφο διαμέρισμα έξω από την πόλη. Το χωριό που έμειναν ήταν πευκόφυτο και από παντού αγνάντευες τη θάλασσα με τις αγκυροβολημένες θαλαμηγούς και τα κότερα. Να χαρώ εγώ κρίση, χλεύασε ενθυμούμενη τα λόγια του Αχιλλέα!
Και τότε άρχισαν τα όργανα. Ο Κωστάκης ο Γλύκας, όχι αυτός που πουλά τα καρπούζια με το ντάτσουν από γειτονιά σε γειτονιά, μα ο μοναχογιός της, έσπασε το τάμπλετ του και… να μη σου τύχει ποτέ να πας διακοπές με παιδί και να μην το έχεις καλωδιωμένο με όλα τα ηλεκτρονικά μέσα. «Μαμά! Μαμά! Μαμά!» φώναζε ο Κωστάκης κάνοντας τα αυτιά της να βουίζουν και δεν ήταν από τις αμέτρητες σφίγγες του νησιού. Τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω… τώρα όμως!
Ευτυχώς ο μικρός μετά από δύο μέρες πλήρους ηλεκτρονικής στέρησης ξαναβρήκε τον εαυτό του και αγκάλιασε τη φύση. Έκανε τις βουτιές του στη θάλασσα, μάζεψε πέτρες για να τις βάψει με παντζαρόζουμο και διάβασε κι ένα βιβλίο, τον Όλιβερ και τις θαλάσσιες περούκες. Η Ιφιγένεια πάλι, το έριξε στις σοκολατένιες κρέπες της πλατείας, στον πιτόγυρο, το διάβασμα αστυνομικών και τα οφθαλμόλουτρα πάνω στα ιταλιάνικα κορμιά «Μa che spalla!». Αντόνιο aspettami! Nα αλείψω με λαδάκι τις φετούλες της κοιλίτσας σου; Ο ηλίθιος ο Ιταλός όμως δεν έδινε καμία σημασία στις καμπύλες και τα όμορφα μαλλιά της, που θα ζήλευαν ακόμη και τα αγγελάκια της Victoria Secret.
Η Κλυταιμνήστρα από την άλλη, δεν είχε αφήσει τεκνό για τεκνό στο νησί κι ας ήταν σιτεμένη. Φόραγε τους σέξυ σούπερ μίνι χιτώνες της, τούρλωνε το στήθος με push up bra και ξαμολιόταν στα μπαράκια του νησιού. Δεν έκανε καθόλου διακρίσεις. Όλα τα έσφαζε και όλα τα μαχαίρωνε, από τον μπάρμπα Τάσο τον ψαρά μέχρι το ζάμπλουτο Ρώσο που χόρευε συρτάκι πάνω στα τραπέζια.
Δύσκολο να το καταπιεί αυτό η Ιφιγένεια εν Σκοπέλω. Πήρε έξαλλη και τρελαμένη από ζήλεια τον αδελφό της στο κινητό.
«Έλα Ορέστη. Ναι εγώ είμαι. Παράτα τα όλα και έλα να σκοτώσεις τη μάνα μας πριν πάρει αμπάριζα όλες τις Σποράδες».
Τα μάτια του Ορέστη πέταξαν φλόγες. Δεν τις σήκωνε αυτός τέτοιες ατιμίες. Παράτησε την Ερμιόνη ετοιμόγεννη, πήρε τη χατζάρα του Πυλάδη του κολλητού φίλου και έτρεξε στην Σκόπελο να σώσει την τιμή της οικογένειάς του. Όλο του το σώμα ανέδιδε ιδρώτα και βαρβατίλα κι έτσι μόλις πάτησε το πόδι του στο λιμάνι έπεσαν πάνω του ένα σωρό μεθυσμένες Αγγλίδες. Αφού καλοπέρασε με μερικές από αυτές (άντρας είναι και το κέφι του θα κάνει) πήγε να πάρει το αίμα του κερατά Αγαμέμνονα πίσω.
Ανακεφαλαίωση και επίλογος. Μετά από ένα φόνο μάνας, τις Ερινύες να κυνηγάνε τον αδελφό της και μηδέν κατακτήσεις, η Ιφιγένεια αποφάσισε ότι αυτές δεν ήταν οι διακοπές που είχε ονειρευτεί. Μάζεψε τα μπογαλάκια της και την έκανε «οἰκτρόν τ᾽ ἐκβαλλόντων δάκρυον». Θα επέστρεφε σπιτάκι της, στον άντρα της και στα τούρκικα σήριαλ. Διακοπές σου λένε μετά… Πφφφ!
Ίσως του χρόνου…
_
γράφει η Ιφιγένεια – Ειρήνη Τέκου
Χαχαχαχα… ευφάνταστο, πρωτότυπο, καταπληκτικό κείμενο..μας φέρατε γέλιο και χαρά που τόσο χρειαζόμαστε!!Να είστα καλά Ιφιγένεια!!
Άννα Ρουμελιώτη σε ευχαριστώ!!! Αν σας έκανα να γελάσετε, τότε πέτυχα το σκοπό μου!!! Ήταν μια καλοκαιρινή ιστορία από τις διακοπές μου με μπόλικη φαντασία φυσικά και μυθολογία!!!! Να είστε κι εσείς καλά!!
Συγγνώμη, νομίζω πως δεν βγήκε το όνομά μου νωρίτερα Άννα Ρουμελιώτη.
Με έκανες και γελασα!! Εξυπνο και με χιούμορ…!!
Μάχη μου σε ευχαριστώωωωωωωωω!!!!!! Κάποτε είχα ακούσει έναν μεγάλο Έλληνα κωμικό να λέει πως το γέλιο είναι δυνατότερο συναίσθημα από το κλάμα ίσως όμως πιο δύσκολο να το πετύχεις!!!