Μια ζωή περίμενα τη στιγμή που θα έβλεπα το όνειρό μου (ένα από τα όνειρά μου για την ακρίβεια) να γίνεται πραγματικότητα. Το νεόκτιστό μου σπιτάκι, που από τις βεράντες του θα έμενα να θαυμάζω το απέραντο γαλάζιο του Σαρωνικού, να οσφραίνομαι το ιώδιο και την αλμύρα του, με το μπάτη να μου χαϊδεύει τα μάγουλα εν είδει καλωσορίσματος στη γειτονιά τ΄ ονείρου.
Τώρα κάθομαι στο living room με τις μπαλκονόπορτες ορθάνοικτες να μπαίνουν μέσα στο σπίτι τα χρώματα και τ’ αρώματα του καλοκαιριού. Επιτέλους θα ξεχάσω την τεχνητή δροσιά του air condition και το σχετικό αμπάρωμα των κουφωμάτων.
Δεν προλαβαίνω όμως να χαρώ και Θεέ μου, τι είναι τούτο; Δύο κατσαρίδες μεγέθους δίχως ιστορικό προηγούμενο, έρχονται πετώντας και κάθονται στον καναπέ απέναντί μου, προφανώς ζητώντας μου, αν και ακάλεστες, συντροφιά.
Τρελαίνομαι.
Έχω ένα είδος φοβίας και απέχθειας για τα έντομα αυτά.
Βάζω τις φωνές, αν και κανείς άλλος δεν είναι σπίτι τη στιγμή αυτή. Ευτυχώς, είχα προνοήσει και είχα ένα κατσαριδοκτόνο σπρέι, με το οποίο τις ψεκάζω, μα αυτές άνετα σπεύδουν να κρυφτούν κάτω από τον καναπέ μου.
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα;
Τίποτα δε γίνεται. Η γη εξακολουθεί ανεπηρέαστη να γυρίζει περί τον άξονά της, ο Τσίπρας απτόητος μας ψιλοκοροϊδεύει και αυτές θα μείνουν σπίτι μου να γεννήσουν τα αβγά τους με την ησυχία τους.
Μέσα στην ασφυκτική αγωνία, εγώ περιμένω να έρθει κάποιος δικός μου να ψάξουμε μήπως και τις ανακαλύψουμε, προτού να συμβεί το κακό του πολλαπλασιασμού τους που προείπα. Περιμένοντας, δεν εγκαταλείπω βέβαια την προσπάθεια να τις βρω τις άτιμες και με το εντομοκτόνο ανά χείρας ψάχνω σε πιθανά και απίθανα μέρη σαν πιστολέρο που αναζητά το θύμα του. Μάταια, έχουν λουφάξει.
Μια καλή γειτόνισσα ακούει τις φωνές μου και έρχεται στο σπίτι μου, αφ’ ενός να με καλωσορίσει στα μέρη της και αφ’ ετέρου ανήσυχη, να δει τι έχω και φωνάζω. Την ευχαριστώ και για τα δυο, εξιστορώντας της τα της ιπτάμενης εισόδου των καρδαμωμένων τεράστιων κατσαρίδων.
« Ήρθαν πετώντας, το διανοείστε;» της είπα.
«Είχατε μήπως τα παράθυρά σας ανοικτά, καλή μου νέα γειτόνισσα;»
«Εμ τι θα τα είχα κλειστά με τούτη τη ζέστη;»
«Στις πρώτες σας προτεραιότητες, καλή μου κυρία, θα είναι να βάλετε σήτες σε όλα σας τα κουφώματα, να σας προφυλάσσουν κατά το μέτρο του δυνατού από παντός είδους έντομα μικρά και μεγάλα».
«Και πώς θα κάθομαι στη βεράντα μου; Κάθε τρείς και λίγο, μπες και βγες αυτές με το ανοιγόκλεισμα θα διαλυθούν πριν περάσει μήνας».
«Τις βεράντες σας ξεχάστε τις, κυρίως τα βράδια. Τα κουνούπια θα σας πιουν το αίμα σαν βαμπίρ. Μετά το δειλινό στήνουν επαναστατικό χορό, που τύφλα να’ χει ο ποντιακός πυρρίχιος».
«Και πού θα κάθομαι να γράψω; Εγώ απέβλεπα στο ρομαντικό περιβάλλον να καθίσω και να εμπνευστώ, με το αγιόκλημα και το γιασεμί που θα έχω φρεσκοποτίσει να μαγεύει την όσφρησή μου. Μια εικόνα δηλαδή που ζωγράφιζα στα όνειρά μου. Και τώρα μου λέτε ότι πρέπει να αμπαρωθώ πίσω από σήτες και κλειστά παράθυρα;»
«Η μόνη σας λύση, δυστυχώς».
«Μα θα ψεκάσω. Αύριο κιόλας θα κάνω απολύμανση, θα καλέσω το συνεργείο».
«Αχ, κυρία μου… Και τι θα κάνει δηλαδή το συνεργείο; Θα απολυμάνει τον αέρα; Μόνη σας είπατε ότι οι κυρίες εισέβαλαν πετώντας. Το διαπιστώσατε ιδίοις όμμασι. Λοιπόν;»
«Δίκιο έχετε» της είπα και την ευχαρίστησα για όλα όσα με συμβούλευσε. Μόλις είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ το τι μας περίμενε.
Απογοήτευση. Αν είναι δυνατόν, καλοκαίρι με κλειστά παράθυρα με σήτες, για να μην πω για τα χρήματα που θα απαιτούσε η ιδιότυπη αυτή φυλάκισή μας.
Την επομένη ήρθαν οι ειδικοί κουρτινοποιοί,- πώς αλλιώς να τους ονοματίσω;-πήραν μέτρα, μού είπαν ένα υπέρογκο ποσόν που θα στοιχίσουν, γιατί και το σπίτι έχει πάρα πολλά κουφώματα και υποσχέθηκαν να καταβάλουν προσπάθεια να είναι έτοιμες σε έναν μήνα το λιγότερο.
Αυτές είναι δουλειές, τι να λέμε τώρα!
«Και τι θα κάνουμε μέχρι τότε, ω αγαπητό συνεργείο;» Ρωτώ απελπισμένα.
«Υπομονή, κυρία μου, θα κάνετε και παρακαλούμε, δείξτε κατανόηση. Έχουν πολλή δουλειά. Μα το αποτέλεσμα θα σας ανταμείψει για όλες τις ταλαιπωρίες που τραβάτε».
Και οι μέρες περνούσαν και εμείς φυλακισμένοι με κλειστά παράθυρα και φώτα, που προσελκύουν όλων των ειδών τα έντομα μικρά και μεγάλα. Έλα όμως που τα παιδιά είχαν πάρτι υπό το φως της πανσελήνου που έκανε τη νύχτα μέρα και που δεν ήξερα αν τούτο το φως, είναι το ίδιο ελκυστικό για τα έντομα;
Γέμισα τις βεράντες και όλες τις κρυφές τους γωνιές με αναμμένα εντομοαπωθητικά φιδάκια, ελπίζοντας ότι κάπως θα αντιμετωπίζαμε τις ιπτάμενες ορδές των ύπουλων βαμπίρ εχθρών μας.
Αμ δε! Η λέξη ‘’ορδές’’ φαντάζει πολύ μικρή να αποδώσει την εικόνα. Τα κουνούπια δράκουλες, άρχισαν να κατατρώνε τα παιδιά, προτιμώντας τα από τους λαχταριστούς μεζέδες που ετοίμασα με αγάπη με τα χεράκια μου για να τα ευχαριστήσω (τα παιδιά μωρέ όχι τα κουνούπια, άντε και σεις!).
Θα έλεγαν από μέσα τους: “ουάου. Φρέσκο ανθρώπινο αίμα μας μυρίζει, ας μη χάνουμε καιρό και φοβίες με φιδάκια και αηδίες….”
Ήρθαν τα πόδια και τα χέρια των παιδιών και γέμισαν φουσκάλες και το κέφι τους έπεσε στο ναδίρ, ενώ τα περισσότερα όπου φύγει φύγει. Και όσα απόμειναν και υπέμειναν καρτερικά και γενναία, πασαλείφτηκαν με εντομοαπωθητικές κρέμες εν είδει αντηλιακού, για να προστατευτούν. Μα πια ήταν αργά. Το κακό είχε γίνει.
Η πιο μεγάλη μου απογοήτευση! Ακόμη μία, που μόλις έκανα την γνωριμία της!
Είχα πια συνειδητοποιήσει τι μας περίμενε τα καλοκαίρια, που για όλον τον κόσμο είναι λατρεμένα, με τα χρώματα και αρώματά τους, που – φευ δεν είναι προσφορά στον άνθρωπο που έχει κήπους και λουλούδια μα για την πρόκληση και πρόσκληση των εντόμων για την διαιώνιση των φυτών και των ίδιων! Αυτά θα απολάμβαναν τα πολύχρωμα λουλούδια μου που στολίζουν τις γλάστρες μου και που μου στοίχισαν του κόσμου τα λεφτά να τα αγοράσω και φάρμακα για την περιποίησή τους για να μη μου αρρωσταίνουν. Να σκεφτεί μόνο κανείς, ότι όταν έβγαινα αργά το δειλινό να τα ποτίσω, κουκουλωνόμουν σαν τον μελισσοκόμο που πάει στο μελίσσι του. Τόσο καλά μιλάμε.
Και ήρθαν οι σήτες που λέγαμε και κάπως είδαμε τη γεια μας για τον εσωτερικό έστω χώρο. Εν μέρει αναπνεύσαμε το ιώδιο και την αλμύρα που χρόνια λαχταρούσα και ονειρευόμουν. Τουλάχιστον γινόταν αισθητή η αύρα της θάλασσας που διαπερνούσε το κουρτινομάνι, κάτι ήταν και αυτό… Μες την καλή χαρά, πια εγώ, υπό την ασπίδα της σήτας, άνοιξα πόρτες και παράθυρα και ευφράνθηκε η ψυχή μου. Χαλάλι τα έξοδα, τι να κάνουμε, μπορούμε να τα βάλουμε με τη Φύση; αμ δεν μπορούμε. Παρακάμπτω το αυτονόητο που έπρεπε να κάνει η Υπηρεσία Υγείας για εναέριους ψεκασμούς και εντομοκτονίες γενικώς. Ψιλά γράμματα θα μου πεις, ε; Μα γι΄ αυτό το παρακάμπτω!
Την επομένη, προσπαθώντας να γλιτώσω από την πολλή ζέστη καθόμουν στα living room με τα παράθυρα ολάνοικτα βέβαια – τι τις έβαλα τις σήτες – και ανοικτή ακόμη και την εξώπορτα για να σχηματίζεται ένα κάποιο ρεύμα, παλεύοντας με την έμπνευσή μου που ήταν σε φάση ανανέωσης. Έτσι όπως καθόμουν λοιπόν, κάτι σαν φευγαλέα σκιά διαπέρασε την γωνία του ματιού μου. Σηκώθηκα άφοβα να δω περί τίνος επρόκειτο μιας και κανείς δεν απάντησε στο ερώτημά μου ‘’ποιος είναι;’’
Κανείς.
Όσο να’ ναι μια κάποια ασφάλεια μου έδιναν οι σήτες γιατί και στο ανεπαίσθητο ακόμη ανέβασμά τους έκαναν έναν χαρακτηριστικό ήχο, πράγμα που σημαίνει ότι θα άκουγα με τα βιονικά μου αυτιά και θα καταλάβαινα ότι είχα κάποια ανεπιθύμητη ανθρώπινη εισβολή στο σπίτι.
Μια και σηκώθηκα, είπα να κοιτάξω και τα άλλα δωμάτια για το φόβο των Ιουδαίων που λένε, γιατί όσο να ‘ναι ένα εξοχικό σπίτι είναι πιο ευάλωτο από ένα σπίτι στην πόλη.
Κανείς.
‘’Κανένα πουλί μεγάλο θα πέταξε απ’ έξω’’ σκέφτηκα και πήγα πίσω στα χαρτιά μου. Μα εκεί με περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Το πορτοφόλι μου που είχα αφήσει, ήταν άφαντο. Να πω την αλήθεια, στην αρχή δεν πολύ πήγε το μυαλό μου στο κακό. ‘’Κάπου αλλού θα το έχω αφήσει και δεν το θυμάμαι’’ είπα με το νου μου . Μα όταν έψαξα και δεν το είδα πουθενά, θυμήθηκα και την ανοικτή μου εξώπορτα και τα ‘παιξα για τα καλά.
Πάει το ποσό που είχα να ξεπληρώσω τις σήτες μου που έμελλε να μου στοιχίσουν χρυσές.
Άρα η σκιά που νόμιζα πως είδα, δεν ήταν και τόσο σκιά, είχε και υλική υπόσταση και είχε μάλιστα και όνομα. Κλέφτης.
Ξανατρελάθηκα.
Το σπίτι των ονείρων μου από έκπληξη σε έκπληξη το πήγαινε και όλες δυσάρεστες.
Με τρεμάμενα χέρια καλώ στο τηλέφωνο το εκατό. Έρχονται τα παιδιά και προσπαθούν να με ηρεμήσουν για να μπορέσουν να ξεδιαλύνουν τα ακατάληπτα λόγια που τους έλεγα που δεν τα καταλάβαινα, ούτε εγώ που τα ΄λεγα.
«Κλέφτης κυρία, ληστής. Πάλι καλά που δεν σας επιτέθηκε, άγιο είχατε».
«Μα καλά από πού μπήκε; Η κεντρική είσοδος κλειδωμένη, τα πορτοπαράθυρά μου απόρθητα από πλευράς ήχου και εγώ δεν άκουσα το παραμικρό».
«Σίγουρα μπήκε από το παράθυρο του κλιμακοστασίου και από κει του επιτρέψατε να μπει σαν κύριος από την δική σας είσοδο. Πού την βρίσκετε την δυσκολία; πού ακούστηκε να μην έχουν σιδεριές τα παράθυρα, έστω της σκάλας; Βούτυρο στο ψωμί τους κυρία, η πιο εύκολη ληστεία που θα έχουν στο ενεργητικό τους. Έτοιμο τραπέζι τους είχατε στρωμένο και τώρα τρώνε και πίνουν στην υγειά της αφέλειας ή της βλ…. ,τέλος πάντων».
Και ήρθε και ο σιδεράς και έβαλε κάγκελα σε όλα τα παράθυρα του κλιμακοστασίου, αλλά και σ΄ αυτά των μπάνιων που έβλεπαν σε προσβάσιμο φωταγωγό. Και ήρθε και ο μπογιατζής να τα βάψει για να μην διαβρωθούν από την σκουριά όντας και κοντά στη θάλασσα, και τέλος μπήκαν και καινούργια γραμμάτια που θα έπρεπε να πληρωθούν σε τρεις μήνες.
Αλλά πια το σπίτι φυλακή, δόξα τω Θεώ πια, άτρωτο!.
Και όταν πλήρωσα και το τελευταίο μου γραμμάτιο με χίλιες δυο στερήσεις, ακούω τον σιδερά να μου λέει: “Μαντάμ, καλά θα κάνετε να βάλετε και μια πόρτα θωρακισμένη”
Το μεν εγκεφαλικό το γλίτωσα, αλλά έκανα και την σκέψη μήπως όταν λήξει το συμβόλαιο με τον νοικάρη μου στο τριαράκι μου του Παγκρατίου, να το κρατήσω για μένα και να νοικιάσω, αν βρω τολμηρό ενοικιαστή, το σπίτι των ονείρων μου, που καθημερινά μου θυμίζει Κορυδαλλό!
Γιατί, για να είναι για μένα πηγή έμπνευσης, μάλλον χλωμό το βλέπω πια!
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
0 Σχόλια