Σκορπίστηκαν στον άνεμο, κοπάδια από σύννεφα
σκόνη σαν πέπλο έκρυψε, τον ήλιο τον θαμπώνει
η μέρα, νύχτα μύρισε και τις φωνές νεκρώνει.
Ξεγυμνωμένη η ψυχή, δαδί που σιγοκαίει
βαριά τα βήματα συρτά, μύρων πνοή εισπνέει.
Ο ύπνος φέρνει θάνατο, ανάμνηση στο χρόνο
ταξίδι μέσα στο μυαλό, ονειρικό με πόνο.
Βουνά τρεμάμενα βογκούν, πηγές να σπαρταράνε,
μια δρασκελιά η κόλαση και οι ψυχές λυγάνε.
Πύρωσε η γη τον κόρφο της, φωτιά, νερό και πέτρα
πύλες θανάτου άνοιξαν και πέσανε τα δέντρα.
Πεσμένα δέντρα καταγής, ενώσανε τα χέρια
και μονοπάτι έστρωσαν, επάνω στα αστέρια.
Η σάλπιγγα τραγούδησε, την είσοδο αναμένει
το πνεύμα άφησε τη γη, σιγά και ανεβαίνει.
Πουλί στα άσπρα ντύθηκε, στην άβυσσο θυσία
θρήνοι χτυπούνε σαν σφυριά, γλυκιά η οπτασία.
Κόκκινο χρώμα έβαψε, η ανατολή τη δύση
και σφύριξε ο άνεμος, να ακούσει και η φύση.
Λυγίσανε τα άσματα, φωτιά οι νότες πήραν
και το σεργιάνι έληξε, πριν βγει η ηλιαχτίδα.
0 Σχόλια