Ποτέ δεν είχε γίνει βάρος κανενός. Μόνο πρόσφερε, δίχως ανταλλάγματα. Όταν αρρώστησε δεν το έμαθε κανείς. Απομονώθηκε σε μια ερημική τοποθεσία, έχοντας για καταφύγιο το σπίτι της. Κρυμμένο μες στο πράσινο, ίσα που ξεχώριζε. Τα έλατα σα στρατιωτάκια, στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, φρουρούσαν εκείνη και την περιουσία της.
Τα ψυχολογικά της ήταν σε άσχημη κατάσταση. Ο γιατρός συνέστησε, επαφή με τη φύση, οξυγόνο και ηρεμία.
Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του σε συνδυασμό με την αγαπημένη της ασχολία, άνοιγε κάθε πρωί το παραθύρι της, παίρνοντας βαθιές αναπνοές.
Εφοδιασμένη με τα απαραίτητα υλικά, είχε σε ετοιμότητα τον καμβά της και τα πινέλα ζωγραφικής.
Αντί για οξυγόνο όμως, εισέπνεε καθημερινά μυρωδιά καμένου. Στάχτες παντού. Οι φρουροί της ξεγυμνωμένοι, σα σκελετωμένα φαντάσματα, ίσα που συγκρατούνταν απ’ τις ρίζες τους.
Το θέαμα μακάβριο. Η συναισθηματική της εμπλοκή και η μαυρισμένη της καρδιά είχαν εκτοπίσει την ομορφιά της φύσης. Οι καπνοί ολοένα και δυσκόλευαν την αναπνοή της.
Το οξυγόνο σε έλλειψη.
Εκείνο το πρωινό σφάλισε το παραθύρι βιαστικά και αποτύπωσε στον καμβά της τη φρικιαστική εικόνα, καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Όταν εισέβαλλαν στο στοιχειωμένο σπίτι, αντίκρυσαν παντού πίνακες σε μαύρο φόντο.
Η έντονη μυρωδιά της μπογιάς, τους οδήγησε στην άλλη άκρη του δωματίου, ανακαλύπτοντας έναν πίνακα, όπου τα χρώματά του ήταν ακόμη νωπά.
Διαπίστωσαν ότι το βουτηγμένο μες στο πράσινο τοπίο, που έβλεπαν έξω, λες και είχε μετακομίσει αυτούσιο στον πίνακά της.
Λίγο πιο πέρα βρέθηκε μια μάσκα οξυγόνου και ακριβώς δίπλα εκείνη.
_
γράφει η Βάσω Καρλή
0 Σχόλια