Ερμητικό το σφράγισμα των κτιρίων με τα σιδερένια φαντάσματα της γειτονιάς της Άνω Πόλης, κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό του Φεβρουαρίου, που τυλίγει με γκρίζο πέπλο ομίχλης, τη Νύμφη του Θερμαϊκού μέχρι κάτω, στο φωτισμένο λιμάνι. Το κρύο του Βαρδάρη αβάσταχτο.
Ανάμεσα στα πολυδαίδαλα πέτρινα σοκάκια, υπάρχει η είσοδος της εργατικής πολυκατοικίας. Κατεβαίνοντας τη σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, εύκολα ο επισκέπτης χτυπά το μπρούτζινο ρόπτρο και μπαίνει διαστακτικά σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα · αυτή του Πέτρου, φοιτητή του Πολυτεχνείου. Εκεί, ο Πέτρος μελετά για το πτυχίο του: ένα γραφείο, ένα λαμπατέρ, τετράδια με σημειώσεις, τόμοι διαβάσματος, το ξυπνητήρι. Προπάντων η κιθάρα, κουρδισμένη και αφημένη σε μια γωνιά για τις ευτυχισμένες στιγμές.
Παραδίπλα, το πιάνο, ξεσκονισμένο πάντα, έμενε, χωρίς να ενοχλεί, μαρτυρώντας τα παλιά ωραία χρόνια, τότε που ο μακαρίτης ο άνδρας της κυρίας Μίνας που ήταν καθηγητής στο Ωδείο Θεσσαλονίκης, ένας άρχοντας, καλλιτέχνης, με χρυσή καρδιά, που αγαπούσε τη μουσική και που πάντα ξυπνούσε τα κορίτσια του, απαλά, κουρδίζοντας ένα μουσικό κουτί, αντί για τον στριγγό ήχο του ξυπνητηριού που ηχούσε πλέον. Πολύ θα ήθελε το μουσικό κουτί ο Πέτρος, για να γράφει καλά στις εξετάσεις.
Τώρα όμως οι στεγνές και στυγνές ειδήσεις ακούγονται στη διαπασών (κι ας είναι σφραγισμένες οι εσοχές των παραθύρων, για την παγωνιά), από την ανοιχτή τηλεόραση της ηλικιωμένης κυρίας, της σημερινής σπιτονοικοκυράς του Πέτρου, η οποία δεν αγαπά τους θορύβους και τινάζεται στο άκουσμα του θυροτηλεφώνου.
Κι έτσι, απόψε, ο ανοιχτός, στενός φωταγωγός, τής επιφυλάσσει το άκουσμα ατράνταχτων γέλιων από παιδιά που τραγουδούν, με συνοδεία κιθάρας, έτσι όπως βρήκανε και λίγο κρασάκι και γλεντούν. Είναι η γιορτή για το πτυχίο του Πέτρου.
Η σπιτονοικοκυρά, ελαφρώς ενοχλημένη, πατάει στο αθόρυβο στην τηλεόραση (για να αντιλαμβάνεται καλύτερα τα τραγούδια, ίσως κρυφά και να τα σιγοτραγουδά η ίδια, άθελά της) και συνεχίζει το πλέξιμό της, με μόνο ήχο το σκάσιμο των ξύλων στην εστία του τζακιού της.
Έξω, βρόντηξαν οι ουρανοί και καταρρακτώδης βροχή χτυπούσε τη Θεσσαλονίκη όλο το βράδυ. Όλοι (και ο Πέτρος) κλείστηκαν στην ασφάλεια των ζεστών σπιτιών τους.
Εκείνη τη βραδιά λοιπόν, έμελλε, από τον φωταγωγό να ακούγονται πνιχτά γέλια και η σπιτονοικοκυρά να αναγνωρίζει τη φωνή της Μαρίνας, της εγγονής της. Ο Πέτρος είχε ήδη πιάσει την κιθάρα μετά τις ευτυχισμένες στιγμές.
Γίνεται έξαλλη και το αποφασίζει. Το άλλο πρωί θα κατέφθανε η μητέρα του Πέτρου να τον συγχαρεί για την ορκομωσία.
«Καλημέρα κυρία Μίνα!… Όλοι καλά;…»
«…»· η σπιτονοικοκυρά απαξιεί να τής απαντήσει και κάνει πως πιάνει τη σκούπα της.
«…Κι εμείς καλά…», επιμένει με θάρρος η μάνα.
Ώσπου αποφασίζει η σπιτονοικοκυρά να τής ανοίξει τη σιδερένια καγκελόπορτα για να υποδεχθεί τον γιό της.
Ο στριγγός ήχος του τηλεφώνου σκίζει την παγωμένη σιωπή και τρέχει η σπιτονοικοκυρά να το προλάβει. Κανείς στην άλλη άκρη της γραμμής, μόνο μια μουσική, σαν αεράκι μέσα στο καταχείμωνο.
Η Μίνα, σαν σε όνειρο θυμήθηκε τα παλιά τα χρόνια, όταν ο άνδρας της τής έπαιζε στο πιάνο την «πόλη μαγική». Και δάκρυσε στον στίχο «…μονάκριβό μου ταίρι…».
Όταν επέστρεψε στη χαρούμενη ομήγυρη, στάθηκε στο πλατύσκαλο.
-Κυρία, από δω είναι η Μαρίνα, η εγγονή μου και νύφη σου…». Και έπεσε στην αγκαλιά της, μουσκεμένη από κλάματα συγκίνησης που μπερδεύονται με τις χοντρές στάλες της βροχής και δεν τις ξεχώριζες πια. Ήταν πλέον αχώριστες.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια