Ωχ λελέκα μ’! Πώς της ήρθε; Της ξέφυγε. Και να ξερε τι πα να πει! Της γιαγιάς της επικάλεσμα, φερμένο από τη Θράκη, περίχωρα Κωνσταντιπουπόλεως περικαλώ, και ο πατέρας το έλεγε, μερικώς. Ωχ λελέκα μ’, όπως λένε αχ Παναγιά μου και μιας και εκείνη δεν πιστεύει, αντικατέστησε τον χριστιανικό αναστεναγμό με εκείνον που της φουσκώνει το στήθος και διώχνει τους καημούς.
Ονειροπολώντας γενικώς και αορίστως, αφέθηκε φαρδιά πλατιά στη φλοκάτη. Ρεμβάζει, τι ρεμβάζει δηλαδή, χάφτει μύγες με το στόμα κλειστό. Η φλοκάτη ριγμένη μπροστά στο τζάκι, της ομορφιάς εκείνο, σβηστό μια πενταετία και κάτι, από τη μέρα που την επαράτησε ο Λάμπρος, τι την επαράτησε δηλαδή πήγε για τσιγάρα και δεν ματαφάνηκε, εξαφανίσθει διά παντός, βρήκε μια νεώτερη είπαν, για ομορφότερη δεν το συζητούσε. Πήρε να κάψει τότε, πάνω στη ζοχάδα της, ό,τι δικό του υπήρχε, δεν βρήκε τίποτε. Έκοψε τα μαλλιά της, τις άκριες μη φανταστείς και τις πυρπόλησε, καθώς έλεγε η ίδια.
Αγαπητέ Νίκο. Με ξέρετε; Ίσως και να μη με ξέρετε. Ίσως να με έχετε δει. Σίγουρα θα με έχετε δει, ιδίως αν προσέχετε στον δρόμο, πάει να πει αν παρατηρείτε τα κορίτσια, όχι ότι σας μέμπτω δι’ αυτό, τι άντρας θα είσαστε, τότε θα με έχετε δει σίγουρα. Ξεχωρίζω όπως ο χειμώνας από την άνοιξη, όπως οι νυχτιές οι αφέγγαρες από εκείνες της πανσελήνου. (Τι όμορφα που έγραφε! Ήταν οι σπουδές της, χρόνια σπουδών και τα ενδιαφέροντά της, ας μην τα αναφέρει αναλυτικώς. Δεν ήταν όποια όποια.) Ναι, δεν αρνούμαι να το πω, ομορφοκόριτσο είμαι.
Θλιμμένο δεν ήθελε να γράψει. Ίσως η θλίψη να έλκει τους άντρες, ίσως πάλι να τους απωθεί. Ομορφοκόριτσο τριάντα χρόνων, όπως θυμάται.
Αγαπητέ Νίκο, σας βλέπω συχνά από το μπαλκόνι μου. Έχω στήσει καραούλι πάει να πει, σκοπιά απογευματινή, με κυάλια και τέτοια και σας παρατηρώ. Αδιαλείπτως τις καθημερινές, από την ώρα που γυρίζω από το σχολείο, το κορμί μου σας παραδίνεται και είμαι εκεί, ανάμεσα σε κάτι βασιλικούς που έχουν σουρώσει, πίσω από μια βοκαμβίλια και σας λιγώνομαι.
Βλέπω τα μούσκουλά σας, το γυμνό σας στήθος, αχ εκείνο το στήθος, κατακλυσμένο από άγριες τρίχες, ωσάν πολύριζα από ριζά, που θέλουν να ξαναχωθούν στη γης και να ξαναπεταχτούν πιο φουντωτές, βλέπω, καθώς τεντώνεστε να απλώσετε τα ρούχα σας, βλέπω τα γυμνά σας πόδια, πόσο γυμνασμένα και στιβαρά και ταράσσομαι, άσε με εκείνον τον πισινό σας και το πανταλόνι πάντα φουσκωμένο, λες και κρατά (συγκρατεί μήπως ταιριάζει καλύτερα;) τη συνεχόμενη στύση σας. Και μια γκομενίτσα βλέπω, δεν έχετε φιλιά και τέτοια ξέρετε, γούτσου και μούτσου και μιάου, μάλλον δεν έχετε σχέση, κάποια φιλεναδίτσα δηλαδή.
Για την κοιλίτσα σας τι να πω; Πόσο ερωτική!
Θα θελατε να βγούμε; Για έναν καφέ; Εγώ είμαι έτοιμη να σας τα δώσω όλα. Όσα μπορώ. Όσα θελήσετε.
Θα έγραφε το μήνυμα στον υπολογιστή. Θα του το έστελνε το απόγευμα απαξάπαντως.
Πολύ σας αγάπησα!
Τόσο που δεν ξεχώριζε την καρδιά από το φούσκωμα στον καβάλο, τα ψυχικά του προτερήματα κρέμονταν ωσάν μαστάρια από τα μούσκουλα στα πόδια του. Έτσι ήταν αυτή! Αγαπούσε ολοκληρωτικά! Έτσι αγάπησε και τον Γιάννη του δευτέρου και τον Μιλτιάδη της ταράτσας, στην ίδια πολυκατοικία αυτοί με τον Νίκο, φοιτητής πριν τετραετίας ο πρώτος, πριν διετίας ο δεύτερος. Αγαπούσε όλως διόλου (ολοσχερώς την διόρθωναν, εκείνη επέμεινε, όλως διόλου, πάει να πει πιο ολοκληρωτικά από ολοκληρωτικά.) Αγαπούσε, ήταν στο είναι της, και το υπόλοιπο, όσο έμενε από τις αγάπες τις εξ αποστάσεως, το θυσιάζε στη διατροφή και στον σωματικό της ευπρεπισμό. Μισό γιαούρτι έτρωγε, το άλλο το άπλωνε στο πρόσωπό της.
Και πως το βρήκες το mail του έξυπνη; Μα είναι πολύ απλό.
Ανέβηκα στην πολυκατοικία σας, χτύπησα το κουδούνι, ξέρετε παραφύλαξα και ξέρω πού μένετε, μου άνοιξε εκείνο το κορίτσι, θεέ μου πόσο κατσιασμένο; Θέλω τον Νίκο, της είπα, δεν είναι εδώ, μου κάνει, να σας δώσω το τηλέφωνό του; Δεν είμαι κάποια θεία σου, της κάνω, α και το mail του της πέταξα επιτακτικά, ξέρω να παίρνω όσα επιθυμώ.
Δεν είχε στήσει καμία σε βάρος του μηχανή, τον ποθούσε και τα έκαμε ετούτα, πέντε χρόνια μοναξιάς το σπουργιτάκι της ατάιστο και είχε εξαγριωθεί, δεν μπορούσε να το συμμαζέψει. Και εκείνος ο Γιάννης του δευτέρου και ο Μιλτιάδης της ταράτσας αναχώρησαν για τους τόπους τους δίχως να προλάβει να τους ξανοιχτεί, πιστεύει πως θα την αγαπούσαν αν την γνώριζαν.
Ξέρετε, ή μάλλον ξέρεις Νίκο, δεν είμαι καμιά τυχαία, κάποια που σκέφτεται μονάχα το πήδημα δηλαδή, εγώ έχω στόχους, μήτε είμαι καμιά μυξοπαρθένα, ξέρεις με φοβίες, ταμπού και λοιπά. Είμαι ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Μην κοιτάς τώρα που λαμβάνω πρωτοβουλίες, κοντεύω τα τριάντα, καλέ πόσο μικρή είσαι μου λένε όλοι, μονάχα εκείνη η κιόσα των αγγλικών στο σχολείο, φτού σου να μην σε ματιάξω μου κάνει προψές, δεν τα δείχνεις τα χρονάκια σου. Δεν πέρασες τα σαράντα; Κακιασμένη γριά! Έχει καιρό να δει πράμα αντρικό και τα βάζει με τις κούκλες του σχολείου. Ξέχασα να σας αναφέρω, Νίκο, είμαι καθηγήτρια γαλλικών, με πιάνο, όχι βέβαια αρτίστ, και με μπαλέτο, τρία ολόκληρα χρόνια και από τα εφηβικά μου θεογκόμενα, μα μέσα μου τώρα φούντωσε μέγας καημός για σένα, όλα θα τα επαρατήσω, –τι να παρατήσει δηλαδή, πέντε χρόνια αγάμητη, μόνον τη δουλειά της είχε,- θα τα παρατήσω για να ζήσω την αγάπη μας.
Μια τούφα δίπλα στο αυτί σαν να άσπρισε, την είδε στον καθρέφτη το πρωί, πρέπει να τα ξαναβάψω και το χέρι της πήγε στο κυκνάκι της, θεογκόμενα ήμουνα, με τους καβαλιέρους μου και τα συναφή, στα νιάτα της και τώρα, για μια πενταετία κανένας ένοικος στο κυκνάκι, εκείνο πλατσουρίζει στη δική του λιμνούλα.
Να μην σας αναφέρω (να το ξεναγυρίσει στον πληθυντικό; Δεν είναι της μοδός αλλά είναι άλλης κλάσης) τις κατακτήσεις μου, τους άντρες δηλαδή που έτρεχαν από πίσω μου. Δεν ήμουν και καμιά πεινασμένη, οι άντρες σκυλάκια που γαυγίζανε ερωτικά ξωπίσω μου, εγώ δυο τρεις αγάπησα, –ας μην του έγραφε πόσοι την πηδήσανε, γιατί μάλλον δεν θα έκαμε καλή εντύπωση, ούτε ήθελε να το παίξει παρθένα,- και με εσένα τώρα νομίζω πως την εδάγκωσα τη λαμαρίνα.
Θα καθίσει να τα γράψει, θα τα σουλουπώσει, δεν χρειάζονται πολλά, να του γράψει και πόσο άριστη μαθήτρια ήταν, πέρασε γαλλικών, με άριστα γαλλικά, τα άλλα μαθήματα ας ήτο κάτω της βάσεως, με υποτροφία τελείωσα τη γαλλική φιλολογία, πού να τα ήξερε αυτός, υδραυλικός, πού να έβρισκε πως τη σχολή των τεσσάρων την τελείωσε σε οκτώ έτη, ίσως δυο τρεις λέξεις αρκούν, εκείνα περί προβλήματα μοναξιάς και έλλειψη τρυφερότητας καλά θα ήταν να τα αποσιωποιήσει, όπως και εκείνα περί καθημερινής εξασκήσεως του πράγματός της. Κρατάει τη μασιά και χτυπά την πόρτα από το τζάκι, ακούει μέσα του έναν θόρυβο, θα του τα γράψει απλά, υδραυλικός έμαθε πως είναι, και δεν θα ξανοιχτεί πολύ, μην δίνει στόχο, θα του τα γράψω, ίσως και για έναν καφέ, και θα του το στείλω. Ένας κούφιος ήχος την χτυπά στο κεφάλι, σταμάτα πια να παίζεις με τη μασιά, της λέει, χαμογελά στο ρολόι, πότε ξεπήδησε το μεσημέρι και προχωρεί ακάθεκτο;
Και αν δει το mail της; Και αν την αναγνωρίσει; Και αν την απορίψει και μετά τη βλέπει στον δρόμο, αυτή θα ξέρει το χαμόγελό του, θα καταλαβαίνει τον χλευασμό του και εκείνος θα κάθεται εκεί, στο περίπτερο αντίκρυ και θα λέει και ίσως να τη δείχνει και να γελάνε μαζί της. Τους βλέπει εκεί στο μαγαζάκι της πλατείας, όλοι οι άσωτοι της γειτονιάς και χασκογελούν και κουτσομπολεύουν την κάθε που περνάει. Αυτό δεν το αντέχει. Μα τι να κάμει;
Μα ναι! Θα του γράψω ένα γράμμα. Και θα το ρίξω κάτω από την πόρτα.
Διαλέγω αυτόν τον πατροπαράδοτο τρόπο, όχι γιατί δεν είμαι του συγχρόνου, αλλά με τα γράμματά μου από το ίδιο μου το χέρι φτιαγμένα, θα δεις απακριβώς τι σκέπτομαι δια εσέ. Είναι έρωτας! Στιγμιαίος και δυναμικός έρωτας! Ακαριαίος θα έλεγα. Γράφοντάς σε τοιουτοτρόπως, σου φέρνω και το άρωμά μου, πότισα με αυτό τον φάκελο και την πίστη μου πως έχεις την ώρα για έναν καφέ με εμέ. Αν συμφωνείς, καθώς βγαίνεις στο μπαλκόνι σου ανύψωσε ψηλά το δεξί σου χέρι και εγώ θα ρθω να σε βρω όπου και να με οδηγήσεις.
Πρέπει να σηκωθείς, σκέπτεται, ότι είναι να κάνεις πρέπει να το κάμεις γρήγορα, έρχεται σαββατοκύριακο και αυτό μόνη.
Πήγε στο γραφείο της, έψαξε, κάπου είχε φακέλους της νιότης της, με καρδούλες και τέτοια και ομορφιές και ερωτευμένους και επιστολόχαρτα σχετικά.
Στο πιο όμορφο που βρήκε άρχισε να γράφει, να ζωγραφίζει δηλαδή, ήταν τα γράμματά της καλλιτεχνίες και τα λόγια που πηδούσαν από τις λέξεις το καθένα και ένα αστέρι που ανυψωνόταν και θα γέμιζαν το στερέωμά του.
Πήρε το γράμμα και κίνησε. Βγήκε από την πόρτα δηλαδή και πάτησε το κουμπί από το ασανσέρ.
-Περιμένετε καλέ, άκουσε μια φωνή. Όχι και πολύ αντρική μα ούτε και γυναικεία. Δεσποινίς Ουρανία!
-Περικαλώ;
-Περιμένετε να κατεβούμε κάτω μαζί. Δεσποινίς Ουρανία στις ομορφιές σας. Πόσο νεαρή είστε. Πόσο; Είκοσι τριών;
-Όχι και είκοσι τριών, θίχτηκε. Είκοσι εννέα! Είπε με καμάρι. Πάνω στον ερωτικό της παροξυσμό. Μήτε μικρή και άπειρη, μήτε μεγάλη.
-Προς Θεού! Δεν ήθελα να σας θίξω. Φαίνεστε κατά πολύ μικρότερη.
-Και δεν μου λέτε Περικλή, προς τα πού οδεύετε; Άλλαξε θέμα, άριστα κολακευμένη και κοίταξε τον άντρα ολοκόρμως, όπως λέει, για αδελφή τον είχαν, μιας και ήσυχος ήταν, δηλαδή άχρωμος, σαψάλης και τοιούτος καθώς κακολογούσαν όλες της γειτονιάς, αν και δικηγορεύον.
-Οδεύουμε προς το γραφείο μας. Δυστυχώς προέκυψε δουλειά απογευματινή. Εσείς;
-Προς το κέντρο. Βόλτα στα μαγαζιά. Και ψώνια. Ξέρετε…
-Τι θα λέγατε για έναν καφέ; Σε κάποιο από τα καφέ της πλατείας. Σαν τελειώσετε. Βραδάκι δηλαδή.
-Πιο νωρίς δεν ημπορείτε; Η τσαχπινιά γέμισε το κορμί της που λίγωσε, κρατήθηκε από τον καθρέφτη τεντώνοντας το μπούστο της στα μάτια του.
-Για σας; Και τώρα αν θέλετε.
-Μα όχι καλέ, να κάμετε και εσείς τη δουλειά σας. Και εγώ να ξανανέβω να ρίξω κάτι άλλο πάνω μου, διότι βλέπετε δεν είμαι του καφέ. Φοράω πολύ απλά. Της βόλτας.
-Ορίστε το τηλέφωνό μου. Ό,τι ώρα θελήσετε μου τηλεφωνείτε. Άπλωσε το χέρι της και πήρε την κάρτα του. Το χέρι του ιδρωμένο, σε άλλες στιγμές θα το σιχαινόταν, τώρα την ανατρίχιασε. Ηδονικά. Ο κύριος Περικλής. Του ρετιρέ. Δικηγόρος με γραφείο στο κέντρο. Σαράντα και με τη μάνα του. Και εγώ περίπου εκεί, εδώ που τα λέμε. Και μόνη. Μπήκε στο διαμέρισμά της. Σιγά μην βγει για ψώνια. Θα ετοιμαστεί και θα του κουβαληθεί κουκλί. Ο κύριος Περικλής! Και τον λέγανε θηλυπρεπή. Αυτά τα γυναικεία στόματα, σαν ανοίξουν κάτι πρέπει να πουν. Αυτή τώρα βέβαια παρατήρησε το βλέμμα του πως έπαιζε πάνω στα στήθη της, ηθελημένα σουτιέν μισό, να πιάνει από κάτω, είχε τραβήξει και το φερμουάρ λιγάκι. Αχ, ναι! Τώρα που τον σκέφτεται φουντώνει. Καλέ πόσο ξάφνου τον αγάπησε; Αστραπιέως! Πως πεταρίζει η καρδιά της; Ωσάν κλώσσα που φουσκώνει μιας και έβγαλε κλωσσόπουλο σε κάθε αυγό.
Πόσα χρόνια μένει πάνω της ο κύριος Περικλής; Από τη στιγμή που θυμάται τον εαυτό της σε ετούτη τη γειτονιά ετούτος ήταν πάνω της. Και όμως! Παρασυρμένη από τα λόγια των μουλάρων, ναι μουλάρες και αλόγες ήταν οι γυναίκες, δεν πρόσεχε τα ηδονικά βλέμματα που εκτόξευε εναντίον της. Τώρα τα ανακαλεί στη μνήμη της ένα ένα. Καλέ, πόσα χρόνια να την ήθελε; Πόσο ανώτερος άντρας, να μην της το αποκαλύψει! Θα έφτασε ο άνθρωπος στο αμήν για να μπορέσει να αρθρώσει αυτές τις κουβέντες. Και αυτή, τόσο όμορφη και μυαλωμένη, πως και δεν μπόρεσε να καταλάβει την αγάπη του; Πάνε άδικα πέντε χρόνια, ψιθυρίζει. Μα όχι πέντε. Σχεδόν είκοσι μένει σε ετούτη τη γειτονιά.
Κάτι της έπεσε. Το γράμμα. Το πήρε και το έριξε στο τζάκι. Καλού κακού το άναψε κιόλας. Καθόταν και το παρατηρούσε. Σε λίγο δεν έμεινε τίποτε. Μονάχα κάποια γράμματα. Τα ένωσε. Περικλής, της κάμαν.
Ξάπλωσε στη φλοκάτη. Αναπολεί το σημερινό βράδυ. Δυο κορμιά θα κυλισθούν εκεί, με το σκοτάδι να κρύβει τη μια μεριά, το τζάκι να αναδεικνύει την άλλη.
_
γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας
0 Σχόλια