Πριν ξεκινήσω τη συγγραφή του «Όταν ξημερώνει…» ήθελα να γράψω μια ιστορία για την ανεργία. Και μέσα στο μυαλό μου υπήρχε πάντα η ιδέα για ένα βιβλίο «οικογενειακό». Να περιγράφει δηλαδή την οικογενειακή ζωή. Τη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής. Επιπρόσθετα είχα ολοκληρώσει χρόνια πίσω, ένα μυθιστόρημα για έναν ανολοκλήρωτο εφηβικό έρωτα, που κατά καιρούς «σκάλιζα» κόβοντας και ράβοντας λέξεις.
Στην αρχή έγραψα μερικές αράδες για μια ιστορία οικογενειακής ζωής. Χωρίς σχέδιο, περισσότερο ως εκπαίδευση, προπόνηση μυθιστορήματος το ονομάζω. Το συνηθίζω αυτό. Για να μην χάνω την επαφή με το γράψιμο. Είναι κατά μία έννοια μία τεχνική.
Στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει οι «Παράπλευρες απώλειες», ένα μυθιστόρημα που εκτυλισσόταν στην πρώτη εποχή της κρίσης, στο πρώτο μνημόνιο. Επηρεασμένος από το τότε κλίμα, ήθελα να γράψω για την ανεργία και την απόλυση. Είχα μια πρώτη ιδέα, χωρίς όμως να την προχωρήσω.
Ταυτόχρονα το μυθιστόρημα με τον ανεκπλήρωτο έρωτα ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου. Αλλά ήταν κατά κάποιον τρόπο ελλιπές. Δεν είχε το αποτέλεσμα που θα ήθελα να έχει.
Και όπως συνήθως μου συμβαίνει ήρθε στα ξαφνικά το θέμα στο μυαλό μου: «Μια ξεχασμένη ιστορία αγάπης με φόντο την απόλυση». Αυτό ήταν. Το θέμα μου ήταν έτοιμο. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να το χτίσω χρησιμοποιώντας τις λέξεις.
Σε όλα μου τα μυθιστορήματα δουλεύω βάσει σχεδίου. Φτιάχνω το «σκελετό». Για να γνωρίζω την αρχή, τη μέση, το τέλος. Δεν τηρώ πάντοτε το αρχικό πλάνο. Η ιστορία είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Ζει, κινείται, αναπνέει, αλλάζει δρόμους. Άλλες φορές ακολουθώ, άλλες όχι. Εξαρτάται προς τα πού θέλω να κινηθώ.
Ο ήρωας λοιπόν θα ήταν ένας οικογενειάρχης. Ένας άνθρωπος συνηθισμένος, εγκλωβισμένος στη ροή της καθημερινότητας. Παντρεμένος, έχοντας αποκτήσει παιδιά, ζώντας χωρίς έντονες συγκινήσεις. Ένας άνθρωπος πιεσμένος, από τις καθημερινές υποχρεώσεις. Ένας ισορροπημένος εργαζόμενος. Μέχρι εδώ καλά. Αλλά πόσο ενδιαφέρων είναι ένας τέτοιος τύπος; Καθόλου, είναι η απάντηση. Θα μπορούσε να έχει ένα χόμπι, κάτι που να τον κάνει να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα εξυπηρετούσε την ιστορία, έτσι όπως ήθελα να την πλάσω. Θα έπρεπε να έχει τάσεις φυγής. Να «φεύγει» το μυαλό του, κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν του. Ένας ψυχικός αποσυμπιεστής κατά μία έννοια.
Τα όνειρα δεν κοστίζουν. Είναι μια καλή διέξοδος. Τι θα γινόταν αν οι ισορροπίες άλλαζαν; Αν έχανε τη δουλειά του; Χμ, εκεί θα είχε ενδιαφέρον. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να διαλύσω την καθημερινότητά του. Ανάγκασα τον ήρωα να βγει από το κουκούλι της ρουτίνας. Ο ήρωας όμως δεν ήθελε να διαταράξει τη ροή. Και αποφασίζει να κρύψει το γεγονός της απόλυσης από τη γυναίκα του. Γίνεται ένας ψεύτης.
Δεν θα μπορούσε όμως να συνεχιστεί σ’ αυτό το μοτίβο η ιστορία. Πάλι θα πλάτιαζε. Τι νόημα θα μπορούσε να βρει ο αναγνώστης σ’ έναν ήρωα που χάνει τη δουλειά του, κρύβεται από την οικογένειά του και βολοδέρνει στις παραλίες της Αττικής, σκοτώνοντας την ώρα του; Δεν θα μπορούσε να βρει νόημα, δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του.
Αν όμως μέσα σε όλα αυτά, έμπαινε σφήνα η παλιά του αγάπη; Το ερωτικό απωθημένο του; Τότε κάτι θα γινόταν. Θα είχε μια αγωνία. Μια εσωτερική πάλη. Τι θα κάνει ο ήρωα; Θα νικήσει ο θεός ή ο δαίμονας;
Έφτιαξα το σκελετό βασιζόμενος στα παραπάνω. Ο πρωταγωνιστής θα έπρεπε να έχει χαρακτηριστικά που να δικαιολογούν τις πράξεις του. Και αν όχι όλες τις πράξεις του, να υπάρχουν ή να δημιουργούνται οι συνθήκες για την αιτιολόγηση. Κάτι τέτοιο έκανα με τον Λάζαρο. Κάτι αντίστοιχα έκανα και με τη Γλυκερία.
Και φυσικά ήθελα ανατροπή μέσα στο κείμενο. Η ανατροπή είναι για εμένα ένα βασικό συστατικό κάθε ιστορίας που γράφω. Είναι το αλάτι και το πιπέρι. Δεν πρόκειται βέβαια να αναφέρω τίποτα σχετικά με τις ανατροπές. Θα τις ανακαλύψετε διαβάζοντας το «Όταν ξημερώνει…».
_
γράφει ο Άγγελος Χαριάτης
–
Διαβάστε την κριτική του βιβλίο από τον Κώστα Θερμογιάννη εδώ.
0 Σχόλια