Ο άντρας τη βλέπει.
Τυλιγμένη τα σύννεφα, φυλαγμένη με την εσάρπα της από τον εναγκαλισμό τους. Τα χρώματά της παρμένα από μια περισπούδαστη συλλογή μπιστρό.
Στο πρόσωπό της καταστάλαξε και στα τεράστιά της μάτια- τσακιστές αμυγδαλωτές ελιές.
Η κοπέλα τύλιγε τα χέρια της γύρω από το κεφάλι του γιου. Το μάγουλό της γεύεται το δικό του κι ένα τεράστιο χαμόγελο- ήλιος στα χείλη των δυο.
Ο άντρας ξέρει πως ποτέ τους δεν θα φιληθούν. Δε θα μπορούσαν. Όπως γνωρίζει πως και ο κτύπος στη δική του καρδιά δεν είναι ο συνηθισμένος.
Τους βλέπει.
Είναι δυο χρόνια τώρα που η κοπέλα βοηθά το γιο στην καθημερινότητά του. Δυο χρόνια που φέρνει κάθε πρωί τον αγέρα της και τον σηκώνει το μεσημέρι. Έρχεται μια αγαθιάρα αύρα που κουβαλά κρυφά μηνύματα και φεύγει μια ανήσυχη τραμουντάνα που τα έχει ξεριζώσει όλα από μέσα του, αφήνοντας τα σώψυχά του να σφυροκοπούν.
Δώδεκα χρόνοι μονάχοι με το γιο. Γνωρίζει ο ένας το χνώτο του άλλου. Ο άντρας δηλαδή. Για το γιο αμφιβάλλει.
Τα δυο τελευταία χρόνια μετεωρεί μαζί τους η κοπέλα κι αυτός ποθεί να εκραγεί στα μάτια της, βροχή διαττόντων.
Να μπορούσε να τη σμίλευε, ένα γλυπτό απέναντί του και να έμενε ώρες κοιτώντας το!
Τη βλέπει που χαϊδεύει το γιο και ξέρει πως αυτό δεν είναι χάδι. Τη βλέπει να μένει στο πρόσωπο του γιου και κατέχει πως δεν απεικονίζεται μέσα του. Τη βλέπει που γελά με τα καμώματά του και γνωρίζει πως αυτό δεν είναι το γέλιο της. Όλα πηγάζουν από την καλοσύνη της ή από τον ζήλο για το επάγγελμά της. Πιστεύει.
Ο άντρας την ονειρεύεται δίπλα του αλλιώς. Δυο καρδιές με κεντρομόλο δύναμη. Δυο σώματα άυλα να ταξιδεύουν απλανή στο διάστημα.
Δώδεκα χρόνια η ζωή του στυφή. Πριν δώδεκα χρόνια, η γυναίκα του, αυτή που ξύπναγε με βουρκωμένα τα μάτια, σηκώθηκε εκείνο το πρωινό με έναν διαφορετικό αγέρα. Την είδε που τον έσερνε στην όψη της. Αγέρας ταξιδιάρης στα μάτια της.
«Φεύγω,» είπε.
Έτσι απλά.
«Δεν αντέχω πια…»
Έτσι απλά έφυγε.
Τα έξι προηγούμενα χρόνια ήταν ζουφωγμένη μέσα του σ’ έναν βουβό οδυρμό. Το κορμί της αδυνάτισε, το πρόσωπό της έγινε ένα χάρτινο αχρωμάτιστο σύννεφο.
Για έξι χρόνια πάλευαν μαζί για το γιο. Εκεί πάνω αυτή κουράστηκε…
Βλέπει την κοπέλα. Ταξιδεύει στο κορμί της. Ρουφά την κάθε της κίνηση. Εκείνη λικνίζεται, ανακλαδίζεται. Ξάφνου βάζει τη σκοτεινιά στα μάτια, έναν θόρυβο στη φωνή:
«Μη!»
Ο γιος μαζεύεται.
Ένας αντιγραφέας μέσα του, δυο χρόνια τώρα αντιγράφει κάθε της πνοή. Και το βράδυ συνεχίζει το βιβλίο της. Όλη μέρα κάθεται απέναντί της και αφήνεται. Να τον κουρσέψει. Να ζήσει στο στήθος της που ταράσσεται.
Η κοπέλα ζει τις ώρες στο σπίτι τους με το γιο. Βγαίνουν στον έξω κόσμο και σαν γυρίσουν ακούει τα γέλια της. Ξέρει, πως δεν μπορεί ν’ αγαπήσει το γιο, θεωρεί αδιανόητο ο γιος του να την ποθήσει.
Ο άντρας επιθυμεί να την κλείσει στην αγκαλιά του και να μεταλλαχτούν σε μια αεικίνητη εικόνα στο γύρισμα του καιρού.
Αύριο ο γιος γιορτάζει τα δεκαοχτώ του. Τότε, πριν δεκαοχτώ χρόνια, αυτός και η γυναίκα του κλαίγανε από χαρά. Ο γιος δεν έκλαψε καθόλου. Κι ο γιατρός φειδωλός:
«Κάποια κινητικά προβλήματα… αλλά αυτά είναι ασήμαντα μπροστά στ’ άλλα…»
Η κοπέλα σκουπίζει τα σάλια του γιου. Ο άντρας, είναι απορροφημένος πάνω της. Οι αναμνήσεις του τρέχουν στο πρόσωπό της. Αν ήταν ζωγράφος θα μπορούσε να την γδύσει και να μείνει στον πίνακά της για πάντα.
Προσπαθεί να βρει λέξεις.
«Σε ποθώ… σε αγαπώ… σε θέλω…»
Αν ήταν ποιητής θα μπορούσε να πλανέψει με τις γραμμές της τα λόγια και τα θέλω του. Αν ήταν γλύπτης θα τους έπλαθε όπως το φανταζόταν…
Αυτόν και την κοπέλα. Ο γιος στο περιθώριο. Εξόριστος…
0 Σχόλια