«Και θα πεθάνει χωρίς ούτε ένα βογκητό,
έτσι όπως ονειρεύονται να πεθάνουν οι ήρωες»
Tom Waits
Το κοσμικό Αυγό και η κοιλιά εκείνης της γυναίκας που ήταν η μητέρα του. Ο Πίθος της Πανδώρας, και της Δηιάνειρας, του Ακάμα, αλλά κι αυτό που μέσα τοποθέτησε τον Εριχθόνιο η Αθηνά. Ο Δούρειος Ίππος. Οι Ασκοί του Αίολου. Η Κιβωτός του Νώε. Το μαγικό Λυχνάρι του Αλαντίν. Τα Κιούπια με τους Σαράντα Κλέφτες.
Άνοιγε με μανία το ένα κουτί μετά το άλλο. Με νοσηρότητα. Ζούσε χαμένος μέσα στη δίνη μιας αλαζονικής περιέργειας. Ένιωθε άτρωτος στην έκπληξη και η πρόκληση ήταν η μόνη απόχρωση της απληστίας του. Κι όταν κάποτε όλα έγιναν δικά του, άνοιξε και το τελευταίο κουτί ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Το βρήκε άδειο. Αυτός που δεν υπήρχε τίποτα να τον προκαλεί, έμεινε άναυδος κι αμήχανος μπροστά σ΄ εκείνο το απύθμενο κενό. Μάταια έψαξε όλες τις γωνίες του για να βρει το κρυμμένο. Κι ούτε κατάφερε να δώσει μια ερμηνεία. Γι’ αυτό το έκλεισε. Δεν είπε, φυσικά, τίποτα σε κανέναν. Άφησε τη ζωή του να κυλίσει απερίσκεπτα, όπως και πρώτα, πάνω σε όλα όσα νόμιζε δικά του: ανθρώπους, χώρες, πλούτη, δόξα, γνώση κι απολαύσεις. Μ’ ένα σφουγγάρι εξαφάνισε τούτο το ανεξιχνίαστο συμβάν απ’ τη ζωή του. Μέχρι που το είδωλό του άρχισε να θολώνει στον καθρέπτη. Αρχικά τον εγκατέλειψαν οι αποχρώσεις κι έπειτα απομακρύνθηκαν αργά τα σχήματα και οι όγκοι, με τελευταία τα χρώματα. Πρώτο της ανατολής το μπλε και στερνό το κόκκινο της δύσης. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, βλέποντας τούτη τη φορά από την άλλη πλευρά, βρέθηκε μες το δωμάτιο της μνήμης του, περιτριγυρισμένος με ό,τι πολυτιμότερο του απέμεινε. Τις αναμνήσεις. Έσκυψε μ΄ ανακούφιση, να τις πάρει στην αγκαλιά του, να τις χαϊδέψει τρυφερά όπως θα έκανε με μια ερωμένη, όπως παλιά έκανε με τ΄ άλογό του. Μ΄ αντίθετα απ’ το Μίδα, ό,τι άγγιζε ξεχείλωνε σαν πολυφορεμένο γάντι, έχανε αργά την λάμψη του και γλιστρούσε απ’ τη χούφτα του όπως το νερό, δίχως όμως ν΄ αφήνει πίσω του μια μαρτυρία υγρασίας. Κι όσο συνέβαινε αυτό, τόσο και πιο πολύ ήθελε την κάθε ανάμνηση ν΄ αγγίξει, μέχρι που όλα χάθηκαν και το δωμάτιο έμεινε άδειο. Ένιωθε να κυλάει η αγωνία υγρή από το μέτωπό του μα ούτε που τόλμησε να το σκουπίσει με τα χέρια του. Το βλέμμα του πετάρισε για τελευταία φορά ολόγυρα σα μια παγιδευμένη πεταλούδα και προσγειώθηκε πάνω στην στερνή ανάμνηση.
Μόνος πια, μέσα σ΄ αυτό το άδειο δωμάτιο, με τα χέρια απλωμένα, σε έκσταση, κατάλαβε το μήνυμα. Ύστερα άγγιξε το πρόσωπό του για να κλάψει κι έγινε ακόμα μια σκιά μες τις σκιές.
Ό,τι κι αν κάνουμε, είναι ένα τίποτα μπροστά στο μεγαλείο του κενού, που υπάρχει πάντοτε παντού κι είναι τα πάντα. Ας είναι δοξασμένο τ΄ Όνομα του.
από την ανέκδοτη συλλογή “Αντιγραφές”
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Όταν όλα πια σου ανήκουν… καταλαβαίνεις πως δε σου ανήκει τίποτα. Το κενό σερβίρεται πάντα και πιο εύκολα σε εκείνους που νομίζουν πως ποτέ δε θα το πλησιάσουν με τις επιλογές που έχουν κάνει στη ζωή τους. Η αιώνια ασθένεια μερικών (πολλών) που πάσχουν από την αφελή εντύπωση οτι είναι αθάνατοι ή άτρωτοι ή ό,τι…
Προδιαθέτει για μια εξαιρετική συλλογή. Με το καλό!