Από τότε που μπήκε η φωτιά στη ζωή μας, πολλά δεινά μας βρήκανε κι εξακολουθούν να μας βρίσκουν, όσο κι αν θέλουμε να κρυφτούμε.
Κατά την ελληνική μυθολογία, ο θεός της φωτιάς ήταν ο Ήφαιστος κι ας κρατούσε γερά και απειλητικά στα χέρια του ο Δίας τον κεραυνό. Από τον Ήφαιστο έκλεψε ο Προμηθέας τη φωτιά για να τη δώσει στους ανθρώπους, γι αυτό κι ο Δίας τον τιμώρησε με τον γνωστό σε όλους μας τρόπο…
Στα πολύ παλιά τα χρόνια –χιλιετίες πριν– οι άνθρωποι σκότωναν τα ζώα και εκμεταλλεύονταν τα πάντα. Τα δέρματά τους για να ντύνονται και να ζεσταίνονται, το κρέας για να τρώνε, τα κόκαλα για όπλα τους. Κι όταν ο καιρός ήταν ζεστός, χρησιμοποιούσαν διάφορα φύλλα για να κρύψουν τη γύμνια τους, όχι από ντροπή, αλλά για να προφυλάσσουν τα ευαίσθητα σημεία.
Με τους αιώνες και τα χρόνια βρήκαν το λινάρι και το μαλλί από τα πρόβατα, έφτιαξαν κλωστές, έφτιαξαν υφάσματα, μέχρι που άρχισαν να εκμεταλλεύονται και τα κουκούλια από τους μεταξοσκώληκες. Έλα, όμως, που τα υφάσματα χρειάζονταν πλύσιμο και σίδερο… Κι έτσι αρχίζει η ιστορία του σιδερώματος… Όχι της γνωστής, σε όλους τους παλιούς, Σπυριδούλας. Μακριά από μας τέτοιες καταστάσεις…
Το βαποράκι, όπως το έλεγαν, ήταν ένα σιδερένιο σκεύασμα, περίπου ορθογώνιο και εξάπλευρο – το επάνω μέρος ήταν αποσπώμενο και είχε και ξύλινη λαβή – στην «κοιλιά» του έμπαιναν τα πυρακτωμένα κάρβουνα. Και φύσαγες και φύσαγες – στο αποσπώμενο μέρος είχε και τρυπούλες – για να μην σβήνουν τα κάρβουνα και να μπορείς να σιδερώσεις τα καλοπλυμένα σου ρούχα και στρωσίδια, που είχες σκοτωθεί στο ποτάμι ή στη σκάφη να τρίβεις με τις ώρες.
Και ο πολιτισμός προχωρούσε. Βέβαια. Και να τα κεντίδια και να οι φραμπαλάδες και να τα μεταξωτά… Μια σπίθα από το βαποράκι και πάει περίπατο το υφασματάκι… Και σαν ανακαλύφθηκε και ο ηλεκτρισμός, φτιάχτηκαν και τα ηλεκτρικά σίδερα. Χαρά οι νοικοκυρές! Οι άμοιρες, δεν ήξεραν πως με το ηλεκτρικό σίδερο αυξάνονταν και τα ρούχα… Άλλα το πρωί, άλλα το απόγεμα, άλλα το βράδυ, άλλα στις γιορτές και τις σκόλες, άλλα για τις καθημερινές στη δουλειά και άλλα για τις βόλτες και τις εξόδους.
Κι επειδή δεν έβγαζαν άκρη τα χέρια και τα πόδια που γίνονταν τούμπανο από τη ζέστη και την ορθοστασία, φτιάχτηκε η πρέσα! Οποία χαρά κι ευτυχία! Θα κάθομαι καθιστή και σ’ ένα οκτάωρο, πέρα από τις άλλες υποχρεώσεις, θα ξεπετάω μια μεγάλη λεκάνη με φρεσκοπλυμένα και μυρωδάτα ρούχα!
Οι άλλες υποχρεώσεις ποιες είναι; Η λάτρα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το οκτάωρο στη δουλειά, το μεγάλωμα των παιδιών και τα κοινωνικά και συζυγικά καθήκοντα… Όπως το λέει και το γνωστό μας άσμα: «Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά…»
Για να γυρίσουμε, όμως στη φωτιά, γιατί από κει ξεκινήσαμε κι από κει ξεκίνησαν όλα. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Φωτιά για το μαγείρεμα, αλλά φωτιά για να κάψουμε το διπλανό χωριό, με τους οποίους βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση.
Φωτιά για να πολεμήσουμε τους αντιπάλους και γιατί όχι, να τους εξαφανίσουμε μαζί με τον πολιτισμό τους.
Υγρό πυρ οι Βυζαντινοί στις ναυμαχίες και στρατιωτικές τους συρράξεις.
Στο πυρ το εξώτερο οι ιεροεξεταστές στην περίοδο του Μεσαίωνα και όχι μόνο.
Φωτιά ξερνούσαν οι βόμβες στον πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φωτιά ξερνούν και τα σημερινά μαχητικά αεροπλάνα, αδιαφορώντας για άμαχους και γυναικόπαιδα.
Φωτιά βάζουμε στα δάση για να «εκμεταλλευτούμε» τη γη. (Τρομάρα στα μπατζάκια μας…)
Φωτιά, φωτιά, φωτιά οι τιμές, φωτιά στα όνειρα των παιδιών που βάζουμε οι μεγάλοι…
Φωτιές παντού και με κέρδος μόνο εκείνων των πέντε-δέκα-εκατό, όσοι είναι τελοσπάντων, που νομίζουν εαυτούς θεούς και διαφεντεύουν τις τύχες των λαών…
Α, ρε Ήφαιστε, α, ρε Προμηθέα…
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια