Ο αέρας φυσά την ανάγκη σου

Δημοσίευση: 16.07.2017

Ετικέτες

Κατηγορία

«Ο αέρας φυσά την ανάγκη σου», έγραψε και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά στο μικρό καφενεδάκι. Ο ζεστός αέρας άγγιξε τα ξερά χείλη του. Ένιωσε διψασμένος κι ήπιε από το ποτήρι με το παγωμένο νερό που μόλις του είχε σερβίρει ο Σταύρος, ο σερβιτόρος του καφενείου «Η ωραία θέα». Ξαναγύρισε στο σημειωματάριο του. Καφέ σκληρό εξώφυλλο και κρεμ σελίδες με γραμμές εσωτερικά. Είχε ακόμα έντονη τη μυρωδιά από το σπίτι του. Δεν πρόλαβε να χορτάσει ακόμα τις διακοπές, να φρεσκαριστεί από τον κυκλαδίτικο αέρα, να γεμίσει με αρμύρα από τις όμορφες θάλασσες.

«Ο αέρας φυσά την ανάγκη σου. Όπως εγώ φυσώ μέσα στο μυαλό μου τη μορφή σου. Να έρθει λίγο πιο κοντά. Καμία υποταγή της φαντασίας μου. Βασανιστήριο γλυκό το παιχνίδι του ανέμου. Και του μυαλού μου. Με μια βεβαιότητα, πως λείπεις από δίπλα μου. Από τούτη την καρέκλα που έχω ακουμπήσει τον φθαρμένο μου πια χαρτοφύλακα», έγραψε και ακούμπησε με τρυφερότητα την καρέκλα δίπλα του. Ύστερα τα μάτια του χάθηκαν απέναντι σε μια παρέα νεαρών κοριτσιών που φωτογράφιζαν η μία την άλλη και γελούσαν. Γέλασε μαζί τους. Ήπιε μια γουλιά από τον ελληνικό του και έστρωσε καλύτερα το χαρτί στο σημειωματάριό του. Απαλά, με δάχτυλα που έτρεμαν. Άλλο ένα σημάδι της ηλικίας του, σκεφτόταν. Της φθοράς του.

«Μεγαλώνω. Μεγαλώνω πιο γρήγορα. Πιο γρήγορα από όσο θα ήθελα. Κι όλο λέω τελευταίως πως αν ήμουν πιο νέος θα έκανα τόσα πολλά. Από εκείνα που όλοι μας βρίσκουμε να μετανιώνουμε όταν περνούν τα χρόνια. Μα θα είχα λίγο χρόνο ακόμα μαζί σου. Να αισθάνομαι την ύπαρξή σου. Να σε νιώθω να ανθίζεις», είπε και με ένα μαντήλι που έσυρε από την τσέπη του σκούπισε το μέτωπό του. Ο Αύγουστος αυτός είχε χτυπήσει 45άρια μα εκείνος επέμεινε να φορά παντελόνια και πουκάμισα με μανίκια. Μια ιδιοτροπία κληρονομιά. Σεβασμός, καλοί τρόποι, κανείς δεν ξέρει πια. Μα όσο κι αν προσπάθησε να απαλλαγεί από τούτα τα ρούχα, όσες φορές κι αν σταμάτησε σε μαγαζιά με βερμούδες και αμάνικες μπλούζες δεν κατάφερε να το αποφασίσει.

Πήρε μια ανάσα και συνέχισε σα να έπρεπε να τα γράψει όλα τώρα. Σα να μην είχε άλλο χρόνο. «Δεν ξέρω γιατί σου γράφω. Το γράμμα τούτο ποτέ δε θα το λάβεις. Πώς να μιλήσω έτσι ανοιχτά σε ένα άγαλμα. Ναι, άγαλμα. Ξέρω ότι σου φαίνεται παράξενο. Μα στο μυαλό μου έτσι σε έχω. Σαν μια νέα θεότητα. Με όνομα που ξεπερνά τα ονόματα. Με δυνάμεις που δεν έχει καμιά άλλη θεά. Εκείνες που θωπεύουν το νου, την καρδιά. Σου έστησα λοιπόν ένα τέτοιο άγαλμα. Το έβαλα σε εκείνο το ξέχωρο μέρος του μυαλού μου, εκείνο που το λούζει ο ήλιος το πρωί και το κοκκινίζει το απόγευμα το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα. Σαν δυσκολεύει η μέρα μου, παίρνω το μπαστούνι μου κι αρχίζω τους περιπάτους κοντά του. Κάθομαι σε ένα παγκάκι που έχω χαράξει τα αρχικά σου σαν ερωτευμένος έφηβος και σου διαβάζω ποιήματα. Ναι ποιήματα. Καμιά φορά με πιάνω να τραγουδώ. Τραγούδια που έχτισαν την καρδιά μου σε άλλες εποχές. Από εκείνα που έφτιαξαν οροσειρές συναισθημάτων και δάκρυα πότε γλυκά πότε πικρά. Ξέρω, σου ακούγομαι αλλοπαρμένος. Μα πες με καλύτερα ονειροπόλο. Αθεράπευτα ρομαντικό. Μέσα στην καρδιά μου είμαι εκείνος ο μικρός με το άστρωτο τσουλούφι που του βάζω ξανά και ξανά λίγο τζελ για να στρώσει. Εκείνος ο πιτσιρικάς που και τότε ερωτευόταν αυτό το «τίποτα» που λέγανε με θράσος πολλοί. Τούτο το τίποτα που γαληνεύει την ύπαρξή μου, μουδιάζει τη σκέψη μου, κατακτά την ψυχή μου. Ένα τόσο μεγάλο και αριστοκρατικό τίποτα που μόνο να αποζητά κανείς να κατακτήσει στη ζωή του θα ήθελε. Να κατακτήσει… Λάθος. Να πλησιάσει. Να δει. Να νιώσει. Μα όχι. Όχι να κατακτήσει. Κατακτήσει θα σήμαινε εισβολή και κατοχή. Αιματηρή ίσως επίθεση. Βία. Πώς γίνεται να είναι κανείς βίαιος με μια τέτοια μορφή ευτυχίας. Την αγνότητα, την αθωότητα δεν την πονάς. Την ευτυχία, το ίδιο. Τη σέβεσαι. Δεν αποζητάς την δέσμευσή της. Το μόνο που θες είναι την παρέα της», είπε και σταμάτησε λίγο να γράφει για να ξεμουδιάσει το χέρι του.

Από μπροστά του περάσαν δυο πιτσιρίκια. Παλεύαν να πιάσουν μια μπάλα. Να την κλέψει ο ένας από τον άλλον. Χαμογέλασε και πάλι. Το γράμμα του γραφόταν στον αέρα. Από τα ίδια τα γεγονότα. Χωρίς να μετέχει είχε συμμετοχή. Κάθε λέξη φανέρωνε μια σύνδεση με τη φύση. Για αυτό την αγάπησε. Γιατί ήταν φυσικό να αγαπηθεί. Γιατί δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Και η φύση έχει τους δικούς της κανόνες και όσο ασύμβατοι και να γινόμαστε σα μεγαλώνουμε μαζί της, πάντα μας επαναφέρει είτε νουθετώντας μας είτε τιμωρώντας μας είτε παρηγορώντας μας. Τι σκέψεις. Τι αλληλουχίες. Το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα. Ένιωθε μια νεότητα -δανεική σίγουρα- αλλά ωραία μέσα σε τούτο το εργοστάσιο που γένναγε τις λέξεις και τα συναισθήματα.

«Για κάποιο όμορφο λόγο, που ακόμα δεν έχω αποκωδικοποιήσει, στάθηκες αγγελικά στην ζωή μου. Καμιά φορά λέω πως ίσως να είσαι εσύ εκείνος ο άγγελος που ήρθε να με πάρει μαλακά από τη ζωή. Πως ίσως να έστειλαν εσένα από κει πάνω για να θελήσω πιο εύκολα να παραδοθώ στο αναπόφευκτο. Κι άλλες φορές σκέφτομαι πως ίσως εγώ να πρέπει να σταθώ δικός σου άγγελος. Όχι, μην το ονομάσεις βιαστικά εγωισμό. Δεν είμαι εγωιστής. Θα έπρεπε να είμαι λίγο μα όχι. Μα να, σκέφτομαι πως ίσως να βρέθηκες στη δική μου ζωή που τελειώνει για να σου δώσω λίγο από το φως που κατέκτησα. Ναι, το φως, μη σου φαίνεται παράξενο… Σαν προστασία για όλα όσα θα έρθουν στη ζωή σου. Σαν μια έξτρα ζωή που λένε τα παιδιά στα παιχνίδια που παίζουν», είπε και σήκωσε και πάλι το κεφάλι του τεντώνοντας την πλάτη του που πονούσε.

Στα απέναντι τραπέζια, δυο γέροι καθόντουσαν ξεχωριστά. Πάντα έτσι κάθονταν. Αντάλλαζαν ένα βιαστικό και ανέκφραστο χαιρετισμό και τίποτε άλλο. Είχε ρωτήσει για αυτούς. Μένανε στο χωριό αυτό από τότε που γεννήθηκαν. Γιοι από οικογένειες που δε μίλαγαν για κάποια χωράφια που δε μοιράστηκαν σωστά. Τώρα, πεθαμένοι γονείς. Πεθαμένοι οι τσακωμοί. Μα τούτη η σιωπή κατάλοιπο. Χωρίς καμιά εξήγηση. Μια συνήθεια που πήγε από γενιά σε γενιά.

«Δεν αντέχω τόση σιωπή» άρχισε πάλι να γράφει με το λόγο του να παντρεύεται και πάλι με όσα ένιωθε γύρω του. «Τούτο είναι που μου λείπει. Ξέρω πως αν ήσουν δίπλα μου, θα λυνόταν αυτή η ακινησία των λέξεων. Θα σε κοίταζα στα μάτια με μια όραση μαγική, θα σε άκουγα κι άλλες φορές δε θα σταμάταγα να σου μιλώ. Τόσοι διαφορετικοί ήχοι. Τόσα αρώματα μεθυστικά που θα ταίριαζαν του καλοκαιριού. Τόση ομορφιά που έχει η αγάπη. Ναι, η αγάπη. Αυτό. Δεν έχω κάτι άλλο. Η καρδιά μου έμαθε να ξεχωρίζει πια. Να τακτοποιεί. Να καταθέτει. Τώρα ξέρω τι είναι να πονά, τι είναι να τεντώνεται τι είναι να μεγαλώνει», είπε και έβαλε το χέρι του στην καρδιά του παίρνοντας μια βαθιά ανάσα… σα να μιλούσε τόση ώρα και προσπαθούσε να ξελαχανιάσει.

«Ο αέρας φυσά την ανάγκη σου. Κι εγώ φυσώ την ανάγκη μου στον αέρα. Με ένα όνειρο άπιαστο –το ξέρω-  προσπαθώ σαν διαβάτης χρόνων, σαν ταξιδευτής, να καταφέρω να φτάσω μέχρι τα σκαλιά του σπιτιού σου, μέχρι την σκάλα του Παραδείσου μου…»

Έκλεισε το σημειωματάριό του και ήπιε άλλη μια γουλιά από τον καφέ του. Ύστερα, σηκώθηκε, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και έπιασε το λευκό του μπαστούνι που είχε ακουμπήσει στη διπλανή καρέκλα». Σηκώθηκε σιγά σιγά, έβαλε μπροστά το μπαστούνι και άρχισε να περπατά. Ο κόσμος στην πλατεία έκανε στην άκρη σαν πέρασε από μπροστά τους και εκείνος χαμογέλασε ήρεμος κι ύστερα ψιθύρισε:

«Μην ανησυχείτε. Βλέπω… βλέπω…»

 

                 

*Ευχαριστώ τον Απόστολο Παλιεράκη για την επιμέλεια-κέντημα της ιστορίας μου

 

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

4 σχόλια

4 Σχόλια

  1. Πουπερμίνα

    Απτική όραση! Γειά σου Τζουγανάκη με τα ωραία σου!

    Απάντηση
  2. Απόστολος Παλιεράκης

    Αφού σ’ ευχαριστήσω για την γενναιόδωρη διάθεσή σου και την… προαγωγή μου, θα σε βεβαιώσω, ως αναγνώστης, ότι στη γραφή σου φυσά ένας ακούραστος δημιουργικός αέρας, που κουβαλάει πρωτότυπες ιδέες και γοητευτικές εικόνες και που με την ευαίσθητή του δύναμη λύνει όλα τα προβλήματα ανάπτυξης και τις συνθέτει μαγικά. Πάντα μπράβο σου! Συγκινημένος, ετούτη τη φορά, από το ευγενικό ευχαριστώ σου.

    Απάντηση
  3. 'Αννα Ρουμελιώτη

    Αυτή η αίσθηση που αφήνουν τα γραπτά σου… αγκαλιά ανεκτίμητη! Μπράβο σου ρε κοπελιά!!

    Απάντηση
  4. Μάχη Τζουγανάκη

    Σας ευχαριστώ και τους τρεις σας για τα όμορφα σχόλιά σας. Ο αέρας φυσά πάντα τη δική σας ανάγκη…ή και τη δική μου μαζί. Καλό απόγευμα..

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου