Γεννήθηκα Αύγουστο μήνα και είχε ανάποδο καιρό. Έβρεχε, φυσούσε, κατακλυσμός. Ένας ανεμοστρόβιλος είχε αναποδογυρίσει αυτοκίνητα. Δέντρα βρέθηκαν το άλλο πρωί ανάποδα πάνω στις στέγες των σπιτιών. Είχαν έρθει τα πάνω κάτω.
Μέρα που βρήκα να γεννηθώ… Κι ενώ στην οικογένεια περίμεναν το ταξί που θα ερχόταν από λεπτό σε λεπτό για να τους πάει στο μαιευτήριο, η θεία Σάντη, Κυριακή κατά το ελληνικόν, άρτι αφιχθείσα από το Αμέρικα, είχε ανοίξει κάτι χάρτες και μελετούσε…
-Είναι ανάδρομος ο Ερμής!!! Είπε δυνατά.
-Τι έπαθε ο Ερμής; Φώναξε ο πατέρας νομίζοντας πως έλεγε για τον ταξιτζή που είχε το ίδιο όνομα.
Απάντηση δεν πήρε γιατί το κουδούνι χτύπησε και σε λίγη ώρα βρέθηκαν στο μαιευτήριο. Κι ενώ περίμεναν να ακούσουν το ευτυχές γεγονός από κάποια νοσοκόμα, βγήκε ο γιατρός καταϊδρωμένος και είπε: « Το μωρό δεν έχει πάρει θέση. Έρχεται ανάποδα. Κατεβαίνει με τα πόδια.» Τη μάνα μου την παίδεψα και παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του γιατρού έκανα θεαματική εμφάνιση, στο θέατρο του κόσμου, παρουσιάζοντας πρώτα τα πόδια μου. Και σα να μην έφτανε αυτό, όταν ήρθαν όλοι να με δουν, αντίκρισαν ένα μωρό που πάνω στο φαλακρό του το κεφάλι υπήρχε μονάχα μια άσπρη τούφα μαλλιών. Αυτή η κάτασπρη τούφα μαύριζε καθώς μεγάλωνα. Ανάποδα πράγματα αυτά…
Αυτός ο ανάποδος ερχομός διέγραψε τη μοίρα μου. Όταν ήμουν μικρή και μ’ έπιαναν τα πείσματά μου, όπως όλα τα παιδιά, πότε με φώναζαν «αγύριστο κεφάλι», και πότε «ανάποδη» Ώρες ώρες σκέφτομαι πως αν ζούσα σε φυλή ινδιάνων, το όνομά μου θα ήταν «το αγύριστο κεφάλι».
Πες πες, δε θέλει και πολλά ένα μικρό παιδί, το πίστεψα πως είμαι ανάποδη. Και άλλες φορές γι’ αστεία και άλλες για να τους πάω κόντρα, τα έκανα όλα ανάποδα. Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη και έβλεπα τον εαυτό μου να περπατά ανάποδα, να φορά ανάποδα τις κάλτσες, ανάποδα τα ρούχα. Τα παπούτσια, μόνο μια φορά τα φόρεσα ανάποδα και αφού κατέληξα με τρία ράμματα στο σαγόνι είπα να μην το ξανακάνω. «Ο ανάποδος καθρέφτης». Έτσι ονόμασα το δικό μου, μυστικό παιχνίδι. Περνούσα ώρες μπροστά του. Μου άρεσε, είχε πλάκα γιατί τα έβλεπα όλα διαφορετικά από τους άλλους.
Στο δημοτικό ανακάλυψα πως μπορώ να διαβάζω και τα βιβλία ανάποδα. Είχαμε θρησκευτικά και η δασκάλα μας μιλούσε για τους πρωτόπλαστους και το διωγμό τους από τον παράδεισο. Σήκωσα το χέρι και τη ρώτησα γιατί ονόμαζε τον θεό φιλεύσπλαχνο αφού φέρθηκε τόσο άκαρδα στα παιδιά του. Με τρεις ξυλιές σε κάθε παλάμη και με τον εξάψαλμο από τη μάνα μου έμαθα πως κάποιες σκέψεις έπρεπε να τις κρατάω μέσα μου. Το έμαθα αλλά δεν το εφάρμοσα ποτέ. Και συνέχισα να διαβάζω τα βιβλία ανάποδα
Στο γυμνάσιο είχα την τύχη να έχω φιλόλογο κάποιον που του άρεσε να διαβάζει τα βιβλία ανάποδα. Χαιρόμουν να τον ακούω και να λέω τη γνώμη μου ελεύθερα. Όταν πέρασε λίγος καιρός του εκμυστηρεύτηκα κάποιες σκέψεις.
-Μικρή μου, τα βιβλία τα διαβάζουν ανάποδα οι ποιητές και οι επαναστάτες, μου είπε.
Ω! Για πρώτη φορά ένιωσα σπουδαία. Τρομάρα μου! Ποίημα δεν κατάφερα να γράψω ποτέ και όσο για επαναστάσεις, δεν έχω παράπονο, έκανα πολλές, μικρές και καθημερινές, απ’ αυτές που δε γράφονται στα κιτάπια της ιστορίας.
Πολλές φορές κοιτούσα ανάποδα τον εαυτό μου αλλά και τους άλλους. Κι εκεί με περίμεναν πολλές δυσάρεστες αλλά και αναπάντεχα ευχάριστες εκπλήξεις.
Αργότερα γνώρισα πολλούς που κοιτούσαν τα πάντα από την ανάποδη πλευρά κι αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε μαζί μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Ο ανάποδος καθρέφτης έγινε παιχνίδι ομαδικό, αλλά αυτά που κοιτούσαμε, μόνο χαρά δε μας έδιναν.
Έτσι, όταν κοιτούσαμε ανάποδα τη φανταχτερή βιτρίνα του κόσμου, βλέπαμε τη θλιβερή του όψη. Πίσω από ειδυλλιακά, τουριστικά θέρετρα, επίγειους παράδεισους για λίγους, ανακαλύπταμε ψάθινες καλύβες βουτηγμένες στη λάσπη. Πίσω από τεράστιες πισίνες βλέπαμε μικρά παιδιά με τουμπανιασμένες κοιλιές, να κρατούν στα χέρια τους σκουριασμένα τενεκεδάκια ψάχνοντας μια στάλα νερό. Πίσω από πολυτελή αυτοκίνητα βλέπαμε σκούνες φορτωμένες με όνειρα που διεκδικούσαν μια θέση στον παράδεισο, ανθρώπινες ψυχές να παλεύουν με το θάνατο, προσπαθώντας να κερδίσουν τη μάχη της ζωής. Μικρές ιστορίες καλά κρυμμένες στα κρησφύγετα της συνειδητής αδιαφορίας.
Είδαμε όμως και την ομορφιά της ζωής πίσω από τα ασήμαντα και ταπεινά.
Κάναμε όνειρα που ξεπέρασαν τα όρια του ατομικού και πέρασαν σε πλαίσια συλλογικά… Μας είπαν ρομαντικούς, ονειροπόλους... Τι τιμή ήταν αυτή…
Τελικά ποιος ορίζει τι είναι ανάποδο και τι όχι; Έχει πει κανείς ανάποδο το νυχτολούλουδο που χαμογελά στη σελήνη και μαραζώνει στο πρώτο φως της αυγής;
Και γιατί να λένε ανάποδους ή ρομαντικούς αυτούς που βλέπουν την πραγματική όψη του κόσμου και ονειρεύονται να την αλλάξουν και ρεαλιστές αυτούς που προτιμούν να βλέπουν την πανάκριβη βιτρίνα του;
Ανάποδη, μια φορά, δε με ξαναείπαν. Το πήραν μάλλον απόφαση, ησύχασα κι εγώ.
Και κάπως έτσι, πέρασαν τα χρόνια και όλα ανάποδα τα βλέπω ακόμη. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, έτσι δε λένε;
Σήμερα έχω γενέθλια. Ανάποδα γυρίζει κι ο χρόνος κι ανακαλύπτει μεγάλες αλήθειες.
Όπως κάθε πρωί, ξύπνησα, ετοιμάστηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά παρατήρησα πιο προσεκτικά το πρόσωπό μου. Ίσως γιατί οι ρυτίδες στα μάτια και στο μέτωπο, μου φάνηκαν πιο έντονες. Η μόδα της εποχής επιβάλλει μπότοξ, μια μεσοθεραπεία, έστω ένα υαλουρονικό βρε αδερφέ και μάλιστα επειγόντως.
Τις κοιτάζω όμως και βλέπω πως αυτές οι ρυτίδες είναι οι πηγές της δικής μου ιστορίας. Μαζί τους μεγάλωσα Οι αδιάψευστοι μάρτυρες πως έζησα τη ζωή μου με χαρές και λύπες, φόβους κι αγωνίες, με πάθη και λάθη. Διαγράφεις τόσο εύκολα την ιστορία σου; Είναι σα να διαγράφεις τη ζωή σου. Και τι θα μείνει αν τις σβήσω; Ένα λευκό, ατσαλάκωτο χαρτί χωρίς γραψίματα και μουτζούρες, χωρίς ερωτηματικά και θαυμαστικά. Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα λευκό ατσαλάκωτο χαρτί στα χέρια αυτού που το κρατάει;
Έχει σβήσει κανείς από το πρόσωπο της ιστορίας αυτά που άφησαν, όχι απλά σημάδια αλλά ανεπανόρθωτες ουλές; Ποιο νυστέρι έχει βρεθεί να διαγράψει το Άουσβιτς και το Νταχάου, τη Μακρόνησο και τη Γυάρο και τη Σπιναλόγκα; Κανένα!
Ωχ! Πάλι ανάποδα κοιτάω τον καθρέφτη…
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πολύ πολύ ωραίο κείμενο ανάποδο όπως του πρέπει! Συγχαρητήρια!
τα βιβλία τα διαβάζουν ανάποδα οι ποιητές και οι επαναστάτες! Σόφά τα λόγια σου Χριστίνα! Κάνεις πολύ όμορφα το ανάποδο να φαίνεται κανονικό και ανάποδα! Τελικά το ανάποδο και το κανονικό, δεν μπορούνε χώρια. Θα έλεγα πως το ένα στηρίζει το άλλο. Είναι αλήθεια πως από καιρό σε καιρό, από τόπο σε τόπο, το ανάποδο και το κανονικό, ανταλλάσσουν φορεσιές. Και τότε, τι νόημα έχει ποιος ορίζει τι είναι ανάποδο και τι όχι;