–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο χωρισμός ανέκαθεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για κάθε μορφή Τέχνης. Όσον αφορά στην λογοτεχνία, πληθώρα έργων έχουν γραφτεί με αφορμή τον αποχωρισμό από το αγαπημένο πρόσωπο, είτε λόγω διαφωνιών/ εμποδίων στην πορεία τους, είτε λόγω θανάτου, του απόλυτου και καταλυτικού χωρισμού. Ενδεικτικά, επιλέγω τρεις περιπτώσεις σπαρακτικού και αφόρητου χωρισμού, η καθεμία με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης στον λογοτεχνικό χώρο:
- Μαρία Πολυδούρη (1902-1930): Σημαντική ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής, αλλά και εξαίρετη πεζογράφος (αν και μας έχει αφήσει ένα μόνο πεζό έργο της, το «Ρομάντσο»), από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών διακρίθηκε στην ποίηση και κατάφερε κατόπιν εν ζωή να εκδώσει αξιόλογες ποιητικές συλλογές. Το 1921, ενώ εργάζεται στην Νομαρχία Αθηνών και σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωρίζει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη, το πρόσωπο που στιγμάτισε την σύντομη ζωή της. Εκείνη τότε είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένας δυνατός και μοιραίος έρωτας, που ωστόσο δεν θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρωθεί, καθώς το1922 ο ποιητής προσβάλλεται από σύφιλη και απομακρύνεται από κοντά της. Η Μαρία Πολυδούρη ωστόσο ποτέ δεν πείστηκε γι’ αυτό, που μάλλον θεώρησε πρόφαση του άντρα για να την αποφύγει. Έκτοτε όλη της η πορεία παρεκτρέπεται ανάμεσα στην παραφορά του έρωτα και στις αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις μιας μάταιης διεκδίκησης: παρατά τις σπουδές και την εργασία της, αρραβωνιάζεται για ένα μικρό διάστημα κάποιον άλλον και τελικά καταλήγει να ζει στο Παρίσι σε μια ακραία, γεμάτη καταχρήσεις ζωή. Σύντομα αυτό θα την οδηγήσει στην αρρώστια και μετέπειτα στον θάνατο. Κατά την νοσηλεία της στο Σωτηρία, δύο σημαντικά γεγονότα θα την στιγματίσουν: μια σύντομη τυπική συνάντηση με τον Κ. Καρυωτάκη (από εκείνες τις βουβές αλλά σπαραξικάρδιες έσχατες συναντήσεις) και η είδηση του θανάτου του το 1928 (δύο χρόνια πριν τον δικό της). Ολόκληρο το έργο της διαπνέεται από αυτό το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου και της παρακμής. Την ίδια χρονιά, το 1928, κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν». Και μόνο ο τίτλος φανερώνει το πένθος και την καθοδική παρακμιακή πορεία που την διακατέχουν:
«Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον
Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ’ είναι και διαλεχτή!
…
Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.»
Η ίδια η ποιήτρια δηλώνει πρόδηλα πως ό,τι έγραψε, ό,τι δημιούργησε ήταν αφορμή εκείνος ο άντρας που αγάπησε. Επομένως, δεν υφίσταται πλέον λόγος δημιουργίας, ούτε καν ζωής. Ωστόσο, η αδήριτη ανάγκη εξωτερίκευσης του βασανιστικού αυτού συναισθήματος την οδηγεί στην σύνθεση στίχων:
«…Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.»
Επειδή όμως ποτέ δεν καρποφόρησε αυτός ο έρωτας, δεν εκπληρώθηκε στην επίγεια ζωή τους, ολόκληρο το ποιητικό έργο της Πολυδούρη αποτελεί μια κραυγαλέα κατάθεση χωρισμού και όλων των συναισθημάτων που αυτός προκαλεί: τρυφερότητα, νοσταλγία, πόθο, θυμό, απελπισία. Θα μπορούσαμε να διαλέξουμε πολλά αποσπάσματα, ωστόσο θα παραθέσω το πιο άμεσο, την επιστολή της ίδιας προς τον αγαπημένο της:
«…Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω… μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο
άχαρη ζωή χωρίς εσένα.
Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρομαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω
μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιο κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… ποιος ξέρει πάλι αν
έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρυ απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα…
Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια… θα υψωθούν να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα
κρυμμένη πάντα. Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια… μείνε…»
- Κική Δημουλά (1931-2020): Πρόκειται για μια από τις πιο καταξιωμένες και μεταφρασμένες σύγχρονες ποιήτριες. Γεννημένη στην Αθήνα, το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης».
Άλλος ένας δυνατός έρωτας κι ένας μοιραίος χωρισμός πυροδοτούν την έμπνευση της ποιήτριας. Μόνο που στη περίπτωση αυτή, τα πράγματα είναι διαφορετικά: εδώ ο έρωτας έχει βρει την εκπλήρωσή του σε μια αρμονική κοινή συμβίωση, αντικαθρεπτίζεται σε μικρά αλλά σημαντικά πράγματα/ κειμήλια του κοινού βίου, όπως μια βόλτα ή μια φωτογραφία- ενθύμιο. Ο αγαπημένος είναι ο σύντροφος ζωής, ο σύζυγος της ποιήτριας, που ωστόσο ο θάνατος έρχεται αναπότρεπτα να τους χωρίσει. Ολόκληρο το έργο της διαποτίζεται από την τρανταχτή απουσία του ποθητού υποκειμένου, του Εσύ. Τα πάντα είναι το «εσύ» και όσα τον θυμίζουν, ενώ η έλλειψη ρημάτων και ο κατακερματισμένος στίχος μαρτυρούν την απουσία της ζωής στην κενή καθημερινότητα, στην ματαιωμένη ύπαρξη:
«…κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,
ὅλη τή νύχτα
ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,
ἀξημέρωτος ἦχος,
ἀξημέρωτη ἀνάγκη ἐσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σάν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ νά διηγηθεῖ
καί λέει μόνο ἐσύ, ἐσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ἔνταση μονολεκτική,
τό ἕνα ἐσύ σά μνήμη,
τό ἄλλο σάν μομφή
καί σάν μοιρολατρία,
τόση βροχή γιά μιά ἀπουσία,
τόση ἀγρύπνια γιά μιά λέξη,
πολύ μέ ζάλισε ἀπόψε ἡ βροχή
μ’ αὐτή της τή μεροληψία
ὅλο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ,
σάν ὅλα τ’ ἄλλα νά ‘ναι ἀμελητέα
καί μόνο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.
(«Τό λίγο τοῦ κόσμου», 1971)
Κι έπειτα αρχίζουν οι αναδρομές σε τόπους και σε χρόνους που χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: σε αυτά που έζησαν μαζί με τον αγαπημένο και σε αυτά που δεν μοιράστηκαν ποτέ.
«Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δεν σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου…
…Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;
Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δεν σε ξέρει .
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις .
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
Στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.»
(«Οι Πικροδάφνες»)
Να όμως που και τα μέρη, στα οποία δεν έζησαν μαζί εμπειρίες, κραυγάζουν την απουσία του υποκειμένου. Κάθε ομορφιά της φύσης, που αποτελεί πηγή ευτυχίας για άλλους, για την ίδια την Κ.Δημουλά είναι ίχνος του επώδυνου αποχωρισμού. Έτσι οι δάφνες είναι «πικρές» και η δύση ένα ανελέητο «κάθαρμα», βασανιστικά και τα δύο στοιχεία, όσο και η βροχή παραπάνω.
Η ζωή της Δημουλά διακυμαίνεται στο ευτυχισμένο «πριν» και στο άδειο «τώρα»- «Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα» – μοιρασμένη ανάμεσα σε δυο αντιφατικά χρονικά επίπεδα, όπως διαφαίνεται παρακάτω στο ξεθυμασμένο πια και δίχως αξία «κονιάκ μηδέν αστέρων»:
«Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τά λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νά σωπαίνει
— ἔχει μεγάλη πείρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νά σταθοῦμε στό πλευρό
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγά-σιγά νά ξαναβρεῖ τό λέγειν της ἡ μνήμη
νά δίνει ὡραῖες συμβουλές μακροζωίας
σέ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἄς σταθοῦμε στό πλευρό ἐτούτης τῆς μικρῆς
φωτογραφίας
πού εἶναι ἀκόμα στόν ἀνθό τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θά πεῖς
καί ποῦ δέν ἦταν τότε θάλασσα.
(Χαῖρε ποτέ, 1988)
Οι φωτογραφίες, τα ενθύμια όσο πολύτιμα και αν είναι, αποτελούν «όχημα» μετάβασης στην μοναξιά του παρόντος. Αντίθετα, τα μέρη της ευτυχίας μαζί με τον αγαπημένο ήταν πολλά, διαρκή και γέμιζαν ολοκληρωτικά την ποιήτρια («καί ποῦ δέν ἦταν τότε θάλασσα»), γεγονός που καθιστά ακόμα περισσότερο σπαρακτικό τον χωρισμό.
- Καταληκτικά θα ήθελα να παραθέσω δύο ακόμα κείμενα, από το αρχείο δύο μεγάλων ποιητών. Παρότι μας άφησαν παρακαταθήκη από τους πιο όμορφους και αριστοτεχνικούς στίχους, πόσο συγκλονιστική είναι η αμεσότητα ενός μόνο απλού σημειώματος του άντρα που υποφέρει από τον αποχωρισμό της αγαπημένης του!
Απόσπασμα από το αρχείο του ποιητή Νίκου Καρούζου (1926-1990):
«Μαίρη
Έχω τέτοιο άγχος που νομίζω θα πάθω ασφυξία.
Σώσε με. Γιατί δεν αντέχω μόνος.
Το ξέρω πως μ’ αγαπάς και συ. Τηλεγράφησέ μου πότε θα γυρίσεις.
Σ’ αγαπώ για πάντα. Νίκος.»
Κι ένα σημείωμα του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) προς την αγαπημένη του Μαρώ:
«Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά,
μέσα στο γράμμα σου.
Πως μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη,
να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου._
Γιώργος Σεφέρης»
0 Σχόλια