_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
‘Ο αστερισμός του μικρού δράκου’
Ο συγγραφέας Κώστας Θερμογιάννης έγραψε ένα διήγημα που φέρει τον τίτλο ‘Ο αστερισμός του μικρού δράκου’.[1] Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, επιθυμούμε να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις για το συγκεκριμένο διήγημα.
Πρώτον, εκτιμούμε πως είναι εμφανείς οι επιρροές από τον Μενέλαο Λουντέμη και από το ύφος[2] που αυτός έχει καθιερώσει. Το γεγονός αυτό όμως δεν λειτουργεί εις βάρος της ‘οικονομίας’ της αφήγησης.
Αντιθέτως, συμβάλλει ώστε να μείνει από την αρχή έως το τέλος του διηγήματος, αμείωτο το ενδιαφέρον. Δεύτερον, η πλοκή είναι ‘έξυπνη’ και εκτυλίσσεται σχεδόν κινηματογραφικά.
Δίχως ο συγγραφέας να εκμαιεύει κάποια απόλυτη ‘αλήθεια’ ή την συμπάθεια[3] προς κάποιον πρωταγωνιστή, και αποφεύγοντας την θεωρητικολογία, αφενός μεν υπερτονίζει την αξία της αγάπης (σχέση παππού και εγγονού Ιορδάνη), και αφετέρου δε, αυτή της φιλίας.
Που προκύπτει εκ του μηδενός και αναπτύσσεται διαρκώς, φέροντας τα δύο παιδιά σε θέση του να αποκαλύπτουν ο ένας τα μυστικά του στον άλλο. Λίγο πιο πάνω αναφέρθηκα στο γεγονός πως αποφεύγεται την θεωρητικολογία.
Πράγμα που καθίσταται πολύ σημαντικό ακριβώς διότι τα ζητήματα που θίγονται προσφέρονται για κάτι τέτοιο.
Τρίτον, εστιάζει στη διάσταση της ‘παραμυθίας’ (ο δράκος), κάτι που έχει ως αποτέλεσμα και να διαβάζεται πολύ ευχάριστα το διήγημα, ως εάν να είναι παιδικό παραμύθι με δράκους αλλά δίχως βασιλιάδες, και να καθίσταται εύληπτο και άμεσα κατανοητό το μήνυμα (ο μικρός δράκος που διεκδικεί το δικαίωμα του στη ‘διαφορετικότητα’, στο να μην ακολουθεί μηχανικά το τι πράττουν οι άλλοι δράκοι), και να τίθεται στο επίκεντρο η σημασία που εν προκειμένω μπορεί να αποκτήσει ένα παραμύθι για την σωστή διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών.
Τέταρτον, αναπτύσσει με μία αξιοσημείωτη «φυσικότητα»,[4] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Γιάννη Ζουμπουλάκη, την σχέση μεταξύ του παππού και του μικρού Ιορδάνη.
Αποφεύγοντας τις περιττές λεπτομέρειες, αναδεικνύεται στην επιφάνεια όλη εκείνη η αμοιβαία αγάπη που διακρίνει την σχέση μεταξύ παππού και εγγονού (ο παππούς καθίσταται ένας ‘γοητευτικός παραμυθάς’, εντασσόμενος στη χορεία όλων εκείνων των ικανών αφηγητών που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στην επαρχία), όλη την στοργή με την οποία περιβάλλει ο παππούς τον εγγονό (στο διήγημα, ο αναγνώστης μπορεί να βρει ‘θύμησες’ από την δική του παιδική ηλικία/Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν θα διστάσουμε να χαρακτηρίσουμε το διήγημα ως διήγημα ‘μνήμης’), σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου η σχέση τους ‘διακόπτεται’, και όχι βίαια, για να επιστρέψει προς το τέλος του διηγήματος.
Όταν ο Ιορδάνης μπορεί και αντιλαμβάνεται πόσο ξεχωριστός είναι ο φίλος του (πολύ έξυπνο το αφηγηματικό εύρημα της ‘σκιάς’ και δη της ‘ξεχωριστής σκιάς’), και αυτομάτως ανακαλεί στην μνήμη του την μορφή του παππού και τα λεγόμενα του. Και ο παππούς ήσαν το ‘πρώτο πολύτιμο σχολείο’ για τον ίδιο.
Επιστρέφουμε εν τάχει στα του παππού ως ‘γοητευτικού παραμυθά’ τονίζοντας πως (επ’ αυτού θα είχε αρκετά να μας πει η ποιήτρια Όλγα Καλύβα), αυτό που τον καθιστά ‘γοητευτικό’, δεν είναι η περίτεχνη γλώσσα που χρησιμοποιεί η οποία δεν διαφοροποιείται από την λαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της επαρχίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο την χρησιμοποιεί, με ζητούμενο το να διεγείρει την φαντασία του εγγονού του.
Του εγγονού που ήδη φαντάζεται άλλους διαφορετικούς κόσμους, που μεταπλάθει σε εικόνα ‘δική του’ τα λόγια του παππού. Του Ιορδάνη που με βάση την αφήγηση του παππού του περί ‘διαφορετικότητας’ (η προσέγγιση του είναι συμβολική και καθ’ όλα αλληγορική) συγκροτεί το δικό του ‘σύμπαν’ το οποίο εδράζεται στην απορία και στην υπαρξιακή, για ένα παιδί, ‘ανάγκη’ της εξερεύνησης.
Όπως ο Ιορδάνης μπορεί και αποκαλεί φίλο του τον Αλέξη, έτσι μπορεί και αποκαλεί ‘αγαπημένο πρόσωπο’ τον παππού. Και είναι τέτοιοι οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των δύο παιδιών (μπορούμε να σταθούμε σε αυτό το σημείο διότι η φιλία νοηματοδοτείται ως ‘δεσμός και δη ως ‘ισχυρός δεσμός’) ώστε άμεσα ο Αλέξης, προφανώς κατόπιν παραίνεσης του Ιορδάνη, εντάσσεται στην παρέα του.
Γίνεται φίλος και με τους άλλους, αυτός ο μέχρι πρότινος μοναχικός τύπος. ‘Κερδίζοντας’ ότι δεν είχε μέχρι τότε.
Σε αυτή την περίπτωση, η φιλία μετατρέπεται σε ‘συλλογική υπόθεση.’ Και η συμβολή του παππού για αυτή την εξέλιξη, είναι καθοριστική.
Γνώση,[5] φαντασία, ρεαλισμός, νεανική φιλιά, ο ‘Άλλος’ ως αυτοτελής ύπαρξη που φέρει την μορφή του μικρού δράκου (ο ‘μικρός δράκος’ θα μπορούσε να παραπέμπει στον μικρό Ιορδάνη που επιθυμεί να γνωρίσει τον κόσμο), σύμφωνα με την διατύπωση του Γάλλου φιλοσόφου Εμμανουέλ Λεβινάς,[6] συνδυάζονται με αποτέλεσμα ένα πολύ καλό και διδακτικό διήγημα. Είναι πολύ ενδιαφέρον θεωρητικά, να εστιάσουμε και στον τρόπο με τον οποίο συντελείται η μετάβαση από τον χώρο του σπιτιού στο σχολικό περιβάλλον.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Θερμογιάννης, Κώστας., ‘Ο αστερισμός του Μικρού Δράκου’, Λογοτεχνική Ιστοσελίδα ‘Το Βιβλίο.net’, 03/01/2024, Διαθέσιμο στο: Ο αστερισμός του Μικρού Δράκου | τοβιβλίο.net (tovivlio.net)
[2] Αν ο Μέλιος του Μενέλαου Λουντέμη ‘μετράει τ’ άστρα,’ τότε ο ‘Ιορδάνης’ του Κώστα Θερμογιάννη ‘μετρά’ τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο ‘παραμυθάς’ παππούς του.
[3] Η συμπάθεια, και προς τα τρία βασικά πρόσωπα του διηγήματος προκύπτει σχεδόν αβίαστα: Όσο περισσότερο ο αναγνώστης προχωρά προς το τέλος, τόσο περισσότερο αυξάνεται η συμπάθεια του προς τα δύο παιδιά και τον παππού.
[4] Βλέπε σχετικά, Ζουμπουλάκης, Γιάννης., ‘Στο μυστήριο των στοιχείων της φύσης,’ Κινηματογραφική Κριτική,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 04/01/2024, σελ. 38-39. Οι συνήθως εύστοχες κινηματογραφικές κριτικές του Γιάννη Ζουμπουλάκη, ενίοτε μπορούν να αξιοποιηθούν και για την ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων που συνδυάζουν δράση και ακινησία, όπως είναι ο ‘αστερισμός του μικρού δράκου’, του Κώστα Θερμογιάννη. Την ‘ακινησία’ την διακρίνουμε όταν μιλούν τα δύο παιδιά στο προαύλιο του σχολείου, σε εκείνη την πρώτη συνάντηση-συζήτηση που έθεσε τις βάσεις για την οικοδόμηση μίας μετέπειτα δυνατής φιλίας.
[5] Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η ‘κληρονομιά’ του παππού προς τον εγγονό: Η μη-βιαστική κρίση για τους ανθρώπους, η μη- έκφρασης δυσπιστίας, ειδικά όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος για αυτό, η διαρκής παρακίνηση για μάθηση.
[6] Βλέπε σχετικά, Πελλισόν, Κορίν., ‘Για να κατανοήσουμε τον Λεβινάς,’ Μετάφραση: Φαράκλας, Γιώργος. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2022. Το διήγημα είναι απλό, ουδόλως όμως απλοϊκό ή ρηχό νοηματικά.
0 Σχόλια