Johann Wolfgang von Goethe
(γέννηση 28 Αυγούστου 1749 στην Φρανκφούρτη Γερμανίας και θάνατος στις 22 Μαρτίου 1832 στην Βαϊμάρη Γερμανίας)
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Τι να γράψει κανείς γι’ αυτήν την πολυσχιδή προσωπικότητα; Το σύνθετο αυτό έργο το έχουν αναλάβει όλα αυτά τα χρόνια μεγάλες μορφές των γραμμάτων και των επιστημών και είναι βέβαιο πως θα συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον. Ο Γκαίτε αποτελεί ένα κράμα πολλών ιδιοτήτων, ποιητής, πολιτικός, αυλικός, παιδαγωγός, επιστήμονας, θεατρικός, πεζογράφος, οικονομολόγος, στοχαστής κ.ά. Λόγω της ασύλληπτης φύσης του, ανέκαθεν υπήρξε αντικείμενο μελέτης, ακόμα και ο ίδιος παραδέχεται την πολυπλοκότητα της σκέψης του, που γρήγορα περνά σε άλλα επίπεδα και αναιρεί τα προηγούμενα. Κάτι σαν τις εναλλαγές της θάλασσας, που ο κοινός νους αδυνατεί ν’ ακολουθήσει.
Στο άρθρο αυτό λοιπόν θα γίνει μια απόπειρα προσέγγισης του νεανικού του έργου, τον «Βέρθερο» (1774), που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του – και όχι μόνο- και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Μάλιστα, ακόμα και το γαλάζιο κουστούμι με το κίτρινο γιλέκο του νεαρού ήρωα αποτέλεσε μόδα για τους νεαρούς άντρες της εποχής. Πρόκειται για επιστολικό έργο (προς τον φίλο του Γουλιέλμο, αργότερα και στην Σαρλότα ή στον Αλβέρτο) με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Βέβαια, ο Γκαίτε καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να βιώνει μεν ταυτιζόμενος του ήρωές του και ταυτόχρονα ν’ αποστασιοποιείται και να τους κρίνει. Το έργο αυτό αποτελεί πρόδρομο του Ρομαντισμού και συνδυάζει ατόφια κομμάτια λυρικής στόφας με αντίστοιχα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά της τραγωδίας.
Το αιώνιο ερώτημα που ταλανίζει τον δημιουργό είναι η αναζήτηση του Εγώ και η εναρμόνισή του με τα αδάμαστα πάθη και τα κοινωνικά «πρέπει». Σε μια επιστολή του ο Βέρθερος αναφέρει στον Γουλιέλμο:
«Κατά βάθος έχεις δίκιο. Ένα μονάχα, αγαπητέ μου: στη ζωή πολύ σπάνια γίνεται κάτι με το ή- ή. Τα αισθήματα και οι ενέργειες έχουν τόσο αλλιώτικες υποχρεώσεις, όσες παραλλαγές έχουν μεταξύ τους η γερακωτή και η πλακουτσωτή μύτη. Δεν σε πειράζει λοιπόν αν στέρξω τον συλλογισμό σου όλο κι όμως πασκίσω να ξεφύγω από τα ή-ή».
Και παρακάτω:
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το καταστρέψουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Υγεία, καλό όνομα, χαρά, ανάπαψη! Και τις πιο πολλές φορές από ανοησία και στενοκεφαλιά, έστω κι αν το πιστέψει κανένας πως έχουν την καλύτερη πρόθεση του κόσμου. Θα ήθελα καμμιά φορά να τους παρακαλέσω γονατιστός να μην φρενιάζουν με τόση λύσσα μέσα στο σπλάχνο τους.»
Και στον «Βέρθερο» υπάρχει η μόνιμη αναζήτηση της αρμονίας που ωστόσο «θρυμματίζεται και μένει μονάχα πάνω σε μια όμορφη και άγρια φευγαλέα παραφωνία» (Ρομαίν Ρολλάν). Ως εκ τούτου, αναπόφευκτα προκαλείται η τυφλή εναντίωση του ατόμου στην φθορά, στην αδυσώπητη μοίρα με αποκορύφωμα της πόλωσης αυτής στο έργο ζωής του Γκαίτε, τον «Φάουστ».
Η ιστορία στο συγκεκριμένο έργο έχει ως εξής: ο νεαρός Βέρθερος, ένας μορφωμένος νεαρός καλλιτέχνης με όλα τα προσόντα της ανάλογης κοινωνικής τάξης βρίσκεται σε διακοπές στην Γερμανική επαρχία. Εκεί, στο χωριό Βαλχάιμ, ανακαλύπτει έναν μικρό παράδεισο στο μαγευτικό τοπίο με τις φλαμουριές και την εξοχή γενικότερα, όπου ησυχάζει η ψυχή του αφήνοντας πίσω του τις ερωτικές περιπέτειες της ορμητικής φύσης του. Ωστόσο, την ηρεμία αυτή θα διαταράξει η παρουσία της όμορφης και απόλυτα εξιδανικευμένης Σαρλότας, που ζει εκεί κοντά με τα πολλά αδερφάκια της. Αμέσως η σπίθα θ’ ανάψει ανάμεσα στους δυο νέους και θα κορυφωθεί σε έναν χορό, όπου θα περάσουν την βραδιά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου στους ρυθμούς των βαλς (φορώντας το γνωστό γαλάζιο φράνκο). Ο Βέρθερος αφήνεται στην δίνη της παραφοράς με μόνο σκοπό την κατάκτηση της Σαρλότας, η οποία μάλλον τρέφει τα ίδια αισθήματα με αυτόν, αλλά υπάρχει ένα εμπόδιο στην απόκτηση της κοινής τους ευτυχίας: ο αρραβωνιαστικός της Αλβέρτος, ο οποίος είναι ένας τίμιος και συμπαθής κύριος που την λατρεύει. Όταν μάλιστα, μετά από μερικές μέρες απουσίας, επιστρέφει και μένει στο σπίτι της Σαρλότα, οι ευτυχισμένες μέρες του Βέρθερου λήγουν οριστικά. Παρίσταται βέβαια καθημερινά στο σπίτι της αγαπημένης του ως φίλος με την σιωπηλή ανοχή του Αλβέρτου και τα απωθημένα πλέον αισθήματα της Σαρλότα. Με αριστοτεχνικό τρόπο ο Γκαίτε παρουσιάζει την μετάβαση του φλογερού και γεμάτου ζωή Βέρθερου στην κατακρήμνισή του στην άβυσσο της παραφοράς (με αρκετά ανατριχιαστικό τρόπο ομολογώ, όπως συνηθίζουν οι εκπρόσωποι του γερμανικού ρομαντισμού, που διαπερνά τον αναγνώστη και του στοιχειώνει τα βράδια, κάτι που θα ζήλευαν σύγχρονοι συγγραφείς και σεναριογράφοι).
«Έχω τόσα πολλά, και το αίσθημά μου για εκείνη τα κατασπαράζει όλα. Έχω τόσα πολλά και δίχως εκείνη όλα μου είναι τίποτα».
Ο Βέρθερος φεύγει μακριά από την Σαρλότα αναλαμβάνοντας μια ζηλευτή – πλην όμως αταίριαστη για την φύση του- δουλειά στην Αυλή, προκειμένου να μαλακώσει τον πόνο του. Μάλιστα γνωρίζει και μια συμπαθή κυρία Β. με την οποία κάνει παρέα. Παράλληλα αλληλογραφεί με τον φίλο του Γουλιέλμο και – πάνω στην απελπισία του- στέλνει και δυο γράμματα, ένα στην Σαρλότα κι ένα στον Αλβέρτο, στα οποία δηλώνει την παραίτησή του από την διεκδίκησή της, χωρίς ωστόσο να μπορεί ν’ απαλλαγεί από το αδιέξοδο πάθος του. Τίποτα δεν είναι πλέον ικανό ν’ αναστρέψει την πορεία του νέου στον αφανισμό: παραιτείται από την δουλειά του, δοκιμάζει την φιλοξενία ενός άλλου καλού φίλου σε μακρινό τόπο, αλλά μοιραία ξαναγυρίζει τον επόμενο χρόνο κοντά στην Σαρλότα για να ξαναδηλώσει τον άσβεστο έρωτά του. Μάλιστα ένα βράδυ, λίγο πριν την μοιραία νύχτα, κλαίει γοερά στην αγκαλιά της με τα αμοιβαία αισθήματά τους αχαλίνωτα. Η ναρκισσιστική μονομανία είναι μονόδρομος πια για τον ήρωα, που ομολογεί σε κάποιον από τους μοναχικούς περιπάτους του ή μάλλον τις εξορμήσεις του στην φύση σαν να τον κυνηγούν δαίμονες:
«Θεέ μου, έτσι έπλασες την μοίρα των ανθρώπων να μην είναι ευτυχείς παρά μονάχα πριν να’ ρθουν στα λογικά τους!»
Η ιδέα της αυτοκτονίας ριζώνει για τα καλά στο μυαλό του Βέρθερου, που αποπειράται πολλές φορές να βυθιστεί στην ανυπαρξία, χωρίς επιτυχία:
«Έπρεπε… Έπρεπε… Τώρα στέκω εδώ σάμπως γριά, που μαζώχνει τα ξύλα στους φράχτες και το ψωμί στις πόρτες των σπιτιών, για να μακρύνει ακόμα μια στιγμή την άφεγγη κι ετοιμοθάνατη ζωή της».
«Να σηκώσω την αυλαία και να περάσω πίσω, αυτό είν’ όλο! Και γιατί αυτός ο δισταγμός και η καθυστέρηση; Επειδή δεν ξέρει κανένας τι είναι εκεί πίσω; Και γιατί δεν ξαναγυρίζει; Κι ακόμα γιατί το πνεύμα μας έχει αυτή την ιδιότητα να διαισθάνεται το σκοτάδι και χάος εκεί που τίποτα σίγουρο δεν γνωρίζουμε;»
Η αδυσώπητη αυτή πάλη διαρκεί για κάμποσες μέρες, ώσπου λίγο πριν τα Χριστούγεννα η Σαρλότα του απαγορεύει ρητά να την ξαναδεί μόνη. Είναι η σπίθα που πυροδοτεί τον θυμό και την φρενίτιδα του Βέρθερου. Περνά μια νύχτα λυσσασμένος σαν θηρίο σε κλουβί, άυπνος στο δωμάτιό του και την επόμενη ξημερώνει ένας άλλος Βέρθερος απόλυτα γαλήνιος και αποφασισμένος να πεθάνει. Γράφει τα τελευταία του γράμματα στον Γουλιέλμο, στην μητέρα του και φυσικά στην Σαρλότα (από την οποία μάλιστα – άλλη μια ευλογημένη ειρωνεία- προμηθεύεται δύο πιστόλια):
«Είναι γιομάτα.
Σημαίνει μεσονύχτι!
Ας γίνει λοιπόν!
Ας γίνει έτσι!
Σαρλότα!
Σαρλότα!
Έχε γεια!
Γεια!»
Ο θάνατος δυστυχώς δεν θα χαριστεί ακαριαία στον ήρωα, μια και από τον πυροβολισμό διαλύεται το μισό κρανίο του και τελικά ξεψυχά την επόμενη μέρα το μεσημέρι μέσα σε φριχτούς πόνους, προκαλώντας την κατάρρευση της Σαρλότας. Το σώμα του θάβεται αμνημόνευτο στο αγαπημένο του σημείο στις φλαμουριές με την παρουσία του Αλβέρτου και λίγων εργατών.
Η πορεία του Βέρθερου δεν είναι διόλου τυχαία. Ο ίδιος ο Γκαίτε πολλές φορές κοίταξε κατάματα την άβυσσο μέσα του με την επιθυμία ν’ αφανιστεί. Ο ίδιος δήλωσε πως σε ολόκληρη την ζωή του, ελάχιστε μέρες υπήρξε ευτυχισμένος:
«Αν άφηνα να παρασυρθώ χωρίς προσπάθεια, ήταν στο χέρι μου να καταστρέψω από τα θεμέλια τον εαυτό μου και όλους όσους είναι γύρω μου!» δηλώνει. «Με πιστέψαν πάντα σαν έναν προνομιούχο της ευτυχίας… Στο βάθος η ζωή μου δεν ήταν παρά πόνος και μόχθος…»
Θεωρώντας πως η πραγμάτωση της ανθρώπινης ταυτότητας επιτυγχάνεται μέσα από την φύση («Δεν μίλησα καθόλου γι’ αυτή, αυτή τα είπε όλα»), έτσι και η καρδιά μας είναι ένας μικρόκοσμος στον πυρήνα της φύσης, ένα «αμόνι» στο οποίο σφυρηλατούμαστε μέχρι τον θάνατό μας. Η Φύση και η Τέχνη είναι δύο ανώτερες δυνάμεις που συνδετικό κρίκο έχουν την ζωή.
«Ο κόσμος δεν πλάστηκε από σούπα και μαρμελάδα. Υπάρχουν σκληρά κομμάτια, που χρειάζονται μάσημα. Πρέπει να τα χωνέψει κανείς ή σκάζει.» Για τον λόγο αυτό «η φύση μάλλον τις σκλήρυνε (τις καρδιές) δόξα τω Θεώ!…»
Το 1828 σε μια ομιλία του ο Γκαίτε με τον καγκελλάριο φον Μύλλερ επισημαίνει τις δυο δυνάμεις της φύσης, τους νόμους που ολοκληρώνουν και διέπουν την ταυτότητά μας: την πόλωση (που περιέχει όλες τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της ζωής) και την άνοδο (την τάση για εξύψωση). Μπορούμε να φανταστούμε την ανθρώπινη ζωή να διαγράφει κύκλους με τις ίδιες τάσεις και απόψεις να παρουσιάζονται ξανά κατά περιόδους με την τάση να ανεβαίνουν διαρκώς σε υψηλότερα επίπεδα.
Αυτή η τάση ακριβώς είναι που διακρίνει το έργο και την ζωή του Γκαίτε, γι’ αυτό ακριβώς το σημάδι του στον χώρο είναι ακόμα ορατό σαν μια αφετηρία ή “χτύπημα” για την δημιουργία αλλεπάλληλων παλιρροϊκών κυμάτων με διαχρονική αξία.
«Ολόκληρος ο κόσμος, ο Κόσμος πάλλεται από τον πόνο και την τύψη, για μια μέρα έρωτα και σφάλματος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Για τον λόγο αυτό, ο άνθρωπος διαρκώς «ταξιδεύει», αλλάζει, εξελίσσεται, μοχθεί για την «άπαφτη πρόοδο», την άπιαστη αρμονία. Ακριβώς αυτή η διαδρομή δίνει νόημα στην ανθρώπινη και κατ’ επέκταση φύση. Στην εισαγωγή του Βέρθερου, διατυπώνεται η εξής απορία από τον Ρομαίν Ρολλάν: όταν ο Γκαίτε πεθαίνοντας αναζητούσε «Φως, περισσότερο Φως!», άραγε αγνοούσε πως ο ίδιος αποτελούσε πηγή Φωτός;
Καταληκτικά αναφέρω τα λόγια του ίδιου του Γκαίτε, που ως παιδαγωγός αγαπά και νοιάζεται για τον άνθρωπο:
«Stirb und Werde!»
(« Να πεθαίνεις και να ξαναγεννιέσαι!»)
Πηγές:
- «Βέρθερος», εκδόσεις Δαρέμα, μετάφραση Γεωργίας Αλεξίου – Πρωταίου
- Εισαγωγική μελέτη: Ρομαίν Ρολλάν, Άρης Δικταίος.
0 Σχόλια