–
γράφει η Ανθή Λεκάτη
–
Βρισκόμαστε σ’ έναν τόπο χωρίς όνομα, που υποθέτουμε, λόγω της καταγωγής της συγγραφέως, ότι είναι το Μπέλφαστ. Σε μια εποχή που, προς το τέλος της ιστορίας, μαθαίνουμε ότι είναι τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Σε γειτονιές που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα. Κανένας δεν έχει όνομα. Ούτε οι άνθρωποι. Η ηρωίδα, «αυτή που διαβάζει περπατώντας», είναι δεκαοχτώ χρονών και προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της, να ενηλικιωθεί, μέσα σε μια κοινωνία που φλέγεται από εμφύλιες συγκρούσεις. Ψάχνει να βρει τη φωνή της μέσα σ’ ένα καθημερινό πεδίο μάχης με πρωταγωνιστές «τη χώρα πέρα από το νερό», «τη χώρα πέρα από το σύνορο», «την κοινότητα πέρα από το δρόμο» και «την κοινότητα από την από ‘δω μεριά του δρόμου», ανάμεσα σε εθνικιστικές και ενωτικούς, καταδότες και ελεύθερους σκοπευτές, «τους ανθρώπους της δικής μας θρησκείας» και «τους ανθρώπους της αντίπαλης θρησκείας», σε κρατικές δυνάμεις και παραστρατιωτικές οργανώσεις. Μια φωνή που όλοι θέλουν να καταπνίξουν και να την κάνουν να συμβαδίσει με αυτό που όλοι πιστεύουν, είτε είναι φήμες και κουτσομπολιά είτε είναι πολιτικές ιδέες είτε είναι κοινωνικά στερεότυπα, ο,τιδήποτε αρκεί να μη διαφέρει. Μέσα λοιπόν σε όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό, ο Γαλατάς, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα των εθνικιστών έχει βάλει στο μάτι την ηρωίδα και προσπαθεί να την προσεγγίσει ερωτικά με υπονοούμενες απειλές και διφορούμενα λόγια. Η κοπέλα όμως τον φοβάται και τον αποφεύγει. Αυτός δεν την έχει ακουμπήσει ποτέ, οι φήμες όμως που κυκλοφορούν και που όλοι- με λαίμαργη ευχαρίστηση- αποδέχονται σαν αληθινές, υποστηρίζουν ότι είναι το κορίτσι του. Η ηρωίδα επιλέγει την αδιαφορία απέναντι στα κουτσομπολιά, από το να τα διαψεύδει συνεχώς, αυτή είναι η δική της αμυντική τακτική μέσα στην κοινωνία που ζει. Και έτσι, με αφετηρία αυτό το μονόπλευρο φλερτ, που αγγίζει τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης, ο αναγνώστης μεταφέρεται σε μία κοινωνία όπου το Εγώ παραμερίζεται για χάρη του Εμείς, που το διαφορετικό περιθωριοποιείται και αποβάλλεται, σε έναν τόπο όπου ο θάνατος κρύβεται πίσω από κάθε πράξη, όπου η ομορφιά αγνοείται επιδεικτικά υπό το φόβο της απώλειας, σ’ ένα δυστοπικό ανέλπιδο μέρος όπου οι ατομικές ελευθερίες αναμετρούνται συνεχώς με τις πολιτικές επιλογές, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που σημασία δεν έχει το ποιος είσαι αλλά το τι κάνεις και κυρίως τι είδους σχέση έχεις με όλους τους υπόλοιπους. Τα προσωνύμια των χαρακτήρων του βιβλίου προσδιορίζουν ακριβώς αυτό: ο ίσως-φίλος, η μεσαία αδερφή, ο τρίτος γαμπρός, η αδερφή του κοριτσιού με τα χάπια, η δηλητηριάστρια, η πιο παλιά φίλη, οι προβληματικές γυναίκες, οι απροσάρμοστοι. Παραδόξως, το μοναδικό αληθινό όνομα που υπάρχει στην ιστορία είναι αυτό του Γαλατά, του εθνικιστή, του ανθρώπου που τόσο καθοριστικά επηρεάζει τη ζωή της ηρωίδας, αν και αυτό που αφήνεται να εννοηθεί στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι πως πρόκειται για παρατσούκλι.
Αυτό το βιβλίο είναι μια πρόκληση για όσους το πιάσουν στα χέρια τους για δύο κυρίως λόγους. Από τη μία μας βάζει σε μια θέση ενεργητικής ανάγνωσης, μας καλεί να φανταστούμε ανθρώπους, τόπους, εποχές, καθώς δεν υπάρχει κανένας προσδιορισμός, κανένα όνομα, καμία περιγραφή προσώπου, κι όμως αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο την απόλαυση της ανάγνωσης. Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές της αποτυπώνονται μέσα μας ανάγλυφα σχεδόν τρισδιάστατα. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το είδος της γραφής, η οποία ανοίγει ένα νέο παράθυρο στον τρόπο αφήγησης μίας ιστορίας και στον τρόπο διαχείρισης του γραπτού λόγου. Από τις πρώτες εξαιρετικές γραμμές του μυθιστορήματος, από την πρώτη περίτεχνη και πλούσια πρώτη σελίδα με τις τέσσερεις μόλις τελείες, ο αναγνώστης διακτινίζεται ακριβώς μέσα στον κόσμο που πλάθει η συγγραφέας, νιώθει το βίαιο συναίσθημα του εγκλωβισμού που βιώνει η δεκαοχτάχρονη ηρωίδα και που διαπερνά με μεγάλη ένταση όλο το βιβλίο μέχρι τέλους, βρίσκεται στο επίκεντρο της συναισθηματικής της πάλης και αντιμέτωπος με έναν λόγο που δεν συναντά συχνά, έναν λόγο προφορικό, εκ πρώτης όψεως άναρχο, παραληρηματικό και λυρικό συγχρόνως, έναν λόγο χειμαρρώδη, με παρενθέσεις, επαναλήψεις, κομμένες φράσεις και παρεμβολές άλλων, με μακροπερίοδες προτάσεις, όπως συμβαίνει στην προφορική επικοινωνία, που όλα αυτά όμως με έναν τρόπο μαγικό συγκροτούν νόημα και ακτινοβολούν δύναμη τοποθετώντας τον αναγνώστη ευθεία στον στόχο, στην καρδιά του θέματος.
Και κάπως έτσι, καταλαβαίνουμε ότι μπροστά μας έχουμε ένα πραγματικά καλό βιβλίο πεντακοσίων και βάλε σελίδων.
Η Anna Burns, Ιρλανδή συγγραφέας γεννημένη το 1962, με αυτό το έργο θίγει πολλά ζητήματα: πολιτικές συγκρούσεις, ατομικές ελευθερίες, κοινωνικά στερεότυπα, φεμινισμός, έμφυλη βία, περιθωριοποίηση της διαφορετικότητας, κοινωνικός διχασμός, ενηλικίωση, ατομική ταυτότητα. Πάνω απ’ όλα όμως ο Γαλατάς είναι ένα πολιτικό βιβλίο που εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις και που δικαίως άξιζε το βραβείο Booker 2018.
0 Σχόλια