Να πού βρίσκομαι: ανάμεσα στην έλξη και την έξη, στην ατμόσφαιρα του ουρανού που σκεπάζει το ζαλισμένο μου κεφάλι. Ολόγυρά μου ομορφιά και μία αναγκαία σύγχυση των πάντων που με σοφία ξεφωνίζουν ό,τι τους φωτίζει το καλοκαίρι. Περπατώ και τα πόδια μου αναγεννιούνται με κάθε μου βήμα, ακόμα και το πιο απόμακρο κύτταρο συνωμοτεί σε αυτή την έκσταση, στην ιδέα ότι φεύγω. Φεύγω. Φεύγω μακριά από τις πόλεις που γυαλίζανε τα μεσημέρια, που λιώνανε κάτω από τον ήλιο, εγκλωβίζοντας μέσα τους φωνές, Φεύγω από το χθες, από τα τερτίπια της κοινωνίας, δρασκελίζω ανέμελα με μεγάλα βήματα προς έναν δρόμο- όποιο δρόμο.
Τα υπάρχοντά μου; Ένα σακίδιο με τα απαραίτητα, ένα ζευγάρι παπούτσια φυλαγμένο, ένα σταυρό, τη φωτογραφία της μάνας μου κι εμένα ο λ ό κ λ η ρ η. Τίποτε άλλο. Μήτε για τροφή φρόντισα. Τα πουλιά φροντίζουν να έχουν πάνω τους τροφή; Μήπως τα ψάρια έχουν κάποιο αποθηκευτικό χώρο εκεί κάτω που φυλάνε το φαγητό τους; Ενώ εγώ τόσα χρόνια μάζευα και δούλευα και φύλαγα και αγχωνόμουν για την τροφή. Τώρα περπατώ πάνω στην καυτή λεωφόρο, τη γυμνή από τροχοφόρα. Περπατώ εκεί που βγάζει για την Εθνική οδό κι έπειτα σε όλο τον κόσμο.
Υπόλευκη λάμψη σκεπάζει το βλέμμα μου∙ μονάχα εγώ, ο εαυτός μου και η απεραντοσύνη της ομορφιάς της Φύσης βρισκόμαστε στο δρόμο αυτό.
Έχω έναν δρόμο που μπορεί να με οδηγήσει παντού. Άμα το θελήσω, ο δρόμος αυτός βγάζει προς το άπειρο. Με φυγαδεύει μακριά από τα κοινωνικά ψεγάδια, βουλιάζω μέσα του και δεν ακούω κανέναν ήχο της πόλης. Ένας δρόμος που πάνω του καίνε τα πόδια μου. Θα μπορούσα την περίοδο αυτή που ξεκίνησα την πορεία μου – θα’ναι δεν θα’ναι τελειώματα Αυγούστου πια – να ήμουν όπως παλιότερα: σε κοσμικές παραλίες, με οικογένειες και φίλους, έρωτες και μελτέμια. Μα ο δρόμος με ελκύει, με τραβά κοντά του, κάνοντας με παιδί δικό του. Μία ευδαιμονία φουντώνει μέσα μου, τρέμει κάτω από το δέρμα μου, εξεγείρεται, είναι η ηδονή της ελευθερίας. Με ελάχιστα χρήματα, με τα πόδια και τη θέληση μου, με τη Φύση στο πλάι μου μπορώ να καταφέρω τα πάντα.
Στο αντίθετο ρεύμα όλα τα σημάδια της ανθρωπότητας. Βαριά, βιαστικά εξαφανίζονται τα τροχοφόρα, αφήνοντας πίσω τους την κακόγουστη ηχώ τους, ενώ σύννεφα σκόνης τινάζονται για μια στιγμή κι έπειτα καλύπτουνε τη Φύση και το δρόμο. Τα βουνά μισοφαγωμένα από τις μπουλντόζες και καμένα. Στρέφω το βλέμμα μου αλλού: στα αριστερά μου βρίσκονται οι ράγες του τρένου. Πιο πέρα αχνοφαίνεται μία θάλασσα που λαμπιρίζει τρεμάμενη. Μετά από δύο ώρες περπάτημα κάνω στάση στον Σταθμό των τρένων. Μένω σαν παιδί και τα χαζεύω – έρχονται, φεύγουν. Καταπίνουν κόσμο, παρουσιάζουν κόσμο και εξαφανίζονται. Χαζεύω τα τρένα αυτά που βραχνιάζουν πάνω στις ράγες με τον αντιπερισπασμό της υπέρογκης κομψότητάς τους. Ο κόσμος, απ’ την άλλη, χαζεύει εμένα. Μία μάνα τραβάει το παιδί της μακριά μου – πρέπει να’μαι πασπαλισμένη με σκόνη, ιδρωμένη και βρώμικη. Ξαπλωμένη χάμω, πιο πέρα από την αποβάθρα με τα γυμνά μαύρα πόδια μου να δείχνουν αυθάδικα τον καθένα, εγώ διαβάζω ένα βιβλίο∙ τρώω ένα μήλο που έπεσε από κάποιον∙ ακούω τα ζωντανά του καλοκαιριού που οργιάζουν μέσα στο μεσημέρι. Χαμογελάω όμως με όλα, δίχως ίχνος κούρασης μέσα μου ή απογοήτευσης. Το σώμα μου πλουμισμένο από ζωντάνια και το πνεύμα μου ακάλυπτο, δίχως την παραμικρή αίσθηση ενοχής ή βίας αφήνεται και με οδηγεί ελεύθερα.
Υστερότερα, ένας ήλιος ταξιδεύει παράλληλα με τα μάτια μου. Θέλω να φτάσω στο βορειότερο χωριό πριν βραδιάσει. Μα και πάλι, δεν επείγει. Είναι γλυκός ο ύπνος δίχως ταβάνι, δίχως τοίχους ολόγυρα, με τον κίνδυνο της Φύσης, με όλες τις νυχτερινές υπάρξεις να σου κρατάνε παρέα. Και σκέφτομαι κάποια βράδια σε κάποιον κάμπο: πιότερο να μην ξοδέψω τις ώρες αυτές για να κοιμηθώ κι έτσι έχω περάσει κάμποσα βράδια με το να χαζεύω από μακριά κάποια πόλη ή χωριό που ξαγρυπνά μέσα στα φώτα του, ή αφαιρούμαι κοιτάζοντας την αταξία του ουρανού, με τα στάχια να παιχνιδίζουν με το σώμα μου στο ρυθμό της όστριας.
Με βαρύ ουρανό από πάνω μου περπατάω και μου έρχονται στο μυαλό, καθώς η δροσιά του πρωινού με αγκαλιάζει, οι άνθρωποι εκείνοι, οι μόνοι που με άφησαν να καθίσω στο πλάι τους, με κέρασαν κρασί και ψωμί, μου προσέφεραν νερό κρύο και έπειτα μιλήσανε για τα πάθη τους. Θυμάμαι εκείνη την μάνα, όμοια στα χρόνια με τη δική μου, παρόλο που χαιρόταν για το παιδί τους που μπαινόβγαινε στα πανεπιστήμια και τις εταιρίες, το καρτερούσε κρυφά, πονούσε με την απουσία του. Θυμάμαι εκείνον τον γέροντα- μονάχος του κρατούσε ένα ολόκληρο ξωκλήσι αραχνιασμένο και περνούσε μέσα από τα δέντρα με τα μαύρα σκονισμένα ράσα του, σα στοιχειό απόμερο. Θυμάμαι το κορίτσι εκείνο που με κοίταζε από μακριά καχύποπτα και με την κοιλιά του φουσκωμένη και μόνο, κοίταζε όλο τον κόσμο από μακριά και καχύποπτα για το κακό που της έκανε ο άνθρωπος. Τόσα χρόνια μέσα στον κόσμο τον πυκνό και όλο γυρνούσα, περπατούσα μηχανικά και αδιάκοπα, δίχως νου και τώρα πώς έχω δεθεί με αυτούς τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο δρόμο μου… Τα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα μου κρατάνε παρέα, το κοφτερό βλέμμα της με αφήνει ξάγρυπνη, πονώ κι εγώ μαζί της.
Όσο θυμάμαι τους ανθρώπους, τόσο ένα σκυλί με παίρνει από πίσω. Είναι κάμποσα λεπτά που έχει την υπομονή και μέσα στη ζέστη με ακολουθεί. Πιθανών να πιστεύει ότι κουβαλάω κάποιο φαγητό μαζί μου ή βέβαια μπορεί να’ναι και το άλλο: να θέλει τη συντροφιά μου. Χαμογελώντας επιβραδύνω το βήμα μου, το αφήνω να με πλησιάσει κι άλλο. Καθώς ρίχνω γρήγορες ματιές προς τα πίσω, το παρατηρώ καλύτερα. Το τρίχωμα του είναι φαγωμένο κι εκείνο αρκετά αδύνατο, μα έχει μία λάμψη το μάτι του. Σίγουρα το προτιμάει, από το να είναι σε μία αυλή δεμένο όλη την μέρα με μία αλυσίδα από το λαιμό, σκέφτομαι. Κάποια στιγμή περπατάει στο πλάι μου. Έπειτα από λίγο υπέκυψα: του έδωσα από το νερό μου να πιει. Περπατήσαμε παρέα κάμποσο και όσο περνούσε η ώρα, τόσο αισθανόμουν μια βαριά ευθύνη να με συνδέει με το ζωντανό αυτό. Ήμουν εγώ υπεύθυνη για το φαγητό του, πέραν από τον εαυτό μου.
Το ύψωμα όπου είχαμε σταθεί για λίγο μας φανέρωνε μία κωμόπολη. Χανόταν μέσα στο σούρουπο. Καμία υπόνοια ζωής σε εκείνο το μέρος. Μα ο ουρανός κυριαρχούσε πάνω από τα κεφάλια μας με τα χρώματά του. Η μία απόχρωση έσβηνε μέσα στην άλλη, δημιουργώντας ένα φράκταλ ακατανόητο για το μάτι που έχει συνηθίσει στην πόλη. Ήταν παράξενο∙ εκεί πάνω υπήρχε η ζωή, με τα πουλιά που τιτιβίζανε ξέγνοιαστα, τα τζιτζίκια που βαρυγκωμούσαν πάνω στα κλαδιά, τα μηνύματα των εντόμων που ηχούσαν ανάμεσα στα φύλλα, άλλα πηδάγανε πάνω μου κι άλλα μπλέκανε στα μαλλιά μου. Έστριψα τσιγάρο και κάθισα να αποχαιρετίσω την μέρα, ενώ ο σκύλος δίπλα μου ήδη κοιμόταν.
Ήταν η τρίτη μέρα που δεν είχα μιλήσει με άνθρωπο κι αυτό δεν με ενοχλούσε. Ένιωθα παράξενα ελεύθερη και αποδεσμευμένη. Ήξερα ότι η επικοινωνία εδώ έξω ήταν διαφορετική∙ ήμουν πολύτιμη γι’ αυτούς, όπως κι αυτοί για μένα. Κατά τις εννιά το πρωί συνάντησα ένα ζευγάρι Ιταλούς φοιτητές. Με προσπέρασαν μουρμουρίζοντας κάποια αστεία. Ήμουν κοντά στα σύνορα και το μόνο μου θέαμα ήταν ο υγρός ουρανός και οι αμέτρητες κολώνες κατά μήκους του δρόμου. Το υπέροχο αυτό θέαμα της μοναξιάς, που όλη η πλάση φαντάζει δική σου, που η καθημερινότητα είναι κάτι το μηδαμινό. Ο κόσμος όλος χωράει μέσα στη χούφτα σου και θες να δακρύσεις με το κάθε τι που αγγίζει το βλέμμα σου.
Στη στροφή του δρόμου πέφτω πάνω σε έναν άνθρωπο. Με χαιρετάει με βαρύ βλέμμα. Του προσφέρω τσιγάρο. Καπνίζουμε παρέα.
«Πού γυρνάς μονάχη;» με ρωτά φιλικά.
«Ψάχνω τα σύνορα», του απαντάω. Στο βάθος κάποιο σύννεφο απειλεί να ξεσπάσει.
«Α, θα φύγεις κι εσύ;»
«Για μένα δεν υπάρχει σπίτι ή προορισμός. Εσύ τι περιμένεις;» τον ρωτάω.
«Περιμένω το λεωφορείο να με κατεβάσει στην πόλη».
«Εχ, εγώ φεύγω από την πόλη κι εσύ θες να πας σ’αυτή;»
«Το περιμένω να’ρθει, να κατέβω στην πόλη. Με περιμένουν να θάψω την μανούλα μου».
Ψιχαλίζει απαλά. Δεν ξέρω αν είναι η ξαφνική δροσιά ή τα λόγια του που με έκαναν να αναριγήσω.
«Πόσην ώρα περιμένεις;» Μου απάντησε: δύο ώρες. Του έδειξα τον σκύλο, «άσ’τον στα πόδια σου να σου κρατάει παρέα, καθώς θα περιμένεις» είπα και έφυγα.
Περπατάω κι έχω πίσω μου τα πάντα. Στενοχώριες, τσιμέντα, πρόσωπα οικεία, υποχρεώσεις, ωράρια, ανέσεις και χρήματα. Μπροστά μου έχω μονάχα το δρόμο. Θα πάω σε άλλη γη, σε άλλους δρόμους. Θα περπατήσω. Θα καταλήξω στη γη- η γη μονάχα με αγκαλιάζει πλέον. Θα πάω σε άλλους δρόμους, σε άλλη γη.
της Ηλέκτρας Λαζάρ
“Περπατάω κι έχω πίσω μου τα πάντα. Στενοχώριες, τσιμέντα, πρόσωπα οικεία, υποχρεώσεις, ωράρια, ανέσεις και χρήματα. Μπροστά μου έχω μονάχα το δρόμο. Θα πάω σε άλλη γη, σε άλλους δρόμους.”
Μεγάλη απόφαση να φύγεις απ’ όλα, να τα αφήσεις πίσω – εφ’ όσον μπορείς βέβαια… εφ’ όσον δεν εξαρτώνται πλάσματα από σένα παρά μόνο ο εαυτός σου και σ’ αυτόν μόνο λογοδοτείς. Αμα όμως και το θέλεις και το μπορείς, είναι λυτρωτικό!
Η ποιητική ομορφιά του κειμένου σας από μόνη της σας δίνει το δικαίωμα να σκέφτεστε ολοένα και πιο ελεύθερα και σε μας να απολαμβάνουμε αυτή την ελευθερία διαβαίνοντας τις άξαφνες παραγράφους σας.Εύγε!