Αν και τα χαϊκού είναι γνωστά στη Δύση ως ποιητική φόρμα ήδη από τον ΙΘ΄ αιώνα, παρατηρούμε κριτικά πως το ενδιαφέρον των Ελλήνων ποιητών γι’ αυτό το “νέο” είδος ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, παρά τις λίγες προσπάθειες σημαντικών δημιουργών να το αξιοποιήσουν. Και είναι ενδιαφέρουσα αυτή η άρνησή τους, μια και η λαϊκή παράδοση είναι πολύ πλούσια σε φόρμες επιγραμματικής στιχουργίας (λιανοτράγουδα, μαντινάδες κλπ) που αξιοποιήθηκε σημαντικά από τους ποιητές μας, αν και αυτό έγινε κυρίως σε επίπεδο γλώσσας και ενσωματωμένης μορφής σε άλλες φόρμες.
Ο δισταγμός τους για την υιοθέτηση της φόρμας συνδέεται κατά τη γνώμη μας με την ξενική καταγωγή του είδους. Καθώς η γενιά του ’30 έδωσε τόσο ισχυρή έμφαση στην ελληνικότητα, το χαϊκού με την ξενόφερτη/εξωτική του ταυτότητα ήταν καταδικασμένο σε αδράνεια, παρά τις ελάχιστες δοκιμές που ακολούθησαν. Άλλωστε, την ίδια περίοδο η επιγραμματική ποίηση είναι ελάχιστη. Κυριαρχούν οι μεγάλες συνθέσεις, σε αντίθεση προς τη συντομότερη φόρμα. Ωστόσο, με τον καιρό -και στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού περιβάλλοντος και μίας παγκόσμιας κοινότητας- η εθνική προβολή στην ποίηση εγκαταλείφθηκε.
Από το 1972 και μέχρι σήμερα η ιαπωνική φόρμα αναπτύχθηκε όσο ποτέ, σε όλα τα επίπεδα. Εξελίχθηκε πυρετωδώς, απλώθηκε σε ποιητές που αναζητούσαν μία διαφορετική εκφραστική διέξοδο. Την ίδια περίοδο υιοθετήθηκαν και καλλιεργήθηκαν νέες φόρμες, έμμετρες και πεζές, ώστε να αναπτυχθεί η ανάγκη σε πολλούς ποιητές να ασκηθούν ή να δημιουργήσουν σε ολιγόστιχες φόρμες, από χαϊκού μέχρι πεντάστιχα ή ελεύθερα δίστιχα, ακόμα και παραδοσιακά είδη (ας μη λησμονούμε τους διαγωνισμούς και δράσεις που καλλιεργούν την τοπική ποιητική παράδοση και γλώσσα), πειραματιζόμενοι με την αποφθεγματική διατύπωση.
Άλλωστε, σήμερα η ποίηση είναι αντι-επική, πιο κοντά στον καθημερινό λόγο και την κοινωνία από ποτέ. Στο χαϊκού το ιδιόμορφο δέσιμο μορφής και περιεχομένου, αισθητικού και ιδεολογικού μοτίβου, καθιστά το συγκεκριμένο είδος κατάλληλο για να συνδεθεί με κάθε μήνυμα και συναίσθημα (ειρωνεία, φυσιολατρία, έρωτας, κοινωνική αναζήτηση). Η λιτότητα της φόρμας και η αυστηρότητα της δομής τους, αποτελούν αφορμή γλωσσικού πειραματισμού και συχνά και μορφικής εξέλιξης.
Χαρακτηριστικός είναι ο νεωτερισμός της Φουντέα-Σκλαβούνου[1] με την -ενδιαφέρουσα από άποψη κριτικής- προσθήκη ενός επιμύθιου/υστερόγραφου σε κάθε ποίημα ως μία εκφραστική ευρηματικότητα με μία ερμηνευτική ιδιότητα που επιτείνουν το συναισθηματισμό του χαϊκού. Αναλόγως και η καινοτόμα προσέγγιση του Χάρη Μελιτά[2] που έβαλε τίτλους στα δικά του χαϊκού δεμένους δομικά και αρμονικά με τις μικρές συνθέσεις, προσδίδοντας έναν άλλο συναισθηματικό χαρακτήρα και επεκτείνοντας το μήνυμα.
Η νέα συλλογή του Μάνου Μαυρομουστακάκη, «190+1 χαϊκού» (Γαβριηλίδης, 2016), ακολουθεί δημιουργικά την εξελικτική πορεία του ελληνικού χαϊκού ενισχύοντας το φυσιολατρικό περιεχόμενο και εμπλουτίζοντάς το με κοινωνικές παραστάσεις, σκέψεις και υπαρξιακές προσεγγίσεις για την άρνηση, τον έρωτα, το χρόνο, τη μνήμη και την ηλικία ή την ποίηση και τη ζωή.
Τα χαϊκού του Μαυρομουστακάκη αντικατοπτρίζουν το πλήθος των στιγμών και των σκέψεων που αιχμαλώτισαν τα στιχουργήματα. Διάσπαρτες υπαρξιακές αναζητήσεις συναντούν ερωτικές συνθέσεις και κοινωνική κριτική και διασταυρώνονται με φυσιολατρικές αποτυπώσεις. Διακρίνεται μία ιδιαίτερη Όσμωση των τριών στοιχείων (φύση, κοινωνία, υπαρξιακή αναζήτηση), που παρά τη διάκριση σε ενότητες στην κάθε ενότητα συγχρωτίζονται και μεταξύ τους (εντός).
Ένα χαμόγελο, άλλοτε πόνου, άλλες φορές πικρίας, σχηματίζεται στα χείλη του αναγνώστη/ακροατή. Ωστόσο, το γενικότερο συναίσθημα μέσα από το σαρκασμό και την περιπαικτική επιγραμματικότητα είναι αισιόδοξο.
Ο δημιουργός συνεισφέρει και στον περεταίρω εξελληνισμό της φόρμας μέσα από το φυσιολατρικό στοιχείο, που αποτελεί και το βασικό χαρακτήρα της ιαπωνικής ποιητικής παράδοσης. Όχι μόνο αξιοποιεί το ελληνικό περιβάλλον, την ελληνική φύση με τη θάλασσα και την τοπική χλωρίδα και πανίδα, αλλά πολύ συχνά βλέπουμε και κίγκο, λέξεις-κλειδιά που λειτουργούν ως χρονική σήμανση ορίζοντας τις εποχές/μήνες. Έτσι από τη συλλογή αναφαίνονται τρίστιχα γεμάτα χρώματα, ήχους και κίνηση από τα οποία ανατέλλει μία ανοιξιάτικη αισιοδοξία ως αποτύπωση της φύσης (εκτός).
Εμφανής συχνότατα είναι η ειρωνική διάθεση με μία τάση ευφυολόγησης και διασκευής παροιμιών. Εύστροφα στιχουργήματα που διακρίνονται από έναν αποφθεγματικό σαρκασμό συνθέτοντας το λαϊκό παροιμιώδες ύφος και υλικό με την ολιγόστιχη φόρμα. Ο ποιητής συνδέει την καυστικότητα των παραδοσιακών λακωνικών συνθέσεων (σαν τη μαντινάδα κ.ά.) με την ιαπωνική φόρμα. Διακρίνεται μία ιδιαίτερη γλωσσική επεξεργασία που αξιοποιεί τη λαϊκή παράδοση άλλοτε υιοθετεί ένα έμμετρο γλωσσικό παιχνίδισμα με το νόημα των λέξεων (και επί τα αυτά).
Δυστυχώς, η κριτική ακόμα δεν έστρεψε την προσοχή της στο χαϊκού, απαξιώνοντάς την ή συχνά αρνούμενη τον όποιο νεωτερισμό. Ωστόσο, η ενασχόληση όλο και περισσότερων ποιητών με το είδος θα την υποχρεώσει να στραφεί και προς αυτά και να υποστηρίξει με κριτική διάθεση την εξέλιξη του είδους και την προσαρμογή του στις τοπικές καλλιτεχνικές ανάγκες.
_______________
[1] βλ Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου, «γάλα σε σκόνη» (Μανδραγόρας, 2013).
[2] βλ. Χάρης Μελιτάς, «ποτάμι κόκκινο» (Μαδραγόρας, 2013) και «ελαφρόπετρα» (Μανδραγόρας, 2016).
0 Σχόλια