Ο άντρας
με το μαύρο σεντόνι στους γοφούς
τινάζει το πέλμα στα μούτρα του Χάρου
κίβδηλο νόμισμα
του χώνει στα δόντια
θα γλιτώσει –θαρρεί,
τη βαρκάδα μονής διαδρομής
θα στρέψει –θαρρεί,
αλλού το δοιάκι τού νου του
με σοφιστείες
«αν ήσουν γένους θηλυκού
θ’ άνοιγα το σεντόνι μου
για να σε πάρω», του λέει.
Ο Χάρος, εν δυο,
δε χάνει καθόλου το ρυθμό του
στο κουπί
αρπάζει το σεντόνι το πετά ψηλά
«γυναίκα είμαι»,
χαμογελάει στραβά.
Ο άντρας στρέφει το κεφάλι
λυγίζει το λαιμό προς τα πίσω
πόσα κύματα, αλήθεια,
καθρεφτίζονται στον ουρανό
του μαύρου σεντονιού του.
_
γράφει η Θάλεια Π. Αντωνιάδη
0 Σχόλια