Και ξαφνικά την ησυχία της νύχτας διέκοψε μια κραυγή.
Μια κλήση για βοήθεια: «Τρέξτε γειτόνοι, βοήθεια, κλέφτες».
Κάτι παράθυρα στο στενό σκοτεινό δρομάκι της γειτονιάς άνοιξαν, κάποια άλλα αμπαρώθηκαν περισσότερο, κάποια άλλα κουφωτά, με τους κατοίκους να προσπαθούν να καταλάβουν τι συνέβαινε, προφυλαγμένοι και οι ίδιοι όσο μπορούσαν, στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν από πού ερχόταν η κραυγή, η έκκληση για βοήθεια, που τους τάραξε τον ύπνο.
Δυο νεαροί μπρατσωμένοι και τολμηροί, βγήκαν στον δρόμο και κάνοντας τα χέρια τους χωνί φώναξαν:
«Ποιος καλεί σε βοήθεια αδέρφια;»
4,30 η ώρα μέσα στα άγρια χαράματα που λένε, όταν το σκοτάδι είναι πιο πυκνό λίγο πριν ξημερώσει. Έρεβος.
Η σκηνή, με τους μισόγυμνους νεαρούς, θύμιζε ζωγραφικό πίνακα του Γ. Τσαρούχη. Είχες την αίσθηση ότι όπου να’ ναι θα ακουγόταν και μουσική του Μ. Χατζιδάκι στην ΟΔΟ ΟΝΕΙΡΩΝ ένα πράγμα. Γειτονιά, απ’ αυτές που παραδόξως ακόμη υπάρχουν σαν ξεχασμένες μιας εποχής που έσβησε εδώ και καιρό σε απομακρυσμένες περιοχές της πρωτεύουσας.
Με το πάνω μέρος της πιτζάμας να ανεμίζει, βγήκε ο γέρο Μαθιός από την μονοκατοικία του και φώναξε αναστατωμένος και σοκαρισμένος:
«Εδώ παιδιά, εδώ».
Οι νεαροί προσέτρεξαν κοντά του.
«Τι συμβαίνει πατριώτη, όνειρο έβλεπες του λόγου σου;»
«Ναι όνειρο, από αυτά που τα λένε και εφιάλτες, να σας χαρώ. Με τη διαφορά που εγώ το είδα ξυπνητός.
Άκουσα ψιλοθόρυβο, ξύπνησα, έτσι που κοιμάμαι σαν πουλί και είδα από πάνω μου να στέκεται ένας άντρας αψηλός ίσαμε δυο μέτρα, με μάτια που γυάλιζαν και έκαιγαν σαν αναμμένα κάρβουνα, με το φως τους να σκίζει τα σκοτάδια. Δεν θα το πιστέψετε μα έμοιαζαν με φακούς. Αλήθεια σας λέω. Αλλόκοτα, απόκοσμα, σκιάχτηκα για τα καλά».
«Ρε παππού, σοβαρά, μπας και έβλεπες κανένα όνειρο πρωινιάτικα;»
«Άιντα πάλι. Άκου πιτσιρίκο, μεγάλος είμαι, μα τα έχω τετρακόσια και όταν κοιμάμαι ακούω και το πέταγμα του κουνουπιού. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Όταν ξύπνησα νιώθοντας την παρουσία του ανθρώπου στο σπίτι μου, δεν φώναξα αμέσως. Τον παρακολουθούσα με μισόκλειστα βλέφαρα να ψαχουλεύει, όχι όπου κι’ όπου αλλά κατά μήκος και πλάτος του τοίχου πάνω από το κεφάλι μου!
Σαν τι μπορούσε να ψάχνει κανείς σε έναν άδειο επίπεδο τοίχο; Απόρησα. Κάποια στιγμή, φοβούμενος τα χειρότερα έβαλα τις φωνές που ακούσατε και αμέσως μετά ο αψηλός εξαφανίστηκε από πάνω μου σα να ήταν αερικό, σαν να ήταν σκιά που χάθηκε με το φύσημα της φωνής που βγήκε από το ξεραμένο λαρύγγι μου. Και πριν καν ανάψω τα φώτα, θαρρείς και τα αναμμένα καρβουνίσια μάτια του με ακολουθούσαν και φώτιζαν τα σκοτάδια γύρω μου.
Και τότε παιδιά τρόμαξα. Τρόμαξα στ’ αλήθεια. Ήταν κάτι απόκοσμο, αλήθεια σας λέω. Προφανώς δεν με πιστεύετε αλλά ναι, ήταν εκεί και ήταν όπως σας τα λέω».
«Ησύχασε κυρ Μαθιέ. Πάμε να δούμε μέσα τι συμβαίνει»
Εντωμεταξύ, κάποιος άλλος γείτονας, πιο ψύχραιμος πιο σωστός, κάλεσε την αστυνομία και γρήγορα φάνηκε ένα περιπολικό με τέσσερις αστυνομικούς να πετάγονται έξω απ’ αυτό, πριν καλά καλά αυτό σταματήσει, και να ρωτούν αυστηρά τα αγόρια και τον ηλικιωμένο:
«Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ;»
Ο Μαθιός, μεστά, περιληπτικά και λιτά τους απάντησε:
«Απόπειρα ληστείας παιδιά, από αερικό...»
Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν με νόημα, πράγμα που το έπιασε το μάτι του ηλικιωμένου που τους είπε:
«Ζήτησα την βοήθειά σας λεβέντες μου και δεν το θυμάμαι; Λέτε να μην ήξερα ποια θα ήταν η αντιμετώπισή σας; Ακούστε με, δεν τα’ χω χαμένα παιδιάάάά. Δεν τα έχω ΑΚΟΜΑ χαμένα, έτσι ελπίζω». Και διηγήθηκε με αδρές κουβέντες το περιστατικό.
Όλοι μαζί στη συνέχεια, μπήκαν μέσα στην μονοκατοικία όπου επικρατούσε άκρα ησυχία, τόσο στην ατμόσφαιρα, όσο και στην τάξη πραγμάτων του σπιτιού. Απόλυτη τάξη, καθαριότητα, γραφικότητα και μοναξιά…
Ένα παλιό γραμμόφωνο με το γυαλισμένο απαστράπτον χωνί του και μια εταζερούλα δίπλα του γεμάτη δίσκους βινυλίου αρχαίας εποχής. Άραγε, να τους άκουγε αυτούς τους δίσκους ο γέροντας;
Δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή να ρωτήσουν.
Μια βιβλιοθήκη με βιβλία παμπάλαια που από τη ράχη την φθαρμένη τους και μόνο, καταλάβαινες πόσο χιλιοδιαβασμένα ήταν.
Ένα "φανάρι" τροφίμων - αν είναι δυνατόν - κρεμασμένο από το ταβάνι της κουζινούλας και μέσα σ’ αυτό λίγα φρούτα, μια φρατζόλα ψωμί, και δυο πιάτα με φαγητό προφανώς, σκεπασμένα με αλουμινόχαρτο. Το "ψυγείο" του μακρινού παρελθόντος πολύ πριν εφευρεθεί ακόμη το… ψυγείο πάγου!
Φανερό ότι ο γέροντας ήταν μιας άλλης εποχής άνθρωπος που δεν ήθελε να προσαρμοστεί στις κοσμογονικές αλλαγές των εποχών που ακολούθησαν την δική του. Πάλι καλά που υπήρχε ηλεκτρικό, πράγμα που εξέπληξε τους νυχτερινούς εισβολείς που μετά απ’ όλο το σκηνικό θα περίμεναν ίσως να υπάρχει φωτισμός από μια λάμπα με φιτίλι και λαμπόγυαλο, μια λάμπα πετρελαίου δηλαδή!
Άγνωστο το γιατί, ο Μαθιός είχε ενδώσει σε κάτι πρακτικό και καινούριο σχετικά, (καινούριο για τα δικά του μέτρα και σταθμά εννοείται ).
Οι αστυνομικοί, με έμπειρο μάτι ερεύνησαν τον χώρο και συμβούλευσαν τον ιδιοκτήτη να μην πειράξει τίποτα, έως έρθουν οι συνάδελφοι της σήμανσης να πάρουν αποτυπώματα.
Τελικά, καληνύχτισαν τον γέροντα και με τακτ τον συμβούλευσαν να κάνει άλλη μία παραχώρηση και να τοποθετήσει τηλέφωνο στο σπιτικό του γιατί θα ήταν ένα ΄΄εργαλείο΄΄ χρήσιμο, στην περίπτωση, που ο μη γένοιτο, χρειαστεί να τους ειδοποιήσει στο μέλλον για μια παρόμοια περίπτωση, αντί να βγαίνει στους δρόμους νυχτιάτικα και να αναστατώνει τον κόσμο με τις φωνές του καλώντας σε βοήθεια. Την περίπτωση κινητού, χμ... δεν διανοήθηκαν να την προτείνουν καν.
Και ω της εκπλήξεως άκουσαν τον Μαθιό να τους λέει:
«Θα το σκεφτώ…».
Όταν ο γέροντας έμεινε μόνος άρχισε να βάζει τις σκέψεις του σε μια τάξη και να επαναφέρει στη μνήμη του τις κινήσεις του ΄΄αερικού΄΄. Τις θυμόταν πάρα πολύ καλά. Τον είχε εντυπωσιάσει το ψάξιμο το ψηλαφητό κατά μήκος του τοίχου πάνω από το κεφάλι του. Μήτε πίνακες ζωγραφικοί υπήρχαν εκεί, μήτε φωτογραφίες ή αφίσες έστω. Άσπρος ασβεστωμένος τοίχος, καθαρός, πεντακάθαρος, όπως και όλο το σπίτι. Τότε; Σαν τι προσπαθούσε να βρει δια της αφής η σκιά με τα μάτια του Εωσφόρου;
"Διά της αφής; Είπα εγώ δια της αφής;" Μονολόγησε. "Σαν τι να έψαχνε κοντολογίς να βρει; Κάποιον κρυφό μηχανισμό μήπως, που με το πάτημα ενός κουμπιού αόρατου δια γυμνού οφθαλμού θα άνοιγε και θα βρισκόταν σε έναν χώρο, μια κρύπτη δηλαδή, την ύπαρξη της οποίας εγώ αγνοούσα;", ξαναμουρμούρισε.
Το σπίτι αυτό, το είχε κληρονομήσει από μια μακρινή του θεία πριν μισό αιώνα και βάλε και ήρθε από το χωριό του να κατοικίσει στο κλεινόν Άστυ με προοπτικές καλές και όνειρα για μια όμορφη ζωή, όπως την λαχταρούν όλοι οι νέοι.
Μυστήρια, ιστορίες, μακρινές αναμνήσεις και διηγήσεις της νιότης που τότε τις άκουγε μαγεμένος από παππούδες και γεροσυγγενείς, ξεπήδησαν ξαφνικά από το θαμμένο του παρελθόν και βάλθηκε κι’ αυτός να ψάχνει με τα μάτια του τον τοίχο ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ένας τοίχος χωρίς τρύπες από καρφιά, που μοσχοβολούσε ασβέστη.
Του άρεσε η μυρουδιά του ασβέστη που άφηνε την αίσθηση της πάστρας με την οποία ο Μαθιός ήταν μανιακός, αν και κάπου τώρα τελευταία είχε διαβάσει ότι ο ασβέστης δεν είναι και τόσο αθώος στο να τον εισπνέει ο άνθρωπος ακριβώς όπως και ο αμίαντος. ‘Εμ τότε αλίμονο στα χωριά και τα νησιά μας με το άσπρο του ασβέστη να τα χαρακτηρίζει! “Να’ ναι αλήθεια άραγε;”, αναρωτήθηκε…
Άοσμη λαδομπογιά πουθενά στο σπίτι του. Και έτσι ασβεστωμένο του θύμιζε το χωριό του. Με τον τρόπο αυτο, είχε την αίσθηση ότι ήταν ακόμη δεμένος με την πατρίδα του σαν με ομφάλιο λώρο.
"Δεν βαριέσαι, τόσων χρόνων άνθρωπος τι έπαθα μέχρι τώρα;", μονολόγησε, ξεχνώντας για λίγο το πρόβλημα με το βεβαρημένο ιστορικό του αναπνευστικού του!...
Ένας παλιός όμορφος κόσμος λοιπόν στην άκρη της πρωτεύουσας που δεν είχε τίποτα παρόμοιο να δείξει στους κατοίκους της ακόμη και σαν αντίκα…
Ξαναγυρίζουμε στην ιστορία με τον κλέφτη.
Είχε γίνει λοιπόν έμμονη ιδέα στο γέροντα. Σαν τι να έψαχνε ο αψηλός ο άντρας, που ήταν τελικά σίγουρος ότι δεν ήταν αερικό μα με σάρκα και οστά φτιαγμένος;
Ξαφνικά αναπήδησε. “Θεέ μου, και πώς έβλεπε ΠΟΥ έψαχνε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και σε έναν χώρο άγνωστο σ’ αυτόν; Τι ήταν αυτό το τόσο σπουδαίο που το έψαχνε νυχτιάτικα, σπασμωδικά και βιαστικά, ενώ ίσως με κάποια πρόφαση μπορούσε να επισκεφτεί τον χώρο με το φως της ημέρας, αποφεύγοντας τις κραυγές μου και τις εξ αυτών επικίνδυνες ίσως συνέπειες; Βρε μυστήρια πράγματα.”
Άρχισε να ανεβάζει και να κατεβάζει ιδέες, να κάνει υποθέσεις επί υποθέσεων του τύπου ΄΄κρυμμένων θησαυρών΄΄ καθώς και σκελετών χτισμένων στους τοίχους παλαιών σπιτιών και πύργων, από προγόνους μακρινούς καλή ώρα σαν και την θεία του που την κληρονόμησε όντας ο μόνος της συγγενής και ας μη την γνώριζε καλά καλά. Να είχε σχέση η "σκιά" με εκείνη τη θεία; Να είχε λες κάποιον κοινό πρόγονο με τον αψηλό με τα μάτια του Εωσφόρου; Και καλά, πες ότι είχαν κάποιον συνδετικό κρίκο. Μα ΤΩΡΑ ο άλλος τον θυμήθηκε; Τώρα που ο Μαθιός ήταν με το ένα πόδι στον τάφο που λένε;
Για να καταλήξει λέγοντας: “Άρα πολύ πιθανόν το αερικό και δικό μου αίμα και δικός μου συγγενής από κοινή φύτρα, έστω και πολύ νεότερος από μένα, απ’ ό, τι τον έκοψα, είναι.”
Ναι, μα γιατί να ενεργήσει εν κρυπτώ; Δεν μπορούσε να έρθει με το φως της μέρας και να μου πει στα ίσα, "το και το και το;"
Έπεσε αποκαμωμένος να κοιμηθεί, έχοντας κατά νου αμέσως την επόμενη ημέρα να ψάξει το θέμα όσο μπορούσε πιο εξονυχιστικά για την λύση του μυστηρίου.
Ξαφνικά η ζωή, του φάνηκε να αποκτά κάποιο ενδιαφέρον. Η λύση του μυστηρίου τούτου θα τον απασχολούσε πολύ περισσότερο απ’ ό, τι οι συζητήσεις στο καφενείο για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, και πολύ περισσότερο από το ενδιαφέρον του να νικήσει τους φίλους του σε μια παρτίδα τάβλι ή στην πρέφα και την ξερή. Γιατί παιδιόθεν του άρεσαν είναι η αλήθεια τα μυστήρια.
Μα ποτέ η ζωηρή του φαντασία, δεν μπόρεσε να σκεφτεί αυτό που θα ξετυλίγονταν σε λίγο μπροστά του και που θα αναστάτωνε όχι μόνον την δική του τη ζωή μα και τη ζωή της Πατρίδας του και της παγκόσμιας κοινότητας ακόμη…
*
Η μονοκατοικία του Μαθιού βρισκόταν στη μέση ενός μεγάλου οικοπέδου κατάφυτου από πεύκα, ελιές και οπωροφόρα δέντρα. Μεγάλο οικόπεδο. Δυόμισι με τρία στρέμματα, που χρόνια, οι εκάστοτε Δήμαρχοι εποφθαλμιούσαν να το οικειοποιηθούν για την δημιουργία μιας μεγάλης παιδικής χαράς. Στις παρακλήσεις των Δημάρχων εκείνος απαντούσε:
«Κάντε λίγη υπομονή. Πόσο μου μέλλεται να ζήσω ακόμα; Μόλις αποδημήσω εις Κύριον θα είναι δικό σας τόσο το σπίτι όσο και το περβόλι. Κάντε μωρέ λίγη υπομονή που να σας πάρει. Και μην χάνετε τον καιρό σας σε παρακάλια και απειλές, γιατί και αυτές τις άκουσα. Και παλάτια να μου τάξετε, εγώ δεν φεύγω, και μη διανοηθεί κανείς να με κάνει να βρεθώ καμιά μέρα σε κανένα χαντάκι σκοτωμένος, γιατί με διαθήκη μου έχω δηλώσει ότι σε περίπτωση ΜΗ ΦΥΣΙΚΟΎ ΜΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ η περιουσία μου θα δωριθεί στο ΚΑΠΗ της περιοχής μου».
Οπόταν το πήραν απόφαση και περίμεναν…
ΤΙ άλλο να έκαναν;
Ή μάλλον, έκαναν κάτι. Προσπαθούσαν κατά το μέτρο του δυνατού να προστατεύουν τον γέροντα που κινδύνευε να σκοτωθεί από το χέρι φιλεύσπλαχνων κακοποιών σαν αυτούς που εξολοθρεύουν εσχάτως ανήμπορα γεροντάκια για να τους πάρουν τα λίγα ευρώ της πενιχρής τους σύνταξης. Μα πράγμα περίεργο, μήτε αδίστακτος ληστής μήτε διαρρήκτης μέχρι σήμερα είχε εμφανιστεί, θαρρείς και αόρατοι φύλακες προστάτευαν τον μοναχικό και ρομαντικό ερημίτη. Γι’ αυτό και τώρα είχαν αναστατωθεί οι πάντες με την εμφάνιση της "αψηλής σκιάς". Συμπέρασμα: Ο γέροντας ήταν ευάλωτος.
Το περιστατικό με την σκιά με τα φωσφορίζοντα μάτια σε συνδυασμό με τα τελευταία ευρήματα της σκαπάνης στην Αρχαία Αμφίπολη έκανε το μυαλό του γέροντα να πλανιέται σε συνειρμούς και ατραπούς τουλάχιστον περίεργες. Δεν κάθισε να ψάξει το γιατί οι σκέψεις του τον οδήγησαν τόσο μακριά και όχι σε κάτι πιο κοντινό, σε μια κρύπτη ας πούμε σαν αυτές που άφησαν οι Γερμανοί ξακουμπιζόμενοι από την Ελλάδα μόλις λίγες δεκαετίες πριν. Μετά το τέλος του Παγκόσμιου πολέμου δηλαδή. Πώς και πήγαινε τόσο πολύ πιο μακριά; Μα καλά μπάρμπα Μαθιέ, σαν πόσο μακριά ας πούμε; Και ήταν κρυμμένο το μυστικό στον τοίχο ενός σπιτιού που ήταν βία 90 χρόνων; Είσαι με τα καλά σου άνθρωπε, που κάθεσαι και φαντασιώνεσαι τέτοιες ιστορίες;
"Σύνελθε γέρο, σύνελθε," έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να προσγειωθεί και να μην αφήνεται σε τέτοιες παλαβομάρες. Μα να δεις, που οι τρέλες του αυτές ήταν τόσο έντονες που επηρέαζαν και τα όνειρά του και δεν τον άφηναν να χορτάσει τον ούτως ή άλλως ολιγόωρο ύπνο του.
Και το αποφάσισε.
Γέρος άνθρωπος και μπήκε σε μια δραστηριότητα τρελή. Άρχισε να ψάχνει τον τοίχο του, όχι έτσι και ως έτυχε, αλλά πόντο πόντο, μέτρο μέτρο, κάθε μέρα και λίγο. Και βρέθηκε να γεμίζει το κενό μιας άδειας ζωής, κάνοντας μεγαλεπήβολα σχέδια και όνειρα βέβαια που έμοιαζαν με σενάρια καλπάζουσας επιστημονικής φαντασίας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά άρχισε να σχεδιάζει, σε περίπτωση εύρεσης μυθώδους θησαυρού, για το πώς θα γινόταν ο καταμερισμός και η μοιρασιά του Θεόπεμπτου αυτού δώρου.
Σιγά μπάρμπα, κανείς δεν σου έχει πει, ότι απ’ ό, τι βρεις, τα μισά θα είναι δικά σου και τα μισά του Κράτους; Και δεν μιλάμε για αρχαιότητες, γιατί σ’ εκείνη την περίπτωση ΤΙΠΟΤΑ ΔΙΚΟ ΣΟΥ. Είναι ελληνική κληρονομιά, να εξηγούμεθα. Συγκρατήσου λοιπόν. Κατέβα από το συννεφάκι που σκαρφάλωσες με ευκολία, παρά τα κινητικά σου προβλήματα, μη και πάρεις από κει καμιά τούμπα και σκάσεις κάτω σε ένα καθόλου φιλόξενο, ξερό, σκληρό έδαφος, διαλυόμενος σε χιλιάδες κομματάκια. Το πρόσφορο έδαφος θα είναι μόνο στα δελτία ειδήσεων. Εκεί ναι, θα φιλοξενηθείς ευχαρίστως, εκών άκων ως είθισται, και οι μάταιες δραστηριότητές σου θα καθηλώσουν τους θεατές το πολύ, άντε για ένα δεκαήμερο. Και μετά από ένα ίσως μακρόσυρτο τς τς τς θα ξεχαστείς φίλε.
Αυτά όλα απασχολούσαν τον Μαθιό και είχε προσγειωθεί αρκούντως καθώς πλησίαζε και στην μάταιη ολοκλήρωση της έρευνας του ασβεστωμένου τοίχου από το κρεβάτι του πάνω.
Και τέλος έφτασε σε ένα σημείο που στον κτύπο του σφυριού του απάντησε ένας υπόκωφος ήχος που ακούστηκε σαν φανταστική Μουσική. ‘Μπετοβενική Συμφωνία της Χαράς;’ Και λίγα λέμε.
Καμπάνες Αναστάσιμες αντήχησαν. Σε απλά ελληνικά, σε ένα κομμάτι του τοίχου 0,25 Χ 0,25 τ.μ. πίσω από το σοβά, ο τοίχος ήταν ΚΕΝΟΣ.
Τρελάθηκε ο άνθρωπος.
Το γεγονός τον ξεπερνούσε. Αδύνατον. Δεν ήταν δυνατόν να διαχειριστεί την κατάσταση μόνος του, γέρος άνθρωπος. Ήταν δυνατόν;
Και έκανε κάτι το οποίο θεώρησε δίκαιο και ηθικά σωστό. Πήγε και βρήκε τους δύο νεαρούς του γείτονες, εκείνους που τον είχαν πρωτοβοηθήσει την νύχτα εκείνη που άρχισαν όλα.
Παιδιά τίμια όπως νόμισε – και ήταν – με όνειρα και φιλοδοξίες, φρέσκες ιδέες, απ’ αυτές που έναν λαό τον πάνε μπροστά με τα οράματά τους. Τους είχε συζητήσει, τους είχε τσεκάρει και ήξερε ότι δεν λάθευε στις εκτιμήσεις του. Που σημαίνει ότι μπορούσε να μοιραστεί μαζί τους ακόμη και τον "θησαυρό" του και χαλάλι τους.
Κάθισε λοιπόν και μπροστά στα έκπληκτα μάτια και αφτιά τους, εξέθεσε το όλο θέμα αφού πρώτα τους έβαλε να δώσουν όρκο εχεμύθειας. Βασίστηκε στον αντρίκιο λόγο της τιμής τους γιατί στους όρκους οι νεαροί δεν φάνηκε να είναι και τόσο fan. Το έπαιζαν άθεοι, επαναστάτες όπως κάνουν τα σημερινά παιδιά αλλά και άλλα παιδιά σε πολλά κεφάλαια της ιστορίας της Ανθρωπότητας. Στην ηλικία τους συνήθως βρίσκονται απέναντι στο κατεστημένο είτε αυτό είναι θρησκευτικό είτε πολιτικό. Έτειναν ευήκοον ους μόνο στο κάλεσμα των ινδαλμάτων τους. Στην προκειμένη περίπτωση στους ήρωές τους, αυτούς τους μετά σούπερμαν και σπάιντερμαν εποχής.
Έτσι, η τριάδα, βάδισε οργανωμένα στην εκτέλεση του έργου που επωμίστηκε και το έκανε με κέφι και πλάκα. Τι είχαν να χάσουν; Λίγες ώρες μακριά από το ΙNTERNET και τα αθλητικά τους ενδιαφέροντα οι νεαροί. Από την πρέφα και το τάβλι στον καφενέ της γειτονιάς ο ηλικιωμένος.
Με μια μικρή σπάτουλα και ένα σφυρί, άρχισαν να ξύνουν τον σοβά του τοίχου εκεί που τους υπέδειξε ο Μαθιός, στο κούφιο δηλαδή σημείο.
Πολύ γρήγορα, κατάπληκτοι, διαπίστωσαν ότι στο κενό, υπήρχε ένα ντενεκεδένιο κουτί διαστάσεων όσο ένα βιβλίο τσέπης. Το τράβηξαν με προσοχή και αφού ερεύνησαν το κενό την τρύπας που άνοιξαν μη και τυχόν υπήρχε κάτι ακόμη και μη βρίσκοντας άλλο τι, έκλεισαν την οπή με μια γυψοσανιδίτσα που κάλυψε άψογα το χώρο και την στερέωσαν με ένα μίγμα που είχαν φτιάξει με τα κατάλληλα υλικά για να επουλωθεί πλήρως η… πληγή και να μη δίνει στόχο ότι εκεί κάτι συνέβη. Αυτό, σε περίπτωση που ο γέροντας είχε καινούριες επισκέψεις από "σκιές" και αερικά! Γιατί σίγουρα κινδύνευε και η ίδια τους η ζωή αν οι όποιοι εισβολείς αντιλαμβάνονταν ότι η τριάδα ΓΝΏΡΙΖΕ ό,τι και αυτοί. Η δουλειά όφειλε να γίνει με επαγγελματική τέχνη για να μη φανεί ότι ο χώρος είχε, αυτό που λέμε… συληθεί. Δεν παίζουν μ’ αυτά. Αν μάλιστα πρόκειται, όπως υποπτευόταν για ΑΡΧΑΙΑ!…
«Έλα τώρα, μη μας το χαλάς, μπάρμπα. Ούτε που να το σκέπτομαι. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο μόνος κερδισμένος θα είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά και η δημιουργία ενός ειδικού μουσείου να τα φιλοξενήσει. Και μας ούτε που να μας φτύσουν. Άφησε που θα μας βλέπουν με μισό μάτι μήπως και έχουμε σαβουρώσει κανένα αγαλματίδιο. Απεύχομαι φίλοι μου να πρόκειται για κλεμμένες αρχαιότητες όσο σπουδαίες και να είναι. Αρκετή συγκίνηση εισέπραξε η Παγκόσμια Κοινότητα με τα ευρήματα της Αμφίπολης. Προς το παρόν μας αρκεί αυτή». Είπε ο νεαρός κοιτάζοντας με δέος το κουτί.
Κάθισαν και οι τρεις στο τραπέζι, μη ξέροντας τι να κάνουν με δαύτο.
Να το ανοίξουν;
Μα φυσικά.
Και αν έκρυβε μέσα του κανέναν εκρηκτικό μηχανισμό; Η λογική τους, τους έλεγε ότι δεν στεκόταν αυτή η εκδοχή γιατί το κουτί ακουγόταν τελείως άδειο.
Ο ένας νεαρός ο πιο τολμηρός καθώς φάνηκε, πήρε στα χέρια του το κουτί, το κούνησε πέρα δώθε κοντά στο αφτί του μην ακούγοντας πράγματι κανέναν ήχο από μέσα ει μη μόνο ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, που μπορεί τέλος τέλος να ήταν και της φαντασίας του.
«Γνώμη μου είναι ότι μέσα δεν υπάρχει κάτι με υλική υπόσταση. Είτε είναι ντιπ κενό, είτε υπάρχει κανένα πανί ή χαρτί, χωρίς ίχνος βάρους», απεφάνθη.
«Άλλο και τούτο. Τι λες αγόρι μου; Πως μπορεί ναι μεν να υπάρχει ΚΑΤΙ και αυτό το κάτι να μην έχει βάρος;» είπε ο γέροντας.
«Είπα εγώ κάτι τέτοιο μπάρμπα; Εγώ είπα ότι αν κάτι υπάρχει θα πρέπει να μην έχει ιδιαίτερο βάρος, αλλά ελαχιστότατο. Ξαναλέω. Ένα πανί, ή ένα χαρτί έστω. Βγείτε όλοι από το σπίτι. Θα το ανοίξω μόνος μου, μη ξεκληριστεί όλη η ομάδα μια και καλή» αστειεύτηκε ο νεαρός.
Έτσι και έγινε.
Με μια μικρή προσπάθεια, γιατί ως φαίνεται το καπάκι έτσι όπως είχε σκουριάσει με τα χρόνια είχε σκεβρώσει και δεν άνοιγε, τα κατάφερε.
«Μάγος ήμουνα παιδιά;» είπε. Δεν το είπα εγώ; Ένα χαρτί. Διπλωμένο στα δύο και σε μέγεθος όσο μια σελίδα βιβλίου».
Πάνω του σχεδιασμένος ένας περίεργος χώρος με αριθμούς τόσο μικρούς που μόνο τα αετίσια μάτια των παιδιών μπορούσαν να διακρίνουν. Στα μάτια με τα γυαλιά του γέροντα, έμοιαζαν φευγαλέα σαν μικρές κουκιδίτσες, ενώ ήταν αριθμοί, οριζόντιες και κάθετες γραμμές, που πιθανόν υποδήλωναν κάτι σαν ράφια βιβλιοθήκης ή αρχειοθήκης, κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Κάτω από το χαρτί αυτό, υπήρχε μια μικρή καρτ ποστάλ με σκιτσαρισμένο πάνω της ένα τοπίο με ένα σπιτάκι μικρό, στο μέσον του. Και ένας χάρτης που καταφανώς οδηγούσε στον χώρο που περιέγραφε το διπλωμένο χαρτί.
Μια υπόγεια κρύπτη, ένα καταφύγιο, σαν αυτά που άνοιγε ο κόσμος στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, για να προφυλαχτεί από τους βομβαρδισμούς.
«Ποιος είμαι εγώ; Ο Indiana Jones;» αναφώνησε ο νεαρός κατενθουσιασμένος. «Μπροστά μας ανοίγονται περίεργοι ορίζοντες και συνιστώ ψυχραιμία» είπε ενώ τα χέρια του ήδη είχαν αρχίσει να τρέμουν από την υπερένταση, την αγωνία και τις συνεχείς εκπλήξεις και την εξ’ αυτών συγκίνηση.
«Το τοπίο γνωστόν» πετάχτηκε ο γέροντας. «Σαφέστατα πρόκειται για το σπίτι μου και το περβόλι που το περιβάλλει. Το βλέπετε, δεν το βλέπετε; Ούτε φωτογραφία να το είχε βγάλει ο σκιτσογράφος. Αλήθεια, γιατί δεν το έβγαλε φωτογραφία, μόνο μπήκε στον κόπο να καθίσει να ζωγραφίζει, κάνοντας πιθανόν και κανένα λάθος παραλείποντας μια κάποια λεπτομέρεια;»
«Γιατί πολύ απλά παππού Μαθιέ ίσως τότε που το σκίτσαρε να μην είχε ακόμη εφευρεθεί η φωτογραφική μηχανή. Καλλιτέχνης όμως ε;»
Αφού με τα πολλά μπόρεσαν να ηρεμήσουν κάπως και αφού ο γέροντας έκανε καφέ να πιουν και να τονωθούν λιγάκι κάθισαν να σκεφτούν πώς θα ενεργούσαν από δω και πέρα. Καταφανώς τα πολύτιμα δύο χαρτιά κάπου οδηγούσαν, κάπου εκεί κοντά. Και αυτό το ΚΑΠΟΥ δεν θα ήταν απλώς σημαντικό αλλά σημαντικότατο μιας και είχαν ληφθεί τέτοιες προφυλάξεις μέχρι την ανακάλυψή του.
Ξάφνου ο Μαθιός πετάχτηκε από την καρέκλα του.
«Δεν είμαστε δυστυχώς οι τρεις μας που ξέρουμε την ύπαρξη του χάρτη παιδιά. Ξεχνάτε τον προχθεσινό μου νυχτερινό επισκέπτη με τα φωσφορίζοντα μάτια; Σίγουρα αυτός ξέρει αυτό που εμείς μάθαμε μόλις τώρα. Και μάλιστα δεν ξέρει ΜΟΝΟΝ αυτό, αλλά και ΤΙ ΕΊΝΑΙ αυτό που εμείς θα ψάξουμε να βρούμε. Παιδιά άρχισα να φοβάμαι για σας, μη και σας έχω μπλέξει σε μια τρελή ιστορία που δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Αναρωτιέμαι μήπως θα έπρεπε να αποταθούμε στην αστυνομία».
«Εγώ δεν εμπιστεύομαι κανέναν» είπε ο ένας νεαρός. Και αν πρόκειται να οδηγηθούμε σε κανέναν θησαυρό, τόσο λιγούρικο που έχει καταντήσει το Κράτος μας με τα χάλια τα οικονομικά του, ο θησαυρός μας θα κάνει φτερά πριν καν το πάρουμε χαμπάρι».
«Έλα ρε συ με την καλπάζουσα φαντασία σου. Ακόμη δεν τον είδαμε Γιάννη τον βαφτίσαμε. Άκου θησαυρός!! Μα τι λέω; Γιατί όχι; Ακόμη και αυτό μπορεί να συμβεί. Ας μελετήσουμε λοιπόν το χαρτί και ας πάμε εκεί που μας οδηγεί. Τα θαύματα μας περιμένουν. Σίγουρα».
«Για σιγά παιδιά. Πρέπει πρώτα να σκεφτούμε με ποιο τρόπο θα δικαιολογήσουμε την συνεχή σας παρουσία εδώ χωρίς να κινήσουμε υποψίες, σε περίπτωση που το σπίτι μου παρακολουθείται. Θα προσποιηθείτε λοιπόν ότι είστε εργάτες που σας προσέλαβα για να μου μερεμετιάσετε την κεραμοσκεπή που υπέστη ζημιές από τους αέρηδες κατ΄ αρχήν και στη συνέχεια θα ασχοληθείτε με το σκάψιμο του περιβολιού για το φύτευμα δήθεν ζαρζαβατικών που είναι και η κατάλληλη εποχή για κάτι τέτοιο. Και έτσι θα δικαιολογηθούν και τα εργαλεία που εσείς θα αγοράσετε. Αλλιώς θα είναι σαν να βροντοφωνάξουμε ότι εδώ δεν τρέχει κάτι στα γύφτικα που λένε αλλά κάτι σοβαρό και επικίνδυνο για την υγεία μας ».
Οι δύο νεαροί θαύμασαν την φρεσκάδα της σκέψης του νεαρού υπερήλικα και την εξυπνάδα του.
Ένα τρίο ανθρώπινο λοιπόν, που το ένα μέλος του συμπλήρωνε το άλλο με αγαστή σύμπνοια που δεν θα την έβρισκες βέβαια, αν επρόκειτο για έναν γέροντα πατέρα με δύο αχαΐρευτους γιούς.
Έτσι, αφού κάλυψαν τις κινήσεις τους κατά πώς έπρεπε, αποφάσισαν να πιάσουν δουλειά από την αμέσως επόμενη ημέρα.
Ευτυχώς, μέχρι το επόμενο πρωινό δεν συνέβη κάτι το απρόοπτο ούτε καμιά επίσκεψη του παράξενου νυχτερινού επιδρομέα.
Με τον χάρτη μπροστά στα μάτια του μυαλού τους, άρχισαν στην αρχή να σκαλίζουν σε ένα απομακρυσμένο σημείο από την επίμαχη περιοχή. Και αυτό για να μη δώσουν, όπως είπαμε, στόχο.
Εκεί κατά το μεσημεράκι και μεταξύ τσιγάρου και μιας γουλιάς καφέ που τους έφτιαξε ο Μαθιός, πλησίασαν με καρδιοχτύπι το σημείο που υποδείκνυε ο χάρτης. Δεν είχαν σκάψει ούτε ένα μέτρο όταν είδαν να ξεπροβάλλει μπροστά τους μια μαρμαρόπλακα σαν πόρτα, όχι κάθετα
βαλμένη στο έδαφος αλλά οριζόντια.
«Να’ τα, να’ τα, τα καλά μαντάτα φώναξαν. Έριξαν μια δήθεν μου αδιάφορη, μα διερευνητική, πολύ προσεκτική ματιά γύρω τους, και αφού διαπίστωσαν ότι καμιά ύποπτη κίνηση ή παρουσία δεν υπήρχε στα πέριξ, βάλθηκαν και οι τρεις μαζί να μετακινήσουν την μαρμαρόπλακα.
Τα κατάφεραν σχετικά εύκολα. Δεν ήταν τελικά και τόσο βαριά όπως ίσως θα περίμενε κάποιος από ένα τέτοιο υλικό που ήταν φτιαγμένη.
Την απόθεσαν στο πλάι και την σκέπασαν γρήγορα με κλαδιά για να μην δίνει στόχο σε όποιον πλησίαζε. Κατάπληκτοι είδαν, ότι ανοιγόταν μπροστά τους μια οπή πελώρια, όση και η επιφάνεια της "πόρτας".
Ο Μαθιός κρατώντας μια μεγάλη τέντα στα χέρια έσπευσε να σκεπάσει το άνοιγμα με αυτήν. Είπε στους νεαρούς να κάνουν τσιγάρο σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα και ερευνώντας τον περιβάλλοντα χώρο, ησύχασε που όλα έβαιναν καλώς.
Έπαιρναν οι άνθρωποι τα μέτρα τους και πολύ καλά έκαναν γιατί χωρίς να το ξέρουν ακόμα, αυτό που επρόκειτο να δουν τα μάτια τους σε λίγο, δεν ήταν του κόσμου τούτου Θεέ μου. Βρίσκονταν καταφανώς μπροστά στις πύλες του Παραδείσου ή της κόλασης; Δεν το ήξεραν ακόμα.
Από μιαν άκρη της τέντας γλίστρησε μέσα στο άνοιγμα ο ένας νεαρός κρατώντας στα χέρια του έναν δυνατό φακό που έσκιζε τα σκοτάδια σαν να ήταν μέρα. Προχώρησε βαθιά.
Τον περίμεναν να γυρίσει, μα ο νεαρός αργούσε να φανεί. Πράγμα που ήταν φυσικό να ανησυχήσει τους συντρόφους του. Του σφύριξαν συνθηματικά και η απάντηση δεν ήταν η ηχώ του δικού τους σφυρίγματος αλλά του συντρόφου τους που σήμαινε ότι όλα εν τάξει. Μα δεν είχαν προλάβει να ακούσουν το σφύριγμά του και ακούστηκε ένα ξεφωνητό που τους πάγωσε το αίμα. Δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη σημασία του. Και αμέσως μετά εμφανίζεται ο φίλος κατάχλωμος και τρέμοντας να τους λέει: «Απίστευτο, ΑΠIΣΤΕΥΤΟ…
Μια αίθουσα τελικά, τρεις φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι όλο το σπίτι του μπάρμπα Μαθιού και οι τοίχοι της γεμάτοι από συρτάρια από το πάτωμα μέχρι την οροφή, σαν τεράστιες βιβλιοθήκες, ή καλύτερα, σαν τεράστιες αρχειοθήκες ένα πράγμα. Αμέτρητα συρτάρια, μεγάλα και μικρά. Άνοιξα τυχαία ένα και αυτό που αντίκρισαν τα ματάκια μου, απορώ πώς δεν έχασαν το φως τους! Αν δεν έχω πάθει ένα είδος παραίσθησης, (γιατί και αυτό παίζει,) τότε τα συρτάρια είναι ασφυκτικά γεμάτα με ράβδους χρυσού, χιλιάδες, τούβλα ολόκληρα, προσεκτικά τοποθετημένα στα άπειρα συρτάρια. ΌΠΟΙΟ συρτάρι και αν άνοιξα τα ίδια. Ούτε το θησαυροφυλάκιο ενός Κράτους έχει τόσο χρυσάφι. Ασύλληπτο. Εμείς πλέον, δεν είμαστε αυτό που ο κόσμος λέει ΄΄πλούσιοι΄΄ αλλά Κροίσοι, Μίδες. Θεούλη μου τι είδαν τα μάτια μου!»
«Σύνελθε παιδί μου» είπε ο Μαθιός. «Μήπως εκεί μέσα υπάρχουν τίποτα αναθυμιάσεις που προκαλούν τέτοιου είδους παραισθήσεις; γιατί αυτά που μας λες είναι απόκοσμα. Δεν μπορούν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα».
«Ναι ε; Πολύ καλά. Πήγαινε και δες και συ. Δεν είναι δύσκολο. Το μονοπάτι ίσιο. Δεν κινδυνεύεις να χαθείς σε λαβύρινθο. Και το οξυγόνο αρκετό, άγνωστο από πού αερίζεται ο χώρος, μα δεν είναι της στιγμής να το ερευνήσουμε αυτό. Εντωμεταξύ, ρίξτε μια ματιά στις φωτογραφίες που έβγαλα με το κινητό μου, Έχουν αρκετή φωτογένεια οι χρυσόπλακες;»
Οι άλλοι δύο, έμειναν να κοιτάζουν τις εικόνες με το στόμα τους να χάσκει… Ο δε Μαθιός να λέει: «Και ποιος μας λέει πώς δεν είναι όλα αυτά πλαστά, έργο παραχαρακτών μιας περασμένης εποχής;» Σκοπός του που έλεγε αυτά ήταν για να προσγειώσει τρόπω τινά τους νεαρούς φίλους του και να τους προετοιμάσει, στην απευκταία περίπτωση που όλα αυτά τα μαγικά αποδειχτούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
«Αν κάποιοι είχαν υπ’ όψιν τους το τι έκρυβε τούτη εδώ η γη δεν θα την είχαν εδώ και χρόνια ανασκάψει πόντο πόντο να βρουν το θησαυρό;» συνέχισε.
«Πού ξέρεις γέρο Μαθιέ, μπορεί να πρόκειται για τον φημολογούμενο θησαυρό του Αλή Πασά ή για το θησαυροφυλάκιο της Ίδιας μας της Ελλάδας που κατάκλεψαν από τις Τράπεζές μας οι Γερμαναράδες και τον έκρυψαν επιμελώς σκοπεύοντας να τον ξαναπάρουν όταν τα χρόνια περνούσαν. Θα αγόραζαν την περιοχή πληρώνοντας πολλά χρήματα όπως κάνουν σε όλη την Ελλάδα και χωρίς να κινήσουν υποψίες θα τον ξέθαβαν με την ησυχία τους. Μπορεί δε αυτή η μέρα να έφτασε. Αυτό φανερώνει η επίσκεψη του αψηλού. Μπορεί όμως πάλι, ο θησαυρός να είναι ακόμη πιο παλιός και από γενιά σε γενιά να περνούσε το σχεδιάγραμμα στους ενδιαφερομένους απογόνους, με τελευταία κρυψώνα τον τοίχο του σπιτιού της συγχωρεμένης της θείας σου. Ποιος να ξέρει…»
Ο Μαθιός στερέωσε την τέντα πολύ καλά γύρω γύρω, και την σκέπασε για καμουφλάζ, με σωρούς από ξερόκλαδα έχοντας κατά νου να κτίσουν το άνοιγμα άμεσα, μη και οι βροχές που θα έρχονταν σε λίγο, κατέκλυζαν και κατέστρεφαν τον υπόγειο χώρο. Είχαν πολλή δουλειά μπροστά τους. Μα προς το παρόν έπρεπε και αυτοί να δουν με τα ίδια τους τα μάτια αυτά που είδε ο σύντροφός τους. Από μιαν ελεύθερη άκρη που είχαν αφήσει, εισχώρησαν και οι τρεις στα άδυτα του Παραδείσου. ΚΑΙ όντως διαπίστωσαν ότι τα πράγματα ήταν έτσι όπως τους τα είχε περιγράψει ο φίλος τους. Ίσως δε και να ξεπερνούσε η πραγματική εικόνα την φανταστική που είχε σχηματιστεί στο μυαλό τους από την περιγραφή αυτή.
Έτσι όπως έπεφτε το φως των ισχυρών φακών πάνω στις χρυσόπλακες, αυτές άστραφταν, πολλαπλασιάζοντας την έντασή του. Πέραν κάθε περιγραφής τα συναισθήματα της ομάδας…
Ο Μαθιός πλησίασε έναν άλλο τοίχο και μηχανικά άνοιξε ένα χαμηλό ντουλάπι που ανοίγοντας έτριξε… χαρμόσυνα και είδαν να κυλούν στο έδαφος χιλιάδες χρυσές λίρες από μια τεράστια σακούλα που είχε το πανί της τρυπήσει το πιθανότερο από την πολυκαιρία και την υγρασία του υπογείου. Ο Μαθιός έτοιμος να λιποθυμήσει έσκυψε, πήρε μια λίρα, την έβαλε στο στόμα του, την δάγκωσε και ξέπνοα είπε:
«Θεούλη μου αληθινή».
Τον συγκράτησαν να μην σωριαστεί κατάχαμα. Περίεργο. Εδώ είχε δει του κόσμου τις χρυσές ράβδους και δεν έκανε έτσι στη θέα τους, που εδώ που τα λέμε με το… "άλεσμά τους"(!) αυτές θα επέφεραν εκατομμύρια λίρες. Ίσως γιατί μια λίρα είναι, όσο να’ ναι πιο οικεία στον ανθρώπινο οφθαλμό!!! Και βέβαια αμέσως μετά τη διαπίστωση για τη γνησιότητα της λίρας, έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα ότι και οι ράβδοι ήταν το ίδιο γνήσιες. «Ιησού Χριστέ μου» αναφώνησε. «Τέτοιο θέαμα δεν θα είχε αντικρίσει ούτε το μάτι του Ωνάση ή του Νιάρχου. Ακόμη και αυτοί που θα είχαν σχεδιάσει και γεμίσει τα συρταροντούλαπα της κρύπτης, δεν θα πρόλαβαν να θαυμάσουν, γιατί θα πρέπει να εξολοθρεύτηκαν όλοι από ένα δαιμόνιο μυαλό, για να πάρουν μαζί στον τάφο τους το μυστικό του».
Έτσι λοιπόν εξηγείται που τόσα χρόνια μετά, δεν έγιναν απόπειρες ανεύρεσης του αμύθητης αξίας θησαυρού, που και ο κάτοχός του δεν μπορούσε να χαρεί έτσι Θαμμένος που ήταν. Καλού κακού δε, είχε σχεδιάσει το χαρτί που οι φίλοι μας βρήκαν, από τον φόβο ίσως αιφνίδιου θανάτου του, με το οποίο έκανε γνωστή την ύπαρξή του, ποιος ξέρει σε ποιους. Και δεν ήταν βέβαια απαραίτητο οι φίλοι μας να ξέρουν ποιοι ήταν οι… "αυτοί"! Το μόνο που μπορούσαν να υποπτευτούν ήταν ότι ένας από τους κατόχους του μυστικού ήταν και η "αψηλή σκιά" που έψαχνε να βρει μιαν άκρη. Ηλίου φαεινότερο λοιπόν ότι θα ξαναρχόταν. Και καλά να ήταν μόνη της. Μην κουβαλούσε μαζί της και κανέναν στρατό μισθοφόρων τυχοδιωκτών.
«Παιδιά μου, ακούστε με. Η υπόθεση αυτή μας ξεπερνάει. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας ένα τέτοιο διαβολικό μυστικό. Πρέπει να ενημερώσουμε τον Πρωθυπουργό της Χώρας μας» είπε ο Μαθιός.
Οι νεαροί συμφώνησαν κουνώντας συναινετικά το κεφάλι τους. Το θέμα όντως τους ξεπερνούσε, δεν άντεχαν να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος τεράστιο και μάλιστα από χρυσάφι!...
Άσε που όλος αυτός ο πλούτος θα έσωζε την Πατρίδα. Θα ανακηρύσσονταν ήρωες του Έθνους, Άγιοι και σωτήρες της.
Θα ξεπληρώνονταν τα δυσβάστακτα χρέη, θα βούλωναν τα αδηφάγα στόματα των τοκογλύφων δανειστών μας με χρυσόπλακες, να φάνε, να σκάσουν, να πάψουν να μας ταπεινώνουν και να μας υβρίζουν ξεδιάντροπα. Ο Λαός θα έπαιρνε βαθιές ανάσες και το χαμόγελο θα ξαναγύριζε στη χώρα που γεννήθηκε το γέλιο και η σάτιρα. Θα παύαμε να στενάζουμε και θα αφήναμε πίσω μας τη μιζέρια και την μουρτσούφλα. Αρκεί να γινόταν δίκαιη κατανομή του πλούτου και γι’ αυτό, τον μόνο όρο που οι τρεις φίλοι θα έβαζαν, θα ήταν να προέδρευαν στο συμβούλιο της διαχείρισης του θησαυρού. Τότε μόνο θα ήταν σίγουροι ότι ο Θεόπεμπτος θησαυρός τους θα έπιανε όντως και κυριολεκτικά ΤΟΠΟ. Αυτό θα γινόταν με βούλες και υπογραφές, με συμβολαιογράφους και δικαστές.
Αλλιώς, το είχαν σκοπό ο θησαυρός να έμενε κρυφός, θαμμένος και άχρηστος, όπως ήταν για δεκαετίες και ίσως για αιώνες.
Κι αν δεν είχαν δει και ακούσει οι τρεις τους, πόσο εύκολα υποκύπτουν και αλλοτριώνονται συνειδήσεις και συμπεριφορές στον βωμό και το κάλεσμα του Μαμωνά. Επομένως "δεν μασούσαν." Είχαν γνώση οι φύλακες…
*
Ο Μαθιός και οι δύο νεαροί, κατέβαλαν απεγνωσμένες προσπάθειες να διατηρήσουν μια κάποια ψυχραιμία. Μα ήταν δυνατόν να καταφέρουν κάτι τέτοιο; Πώς να το αντέξεις να είναι απλωμένα στα πόδια σου τα θησαυροφυλάκια τη ΓΗΣ και συ να μένεις με σώας τας φρένας; Από ατσάλι είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο μυαλό; Μια τόση δα βιδούλα να ξελασκάρει, πάει το ’χασες. Γι’ αυτό και οι απεγνωσμένες προσπάθειες που λέγαμε.
Και το αποφάσισαν.
Έμειναν οι δύο νεαροί να φυλάνε τον χώρο ψιλοαδιάφορα τάχα μου, κάνοντας διάφορες δήθεν αγροτοδουλειές, ενώ ο μπάρμπα Μαθιός ντύθηκε, στολίστηκε, και αρίβαρε Μαξίμου μεριά.
"Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;;;"
"Εδώ ο κόσμος χάνεται βαρκούλες αρμενίζουν…"
Σε λίγες ημέρες έχουμε κρίσιμες εκλογές, εσένα θα θελήσει να δει ο Πρόεδρος αφού δεν προλαβαίνει ούτε ανάσα να πάρει;
"Στάσου να δεις τι ανάσες θα πάρει αν ακούσει τι έχω να να του πω εγώ" μουρμούρισε ο Γέροντας. "Εδώ, ο Πρόεδρος επισκέφτηκε την Αμφίπολη ελπίζοντας κατά βάθος ότι ίσως αναβρεθεί εκεί το Μακεδονικό νομισματοκοπείο με όλα του τα χρυσάφια, φωτογραφήθηκε με τους αρχαιολόγους, οι φωτογραφίες του έκαναν τον γύρω του κόσμου με τους ξένους να θαυμάζουν και να απορούν και να ζηλεύουν ίσως, και όλα αυτά μπροστά στο δικό μας θησαυρό θα είναι ένα μικρό επεισόδιο, όταν έρθει και δει τι γίνεται μ’ αυτά που θα του εξιστορήσω εγώ, και που λαμβάνουν χώρα δυο βήματα από το γραφείο του; Τώρα να δεις τι έχει να γίνει. Ποιος ψυχολόγος γνωστός ή άγνωστος θα βρει να πει κουβέντα για το τι θα νιώσει η Ανθρωπότητα!"
Στη συνέχεια, αγαπητοί αναγνώστες, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Μαθιός έως ότου κατορθώσει να πλησιάσει τον Πρωθυπουργό.
Αυτό λίγο πολύ είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Δεν ήταν απλώς δύσκολο, φαινόταν ακατόρθωτο. Ένας βαθιά κουρασμένος και αγχωμένος άνθρωπος που το κάθε λεπτό της ζωής του ήταν προγραμματισμένο, πώς να δεχτεί τώρα έναν ανθρωπάκο που έλεγε κάτι τρελά;
Δεν έδωσε σημασία.
Μα ο γέροντας απείλησε ότι εκεί μπροστά στον Εθνικό Κήπο θα αυτοπυρπολείτο και η εικόνα του Προέδρου θα αμαυρώνονταν, με τα media που ήδη άρχισαν να καταφτάνουν μυρίζοντας ένα σοβαρό επεισόδιο που ο κόσμος θα… απολάμβανε από τις δέκτες του. Και οι σύμβουλοί του τον συμβούλευσαν να τον συναντήσει, για ένα έστω λεπτό που τέλος τέλος θα βοηθούσε και την προς τα έξω εικόνα του. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έτσι η Αυλή του Διαφημίζοντας το πόσο βαθιά δημοκράτης είναι ο Πρόεδρος, τον δέχτηκε το Μαθιό στο Μαξίμου αφού βέβαια πρώτα τον πέρασαν από σαράντα κύματα έρευνας για τον φόβο εγκληματικής ενέργειας. Τον διακτίνισαν θαρρείς και τον επαναϋλοποίησαν(!) για να είναι σίγουροι!!!
Μα αν όπως ξέρουμε ο Πρόεδρος σε καμιά περίπτωση δεν κινδύνεψε από κρυμμένο όπλο του ανθρωπάκου, κινδύνεψε πολύ σοβαρά να μείνει ξερός με αυτά που άκουσε να του λέει. Δεν έδινε ο γέροντας την εικόνα παράφρονα ούτε έδειχνε σημάδια μυθομανούς. Γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να τσεκάρει ιδίοις όμμασι την αλήθεια ή το ψέμα του γέρου πολίτη. Και αυτό, χωρίς να γίνει αντιληπτό από κανέναν, μα από ΚΑΝΕΝΑΝ. Μόνο το ρεζίλεμα του έλειπε, στην κατάσταση που βρισκόταν. Θα ήταν σκέτη αυτοκτονία η ευπιστία που θα είχαν να του προσάψουν τα media και η γελοιοποίησή του, θα ήταν η χαριστική βολή.
Και το αποφάσισε. Μία στο εκατομμύριο των όσων άκουγε να είχε βάση… Τον έπιασε σκοτοδίνη…
Να του ήταν λες γραφτό να ζήσει μια τέτοια κοσμογονία στις λίγες ημέρες που απέμεναν με την λήξη της θητείας του, όπως έδειχναν όλες οι δημοσκοπήσεις; Η εκλογή του ή η μη εκλογή του σε λίγες ημέρες, σε σύγκριση με την απήχηση που θα είχε στο πρόσωπό του το γεγονός, θα έμοιαζε μικρότερη από παρωνυχίδα. Ποιος θα νοιαζόταν αν αποκαλείτο ακόμη Πρωθυπουργός όταν θα του απονέμονταν ο τίτλος του Σωτήρα όχι της Ελλάδας ή της Ευρώπης αλλά και της Ανθρωπότητας… Παναγιά μου!
Πετάχτηκε, πήρε τον κολλητό του φίλο και διευθυντή του γραφείου του, πήρε τον προσωπικό του φρουρό, έναν ικανότατο σωματοφύλακα και πιστό του μέχρι θανάτου άνθρωπο, και δύο ορκισμένους άντρες της προσωπικής του φρουράς οπλισμένους σαν αστακούς, και έτσι, 6 άτομα εν συνόλω, έφυγαν, αφήνοντας σύξυλους έλληνες και ξένους συνεργάτες του με τους οποίους είχε ραντεβού.
"Έκτακτη ανάγκη" φώναξε πάνω από τον ώμο του καθώς έφευγε. "Δεν θα αργήσω. Να μην φύγει κανείς"…
*
Όσο πλησίαζαν στο σπίτι του, ο Μαθιός αισθανόταν την καρδιά του να κτυπάει στο στήθος του γοργά μα ακανόνιστα σαν ξεκουρντισμένο ρολόι αντίκα, πράγμα πολύ επικίνδυνο γιατί μπορούσε να σταματήσει τους κτύπους της από λεπτού σε λεπτό.
Αγωνία;
Άλλη λέξη…
Αδημονία;
Άλλη λέξη…
Ας μη το ψάχνουμε πατριώτες.
Δεν υπάρχει λέξη που να απηχεί τα αλλόκοτα, τα ανήκουστα συναισθήματα ενός απλού πλην τίμιου ηλικιωμένου Έλληνα πολίτη της ένδοξης τούτης Χώρας.
Συναισθήματα ανείπωτα που του έκοβαν την ανάσα όσο πλησίαζαν με το πολυτελέστατο πρωθυπουργικό αυτοκίνητο στο φτωχικό του.
Και το τόλμησε. Τόλμησε να το πει:
«Πρόεδρε, κακώς ερχόμαστε με ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Θα δώσουμε στόχο, ελπίζω να το καταλαβαίνεις. Έτσι και διαρρεύσει, ή ψυλλιαστεί κάποιος ότι κάτι αλλόκοτο συμβαίνει κατά δω, και όλες οι ένοπλες δυνάμεις να έρθουν στο κάλεσμά σου δεν θα είναι ικανές να σταματήσουν το τσουνάμι των πολιτών που θα πέσουν πάνω μας σαν πεινασμένα τσακάλια και άδικο δεν θα τους ρίξω. Προτείνω λοιπόν να σταματήσουμε, να βρούμε ένα ταξί ή να σταματήσουμε κάποιο Ι.Χ. με μόνον επιβάτη τον οδηγό του. Πιθανόν και να μην αντιληφθεί ποιος είσαι.
Ο Πρόεδρος θαύμασε την οξύνοια του γέροντα. Πώς και αυτός δεν το είχε σκεφτεί; Μα να ήταν λες το μόνο απλό πράγμα που δεν σκέφτηκε; Μαθημένος να προσπαθεί να λύνει δύσκολα θέματα μπερδευόταν με τα εύκολα. Γι αυτό και έφτασε εδώ που έφτασε, σ’ αυτήν την ολισθηρή κατηφόρα και κινδύνευε να πει fair well to the guns!
Κατέβηκε ο Μαθιός από την Μερσέντες και έκανε ώτο-στοπ στο πρώτο Ι.Χ. αμάξι που είδε να πλησιάζει.
Ευτυχώς το Φιατάκι σταμάτησε. Μα και πώς να τους χωρέσει έξη νοματαίους, επτά με τον οδηγό; Να δεις όμως που τους χώρεσε. Και ας ήταν μια καραμπινάτη τροχαία παράβαση από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Χώρας. Θα μου πεις, σιγά την παράβαση και ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και ο σκοπός τούτος δεν ήταν απλά ιερός αλλά ίσως έμελλε να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας της Ελλάδας αν όχι της Ευρώπης όλης, από εποχής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και έτσι στοιβαγμένοι όπως έφτασαν στην γειτονιά του, μια άλλη σκέψη συγκλόνισε τον Μαθιό.
«Γιατρό βρε παιδιά, έναν γιατρό. Ίσως είναι το μόνο πρόσωπο ή μάλλον το πρώτο πρόσωπο που ίσως χρειαστείς πρόεδρε. Πρόσεξε και προετοιμάσου γι’ αυτό που πρόκειται να δεις και μην επιτρέψεις στον πολύτιμο εαυτό σου να αποδημήσει εις Κύριον έχοντας στα μάτια σου τις τελευταίες πιο παράξενες εικόνες που έχουν δει ανθρώπινοι οφθαλμοί».
Και ο Πρόεδρος, για πρώτη φορά εδώ και ώρα ( αν όχι αιώνες) χαμογέλασε καλόκαρδα, λέγοντας καλοσυνάτα: « Ας δω αυτά που υποσχέθηκες φίλε μου και ας είναι οι τελευταίες εικόνες που θα πάρω μαζί μου φεύγοντας. Τι συνοδεία αλήθεια ε; Την βρίσκεις λίγη; Ποιος άλλος ever βρέθηκε στη θέση τη δική μου; Τι Αγά Χαν μου λες και τι Εμίρηδες και Σαουδάραβες βαθύπλουτοι και τι Κροίσοι και Μίδες; Έτσι φίλε;»
«Έτσι Πρόεδρε και λίγα λες».
Και με τούτα και με τ’ άλλα, έφτασαν στο προαύλιο του σπιτιού, κατέβηκαν όλοι, και μόνον τότε διαπίστωσαν ότι πράγματι χρειαζόταν η παρουσία ενός γιατρού γιατί ο οδηγός του Ι.Χ. βλέποντας μπροστά του τον ίδιο τον Πρωθυπουργό του Κράτους και συνειδητοποιώντας ότι δεν πρόκειται για παραίσθηση ή ομοιότητα, ένα ψιλοεγκεφαλικό το αντιμετώπισε ο άνθρωπος. Μα φαίνεται ότι ήταν η τυχερή του ημέρα και παρέκαμψε τον κίνδυνο υποβαθμίζοντας το επεισόδιο σε επίπεδο μιας έντονης σκοτοδίνης και τίποτα άλλο, αποφεύγοντας τις γνωστές συνέπειες και κινδύνους…
Ο Μαθιός με τον Πρόεδρο προχώρησαν προς τα κει που στέκονταν τα δύο αγόρια και συμβούλευσε τους υπόλοιπους να πάνε σπίτι και να περιμένουν εκεί, κάνοντας και καφέδες για όλους στην μικρή του πεντακάθαρη κουζίνα Θα τον χρειάζονταν τον καφέ όλοι τους σε λίγο σίγουρα. Για να μην ήξεραν να φτιάχνουν καφέ αποκλείεται. Το πρώτο και βασικό προσόν πρόσληψης τέτοιων υπαλλήλων ήταν η ικανότητά τους να …ψήνουν καφέ! Πικρό; Γλυκό; Με ολίγη; Ανάλογα με τις περιστάσεις…
Ο Μαθιός, αφού έριξε γύρω του ερευνητικές ματιές και αφού ενημερώθηκε από τους νεαρούς του φίλους ότι καμιά ύποπτη κίνηση δεν είχε σκάσει μύτη, σήκωσε λίγο την τέντα και έκανε νόημα στον Πρόεδρο να μπει μέσα, παίρνοντας πρώτα από τα χέρια των νεαρών, τους δυνατούς τους φακούς που θα έσκιζαν τα σκοτάδια της υπόγειας κρύπτης.
Μπήκαν μέσα ναι μεν ΔΥΟ, μα λίγο έλειψε να βγει μόνο ο ένας, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει μα και φοβηθεί ο Μαθιός. Ο Πρωθυπουργός, στη θέα του πέρα από κάθε φαντασία τερατώδους θησαυρού, σάστισε, τρίκλισε και αν δεν τον συγκρατούσε ο Γέροντας δύο μέτρα άνθρωπο, θα σωριαζόταν στο πάτωμα, σαν σακί αδειανό. Αυτό που είδε ο Χριστιανός δεν το χώραγε ανθρώπου νους, ήταν αδιανόητο. Ο γέροντας τον συμπόνεσε. Να που αρρωσταίνει ο άνθρωπος και από θαυμασμό και από έκπληξη και από το αδιανόητο και το απρόσμενο θαύμα.
Επιτέλους.
Επιτέλους. Ένας γέρο Χειμώνας έφερε στην ζωή του ανθρώπου που κρατούσε το τιμόνι της Χώρας μιαν Άνοιξη αλλιώτικη που θα ζωντάνευε το Έθνος, θα του έδινε την λάμψη που όλοι οι πολιτικοί προσδοκούν να προσδώσουν μα κανείς δεν το καταφέρνει τελικά, με αποτέλεσμα να δέχονται τέτοια λάσπη που είναι να απορείς πώς και με τέτοιο πάθος κυνηγούν τον Θώκο της Πρωθυπουργίας.
Είναι να απορείς πώς και αψηφούν τις βρισιές και τις κατάρες που δέχονται καθημερινά από το αγανακτισμένο πλήθος, θαρρείς και αρέσει σ’ αυτούς που μας κυβερνούν να βασανίζουν τον λαό τους κάνοντας κουμπαριές με τους εχθρούς τους!!! Άτιμο πράγμα η πολιτική, δεν θα έλεγα δε και οι πολιτικοί. Σίγουρα όλων οι προθέσεις είναι καλές λίγοι όμως και λόγω συγκυριών τα καταφέρνουν, κερδίζοντας και μιαν υστεροφημία…
Δεν μπορεί οι μεν να είναι περισσότερο πατριώτες από τους δε. Όλων οι προθέσεις καλές, μα χρειάζεται να είναι χαλκέντεροι για να αντέχουν τα ανήκουστα που εκτοξεύονται από "φίλους" και οχτρούς. Με τα πολλά, ο Πρόεδρος ήρθε στα συγκαλά του. Σε όλα συνηθίζει κανείς δεν λένε; Στα τερατώδη, στα υπερβολικά στα απόκοσμα ακόμη, και μόνο στην ιδέα του θανάτου δεν το μπορεί, νομίζοντας ότι θα ζήσει αιώνια. Βλέποντας ο Πρόεδρος τις χυμένες στο πάτωμα λίρες, έκανε την ίδια ακριβώς αμήχανη κίνηση που είχε κάνει και ο Μαθιός. Έφερε μια λίρα στα δόντια του, την δάγκωσε, και βόγκηξε: «Παναγιά μου Παρθένα, χρυσή»…
Ώστε δίκιο είχε ο γέροντας, Μπροστά στα πόδια του απλώνονταν τα πλούτη της Υφηλίου.
Έβγαλε το κινητό του πήρε κάποιον στο τηλέφωνο μιλώντας του σε μια γλώσσα που ο Μαθιός δεν κατάλαβε και αμέσως μετά πήρε κάποιον άλλο πολύ σημαντικό καθώς φαίνεται, γιατί άθελά του μιλώντας του, πήρε μια στάση σεβασμού, και τέλος πήρε τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και όσα λόγια δεν αντάλλαξαν εδώ και καιρό παρά τις παραινέσεις όλων, δικών και αντιπάλων, τα είπαν μαζεμένα:
«ΕΛΑ ΑΜΕΣΩΣ ΕΔΩ. ΣΩΘΗΚΑΜΕ ΣΟΥ ΛΕΩ».
Χρησιμοποίησε την πρώτη ελπιδοφόρα για την Ελλάδα μαγική λέξη, στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Είπε:
«ΣΩΘΗΚΑΜΕ» Το είπε και το εννοούσε βαθύτατα, στον μισητό του αντίπαλο.
Το όλο θέμα αφορούσε την Πατρίδα δεν αφορούσε κόμματα και ανταγωνισμούς. Και Πατρίδα ήταν τόσο δική του όσο και του αντιπάλου του. Επρόκειτο για την Ελλάδα και φιλοδοξούσαν και οι δυο να την βγάλουν στο ξέφωτο με έναν ουρανό ανέφελο επιτέλους. Και αυτό ήταν σπουδαιότερο ακόμη και από τον θησαυρό που απλωνόταν μπροστά στα πόδια τους και που βέβαια ήταν η αιτία της Σωτηρίας αυτής…
Ένας θησαυρός, η επιτομή η ίδια των θησαυρών του Αγά Χαν, του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και όλων των Ελβετικών Τραπεζικών θησαυροφυλακίων. Μόλις τώρα ανακηρύχτηκε η Ελλάδα σαν η πλουσιότερη Χώρα του Κόσμου, μόνο που ο Κόσμος δεν το ήξερε ακόμη.
Αν δεν είναι αυτό θαύμα Θεϊκό…
Αν δεν είναι θείο άγγιγμα…
Ας μας πει κάποιος τι είναι…
Δεν πέρασε καλά καλά ένα 10λεπτο όταν κατέφθασε η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Και καπάκι γέμισε ο ουρανός πάνω από την επίμαχη αλλά και ευρύτερη περιοχή, με ελικόπτερα του Στρατού και της Αστυνομίας.
Και βέβαια γρήγορα το θέμα έπαψε να είναι κρυφό και τα μέσα επικοινωνίας το μεγέθυναν ακόμη πιο πολύ απ’ όσο έπαιρνε, με αποτέλεσμα οι ένοπλες δυνάμεις που εκλήθησαν να συνδράμουν, μετά βίας κατόρθωναν να συγκρατήσουν το πλήθος που μαζευόταν όλο και περισσότερο στο πεδίο όπου εξελισσόταν το μεγαλύτερο γεγονός που είχε ποτέ λάβει χώρα στην Ελλάδα από καταβολής ιδρύσεώς της σε Ανεξάρτητο Κράτος. Έγινε ο ομφαλός της Ευρώπης και ας τολμούσε κανείς να το αμφισβητήσει. Αυτά που συνέβαιναν σ’ αυτήν την εξοχική γωνιά της Αθήνας ούτε και αν έβρισκαν τον ίδιο τον Τάφο του Μεγαλέξανδρου ή ακόμα και τον Τάφο ενσαρκωθέντα Θεού του δωδεκάθεου των Αρχαίων μας, θα γινόταν αυτός ο χαμός.
Απαξάπαντες οι πολιτικοί άντρες, σε αγαστή συνεργασία. Και όπως είπε ένας από τους παρευρισκόμενους, αυτό ήταν ΤΟ ΠΡΩΤΟ ευεργέτημα του Θησαυρού. Έμελλε να ακολουθήσουν μύρια άλλα, που έκαναν την Παγκόσμια Κοινότητα να μένει ενεή και να γίνει ξαφνικά απέραντα φιλική προς έναν λαό που ταπείνωνε παντοιοτρόπως μόλις λίγο πριν. Όλα, ευεργετήματα του Θεόπεμπτου θησαυρού που έπεσε στη Χώρα σαν Μάννα εξ΄ ουρανού, πάνω σε έναν δυστυχισμένο Λαό.
Έφτασαν σε σημείο να λένε οι λαοί: "nous sommes tous Grecs…"
Αργά το καταλάβατε που να σας πάρει, αργά…
Καθίστε τώρα σαν ζήτουλες ΕΣΕΙΣ ελπίζοντας κάτι να αρπάξετε, λιγούρηδες. ΕΜΕΙΣ δεν είμαστε μονοχοφαγάδες και αυτό, το γνωρίζει ο Θεός. Γι ΄αυτό και διάλεξε τον δικό μας τόπο για να κάνει το θαύμα του. Να ταΐσουμε ΕΜΕΙΣ την ανθρωπότητα ΥΛΙΚΆ, όπως την έχουμε ταΐσει και ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ και με την πνευματικότητά μας σάς βοηθήσαμε να πάψετε να ζείτε σε ημιάγρια κατάσταση σαν μαϊμούδες στα δέντρα.
Είμαστε γενναιόδωρος Λαός, φιλεύσπλαχνος. Ησυχάστε Θα φάτε μέχρι σκασμού χρυσόπλακες και ας ελπίσουμε να καταλαγιάσει η πείνα σας η ασίγαστη, επιτέλους. Και έτσι να πάψετε να σπέρνετε πολέμους στην Γη προς αφανισμό των αδυνάτων και όφελος της παγκόσμιας Βιομηχανίας κατασκευής όπλων.
Και το λέμε αυτό, γιατί ήρθε και άλλη, μεγαλύτερη έκπληξη από την πρώτη. Σε ένα από τα συρτάρια της απίθανης συρταριέρας βρέθηκε ένας άλλος χάρτης παρόμοιος του πρώτου εκείνου που είδαμε στον ασβεστωμένο τοίχο του υπνοδωματίου του Μαθιού, που έδινε οδηγίες για το πώς μπορεί να προσεγγιστεί θησαυρός ακόμη μεγαλύτερος, φυλαγμένος για αιώνες σε υποθαλάσσιες σπηλιές του Αιγαίου. Θησαυρός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μετά της Οθωμανικής. Θησαυροί Ασιατών μα και Ευρωπαίων που να χάνεις το νου σου, που θα επιτρέψουν να χορτάσουν ψωμί, ρύζι και καθάριο νεράκι οι λαοί οι ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους της Αφρικής.
Διότι ΑΝ ΔΕΝ γίνει και τώρα αυτό, τότε ο Κόσμος θα χαθεί από προσώπου της Γης, από τον θυμό του Θεού.
Θα αγνοήσουμε την μεγαλοδωρία Του, την Μεγαλοθυμία Του;;;;
Μετά μεγάλης Του λύπης θα παραδεχθεί ότι απέτυχε με το δημιούργημά Του( Εμάς δηλαδή) και θα κοιτάξει να φτιάξει ένα άλλο μοντέλο τελειότερο, απαλλαγμένο από φιλαυτίες, ματαιοδοξίες, ζηλοφθονίες, μισαλλοδοξίες και ακόρεστες πείνες και μ’ αυτό να γεμίσει τον Παράδεισο που λέγεται ΓΗ.
Στοχασμοί.
Σκέψεις.
Φιλοσοφήματα.
Ερωτήματα. Των οποίων τις απαντήσεις αναμένομεν, ελπίζοντας ότι δεν θα αναμένομε για πολύ.
Δυστυχώς όμως τις απαντήσεις τις πήρε μαζί του φεύγοντας ο Μαθιός για το μεγάλο ταξίδι που ξεκίνησε, αυτό το ταξίδι το δίχως γυρισμό. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος ζώντας το θαυμάσιο τούτο όνειρο, τον πήρε ο Θεός κοντά Του να του δώσει τις απαντήσεις που ζήτησε. Έφυγε τρισευτυχισμένος με το όνειρο να το πεις; όραμα να το πεις; Όποιο όνομα και αν του δώσεις, έκανε έναν άνθρωπο ανείπωτα ευτυχισμένο. Και πού ξέρεις; Μπορεί κα το όνειρο να ήταν προφητικό. Ψέματα είναι ότι η Ελληνική γη κρύβει θησαυρούς τόσους όσους ολόκληρος ο …γλόμπος της Υφηλίου, θησαυρούς θαμμένους στα σπλάχνα της εδώ και χιλιετίες;…
*
Στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων και από τις τελευταίες ειδήσεις των δελτίων ειδήσεων της prime ζώνης αναφέρθηκε αδιάφορα ότι επιτέλους συνελήφθη ο ληστής ο επονομαζόμενος ΄΄ληστής του τοίχου,΄΄ ένας ψυχοπαθής ψτωχοδιάβολος που ποιος ξέρει για ποιους λόγους του είχε σαλέψει και την εύρισκε ψαχουλεύοντας υπό το φως δύο φακών προσαρμοσμένων σε κάτι περίεργα γυαλιά που του έδιναν αλλόκοτη όψη, τους τοίχους πάνω από τα κρεβάτια κοιμισμένων ανθρώπων.
Από κει είχε την αφετηρία του το παράξενο όνειρο του γέρο Μαθιού, το ωραιότερο μα και το τελευταίο της ζωής του, που αναμφισβήτητα θα το ζήλευε και η φαντασία του πιο ευφάνταστου σεναριογράφου…
Κάνουμε λάθος μήπως, φίλοι μας αναγνώστες;
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια