Και έτσι όπως καθόταν και διάβαζε την εφημερίδα του στον τεράστιο κήπο του πολυτελούς ξενοδοχείου, έρχεται από το πουθενά μια σαΐτα και καρφώνεται με τη μύτη στο ποτήρι με το ποτό του. Μια πυκνογραμμένη σαϊτιά: “αναίσθητο ανθρωπάριο, λίγες ώρες σού απομένουν για να πάψεις να μολύνεις την ατμόσφαιρα με τη βρωμερή σου ανάσα. Coming soon’’, έγραφε.
Ο Τέρρυ δεν ήταν κανένα πρωτόβγαλτο μαθητούδι για απειλές σαν αυτή. Και εχθρούς κάμποσους είχε εξ’ αιτίας της φύσης του επαγγέλματός του και αντιμέτωπος με όλη την παράνοια που συνόδευε το ανακριτικό του έργο. Άνθρωποι παντός είδους, φρούτα απίστευτης ποικιλίας από το περιβόλι τού υποκόσμου οι καθημερινοί του “πελάτες”.
Ανώτατος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας με απίστευτες περγαμηνές για το επιτυχές του έργο, το οποίο αγαπούσε με πάθος και το υπηρετούσε με ακόμη μεγαλύτερο σθένος και ικανότητα.
Σαν άντρα όμορφο θα τον έλεγε κανείς, αν εξαιρούσες τα πολύ χοντρά γυαλιά που φορούσε και του χαλούσαν τη μόστρα. Μα στο Θεό που πίστευε, δεν μπορούσε να φοράει κάτι λιγότερο κακόγουστο και πιο διακριτικό, κάτι πιο φίνο, τέλος πάντων, αναρωτιούνταν οι πάντες, εκτός του ιδίου. Μα καθ’ ένας με το σήμα κατατεθέν του και αυτό ήταν το σήμα του αξιότιμου κυρίου Ανακριτού και σε όποιον άρεσε. Γυαλούμπα, λοιπόν, με βαθμό μυωπίας βία ενάμισι, σχετικά μικρό δηλαδή.
Η Ερατώ ερωτευμένη μαζί του απ’ όταν ήταν και οι δύο παιδιά. Δε θυμόταν να είχε ποτέ αγαπήσει άλλον κανέναν και ας ήταν ένας κορίτσαρος σαν τα κρύα τα νερά που λένε. Φτιαγμένη από κείνο το σπάνιο υλικό ανθρώπου που ήρθε στη ζωή ν΄ αγαπήσει μία και μόνη φορά και για πάντα.
Σαν σχέση περίεργη. Περνούσαν περιόδους ισχνών αγελάδων αλλά και παχιών. Τι παχιών, τετράπαχων να πούμε καλύτερα, μ’ εκείνον να είναι πάντα standby, όπως αυτή γι’ αυτόν. Για επισημοποίηση της σχέσης τους ποτέ δεν έγινε κουβέντα ούτε ήταν κάτι που πιθανό να τους απασχολούσε κρυφίως. Θα μου πεις, υπάρχει θηλυκό ερωτευμένο που να μην ονειρεύεται κουφέτα και “ους ο Θεός συνέζευξε’’; Δεν υπάρχει.
Τότε;
Τι θα πει τότε;
Μα αφού δεν τους απασχολούσε εκείνους, γιατί ν’ απασχολεί εμάς; Ίσως εκείνος ενδόμυχα να νόμιζε ότι με το να μην επισημοποιεί τον δεσμό τους την προστάτευε από τους μύριους όσους κινδύνους ελλόχευαν σαν τούτον εδώ, να πούμε, που του προσφέρθηκε κυριολεκτικά στο ποτήρι, με τα διαπιστευτήριά του, τις βλακείες του και τις απειλές του. Την Ερατώ του εκείνος την ήθελε εκτός επικίνδυνου βεληνεκούς και, μην κάνοντας τον δεσμό επίσημο, είχε την ελπίδα ότι την προφύλασσε αφ’ ενός, αλλά και εκείνος να μπορεί να είναι δοσμένος απερίσπαστα στην εκτέλεση της δύσκολης καθημερινότητάς του. Οσμίζονταν, λοιπόν, όπως τώρα, στιγμές απείρου κάλλους που ανέβαζαν την αδρεναλίνη και έδιναν στην ζωή του χρώμα, ενδιαφέρον και τον γέμιζαν. Όχι, δεν ήταν θέμα μαζοχισμού. Απλά τα περίεργα, τα παράξενα ήταν θέματα που άπτονταν του επαγγελματικού και επιστημονικού του ενδιαφέροντος.
Χωρίς, λοιπόν, να καταδεχτεί να ρίξει μια ματιά γύρω του, ματιά ερευνητική, καλεί το γκαρσόνι και του ζητά ν’ ανανεώσει το ποτό του σε καθαρό ποτήρι και απαξιωτικά κάνει το ραβασάκι μια μπαλίτσα και την πετά πίσω από τους ώμους του κατά γης.
H κίνησή του και η σημειολογία της αρκετά σαφής.
Αμέσως μετά βάλθηκε να σημειώνει κάτι σε μια περίεργη δερμάτινη ατζέντα. Ακριβό δώρο, καθώς φαινόταν, της αγαπημένης του που έτσι έκανε αισθητή την παρουσία της, αφού δεν γινόταν να κρατά την ίδια στα χέρια του τα στιβαρά, όσο συχνά πυκνά το λαχταρούσε.
Τελείωσε το αναψυκτικό του και σηκώθηκε να φύγει. Με την άκρη του ματιού του έκοψε την κίνηση τού κήπου που έσφυζε από ζωή και κάπου στο βάθος είδε κάποιον, που διάβαζε εφημερίδα, να τη διπλώνει βιαστικά και να την βάζει στην κωλότσεπη. “Σίγουρα εσύ είσαι, λοιπόν. Έδωσες τα διαπιστευτήριά σου πριν λίγο, κάνω και την γνωριμία σου τώρα, τι άλλο θέλω από τη ζωή! Ονοματάκι και διευθύνσεις δεν ξέρουμε ακόμη, μα μη και νομίζεις ότι θ΄ αργήσω να έχω την ύψιστη τούτη τιμή; Ούτε το νομίζεις ούτε το νομίζω”. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και βλέπει τον τύπο ν’ ανταλλάσσει αδιόρατο χαιρετισμό με κάποιον άλλον, ο οποίος καταφανέστατα αντικαθιστούσε τον πρώτο που αναχώρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μάλιστα. Ομαδική παρακολούθηση και χαρακτηριστική συμπεριφορά.
“Όπου να ‘ναι θα έχουμε τα γνωστά δείγματα δουλειάς” , σιγομουρμούρισε.
Πλήρωσε το ποτό, αφήνοντας ένα γενναιόδωρο pourboire για το γκαρσόνι που τον λάτρευε και βάδισε σκεπτικός με τα χέρια στις τσέπες, το μυαλό σε εγρήγορση και τα μάτια σε στυλ περισκοπίου υποβρύχιου υψίστης τεχνολογίας, που φωτογράφιζε τοπία, κινήσεις και συμπεριφορές σε απίστευτους ρυθμούς ταχύτητος. Ήταν μέσα στις συνήθειες της ζωής του αυτές οι κινήσεις και αναπόσπαστο μέρος της δύσκολης δουλειάς του. Ανακριτής τώρα πια, αφού πρώτα πέρασε όλα τα στάδια, όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αρχίζοντας από απλός αστυφύλακας αμέσως μετά το Λύκειο και φοιτητής της Νομικής συγχρόνως. Ήταν αυτό που λέμε αξιωματικός καριέρας, ιδιαίτερα μορφωμένο άτομο και πάρα πολύ ικανό. Αν εξαιρέσουμε την επικινδυνότητα του επαγγέλματός του, θα λέγαμε ότι το κορίτσι του ήταν ένα πολύ τυχερό κορίτσι που απολάμβανε μια τέλεια αγάπη, έστω και υπό κάποιους περιορισμούς και σε… δόσεις. Δεν μπορεί, βλέπεις, κανείς να τα έχει και όλα στη ζωή ετούτη.
Με το που κάθισε στο γραφείο του, άρχισαν να κτυπούν τα τηλέφωνα. Σηκώνει το πρώτο ο πρώτος βοηθός και ο Ανακριτής τον θωρεί να γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι και να βρίζει μέσα από τα δόντια του με ακατανόμαστες βρισιές, που εμείς σαν σοβαροί συγγραφείς αποφεύγουμε να τις αναπαραγάγουμε.
“Αρχηγέ μου οι γνωστές απειλές αγνώστου υβριστή…”.
“Μη συγχύζεσαι αγόρι μου, ήρεμα. Καθένας με τον τρόπο του και με την αγωγή του. Όμως μην παίξουμε και το παιχνιδάκι τους. Βήμα πρώτον, αδιαφορία. Και βήμα δεύτερον, τα μάτια μας ολάνοιχτα. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι να λες. Και τώρα δουλειά. Παράγγειλε, σε παρακαλώ, καφεδάκια για τους δυο μας, τ’ απολαμβάνουμε και αμέσως μετά φεύγουμε με το περιπολικό. Θέλω να δω πώς θα κινηθούν. Ανάλογα μετά θα καταστρώσω το δικό μας σχέδιο πλεύσης. Αυτό το θέμα με τις απειλές μπορεί ν΄ ακούγεται ίσως και φαιδρό, αλλά τείνει να γίνεται σοβαρότατο και το νου μας.
“Άντε κυρ Στάθη, υπ’ αριθμ. 1 καφετζή της Ελληνικής Αστυνομίας, γεια στα χεράκια σου. Τέτοιον καφέ ούτε η Ερατώ μου δεν κάνει”.
“Ωχ, αρχηγέ μου, τώρα που είπες Ερατώ, πώς μου διέφυγε; Ναι, πήρε η δεσποινίς τηλέφωνο και είπε να την πάρετε αμέσως μόλις έρθετε. Φοβάμαι όμως ότι το αμέσως πέρασε ανεπιστρεπτί. Συγγνώμη, δε φάνηκα άξιος των περιστάσεων και απολογούμαι και στους δυο σας. Δεν θα επαναληφθεί σίγουρα”.
“Τώρα τι να σου πω; Μόνο να μην της συμβαίνει κάτι σοβαρό γιατί υπέγραψες την καταδίκη σου. Μπράβο βρε και ό,τι έλεγα να σε προτείνω για προαγωγή στις αρχαιρεσίες της επόμενης βδομάδας. Φαίνεται δεν είναι η ώρα σου ακόμα, αφού δεν μπορείς να ιεραρχήσεις τη σειρά των μηνυμάτων μου σε βαθμό σοβαρότητας. Και σταματώ εδώ για να μην γίνω πιο χυδαίος από τους άγνωστους υβριστές μας, εγώ ο γνωστός και μη εξαιρετέος. Ορίστε την καλώ και δεν απαντά. Γιατί; Γιατί κάτι συμβαίνει, κουτορνίθι. Σήκω να φύγουμε, γιατί κάτι μου λέει ότι θα έχουμε ιστορίες. Που ο διάβολος να σε πάρει. Αλίμονό σου, αν επαληθευτώ”.
Φτάνουν με την ψυχή στο στόμα στο διαμέρισμα της Ερατώς, μα η Ερατώ απούσα. Πάνω στην εξώπορτα, όμως, ο ανακριτής διέκρινε με το μάτι το εξασκημένο του κάτι, που του έκοψε το αίμα. Δίπλα στο πόμολο ένα κομμάτι από φτερό, από το μπρελόκ που της είχε φέρει από το Περού, όπου είχε πάει με την υπηρεσία του πέρυσι. Δεν έκανε λάθος. Ένα τόσο δα μικρό σπάνιο φτερό από το σπάνιο φτέρωμα είτε αποξηραμένου πουλιού ή φυτού, δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι, μα όμορφο και περίεργο με κάτι χρώματα που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
Σίγουρα ήταν σημάδι. Δικό της. Και του έλεγε ότι κάτι συνέβη εκεί και εκείνη έφυγε βιαστικά, μην προλαβαίνοντας να ειδοποιήσει για την αθέλητη, προφανώς, απουσία της.
“Τα ‘δες; Ορίστε το αποτέλεσμα της πανώριας αφηρημάδας σου. Βρες μια λύση άμεσα γιατί θα σε σκοτώσω λαπά”.
Ο Δημητρός, ο πρώτος βοηθός του κ. Ανακριτή, να υπήρχε, λέει, τρόπος και ν’ άνοιγε η γη να τον καταπιεί. Ένα παλικάρι που το ΄χε καμάρι να υπηρετεί υπό τας διαταγάς αυτού του ανθρώπου, που ήταν τώρα ο κατήγορός του. Ένας περίεργος συνδυασμός ειδώλου και κατήγορου. Συνάδουν αυτά τα δύο μωρέ; Μια του αβλεψία έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή όλων. Κρίμα… Και έκανε αυτό που λάτρευε σαν ήταν μικρούλης. Άρχισε ένα κυνήγι “θησαυρού’’, στο οποίο υπήρξε πρωταθλητής. Τώρα, με μια μικρή παραλλαγή, το παιχνίδι επαναλαμβανόταν με αυξημένο βέβαια βαθμό δυσκολίας.
Ερώτηση πρώτη στον περιπτερά έξω από την πολυκατοικία της Ερατώς:
“Κυρ Μηνά, πες μου, πότε ήταν που είδες την κοπέλα του αφεντικού μου για τελευταία φορά;”
“Και πού να θυμάμαι, παλικάρι μου; Μα για στάσου τώρα που το λες, ναι την είδα σήμερα το πρωί μ΄ έναν τύπο δίπλα της που, αν δεν ήξερα ότι είναι το κορίτσι του Ανακριτή, θα έλεγα ότι ήταν γκόμενος, τόσο κολλητά πάνω της ήταν».
«Για λέγε, για λέγε…».
«Με χαιρέτησε, αλλά εκείνο που με άφησε κατάπληκτο και προβληματισμένο μπορώ να πω, είναι ότι, ενώ με γνωρίζει καλά εδώ και χρόνια, αντί να με αποκαλέσει κυρ Μηνά, με είπε κυρ Γιώργη. Ακόμη και μετά τον καλημερισμό μου ο τύπακας δεν έπαψε λεπτό να είναι κολλημένος πάνω της σε σημείο να φτάσω να την κακολογήσω για να σου ομολογήσω και την πάσα αλήθεια μου. Μέχρι που την έσπρωξε, μπορώ να πω, μέσα σ’ ένα τζιπ που ήταν παρκαρισμένο γι΄ αρκετή ώρα στη γωνία. Τζιπ ακριβό και σκέφτηκα “να δεις, τον φυσάει τον παρά ο τύπος πιότερο από τον μπάτσο, συγνώμη από τον κ. Ανακριτή ήθελα να πω” .
“Θυμάσαι, μήπως, μάρκα;”
“Αμέεεε. Και μάρκα και αριθμό πινακίδας”.
“Είσαι θησαυρός, κυρ Μηνά μου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι δώρο μου κάνεις, χωρίς να έχω τη γιορτή μου. Θα σου το χρωστάω σίγουρα”.
Χωρίς χρονοτριβή, τηλεφωνεί στην ανάλογη υπηρεσία και μαθαίνει λεπτομέρειες για τον ιδιοκτήτη του πολυτελούς αμαξιού. Μπράβος και “προστάτης” νυχτερινών κέντρων, ευυπόληπτος πολίτης και τρόφιμος των φυλακών Κορυδαλλού που τον έτρεμαν τα τσιράκια του. Μα για να είναι το αφεντικό στην ιστορία δεν κολλούσε. Δεν υπήρχε κάτι που να τον συνδέει με τον Ανακριτή. Και γεννάται το ερώτημα: δεν είχε αυτός ή οι πάνω από αυτόν; Ιδού η απορία.
Εδώ και λίγες ώρες η καθεστηκυία τάξη του Δημητρού είχε έρθει τούμπα. Έπρεπε να αποκατασταθεί στα μάτια του ειδώλου του, του μέντορά του, του αφεντικού του, του φίλου του, στην τελική.
Κουβάρι το κουβάρι έπλεκε το πουλόβερ του άνθρώπου της νύχτας και μέσα από τους πόντους ξεδιάλυνε τους “εκλεκτούς’’ της παρέας και κυρίως τους υπεράνω κάθε υποψίας…
Και πόντο πόντο και κόμπο κόμπο και διπλοπεταλιά στην ανηφόρα για γερό ποδήλατο, έφτασε σε μια κορφή που, όταν κοίταξε κάτω, τον έπιασε ίλιγγος και δέος. Γιατί κολλητός του τζιμπάκια αποδείχτηκε ο υπ’ αριθμ. 2 Ανακριτής της Ελληνικής Αστυνομίας, μόνιμος αντίζηλος του αρχηγού του. Στις αρχαιρεσίες της επόμενης εβδομάδας θα ήταν αντιμέτωποι για τη γενική αρχηγία του Σώματος, που σημαίνει το οποιοδήποτε σκανδαλάκι μικρό ή μεγάλο θα έπαιζε το ρόλο του στις κρίσεις. Άρα, έπρεπε να αμαυρωθεί η φήμη του αξιότιμου κ. Ανακριτή πάση θυσία ή ακόμη να τον εξαναγκάσει να προβεί σε περίεργες ενέργειες για την απελευθέρωση της καλής του. Όλ΄ αυτά θα βάρυναν αρνητικά στην πλάστιγγα της κρίσης.
Θεέ και Κύριε… Και πώς το λες αυτό στο ίνδαλμά σου; Με τι λόγια; Πλαγίως, ευθέως, πώς;
“Στα ίσα, εαυτέ μου και γαία πυρί μειχθήτω”.
“Αρχηγέ μου, εκ των έσω αλώνονται τα κάστρα. Στημένη σου την είχε, ποιος λες; Ο υπ. Αριθμ. 2, ο αγαπημένος σου αντίζηλος, υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.
Δεν το πιστεύεις ε; ούτε κι’ εγώ, μέχρι μόλις πριν λίγο.
Για άκου και τούτα τα CD. Παράνομη ηχογράφηση που δεν στέκεται σε κανένα δικαστήριο, ει μη μόνο σ’ αυτό της ψυχής σου, έτσι για να πεισθείς πλήρως, καλέ μου φίλε.
Σου έσκαβε το λάκκο δια της απαγωγής της Ερατώς. Να κάνεις εσύ σπασμωδικές κινήσεις για να μπεις τόσο βαθιά στο λάκκο που έλεγα ότι κανένας γερανός δεν θα μπορούσε να σε τραβήξει.
Αυτά είχα να σου πω και αμαρτίαν ουκ έχω. Μπορείς να με ξαποστείλεις στο πυρ το εξώτερο και δεν φαντάζεσαι το πόσο λυπάμαι για όσα σου είπα”.
Μα ο Δημητρός όλα τα περίμενε να τ’ ακούσει, εκτός από τούτο:
“Μπράβο, φίλε μου. Την έχεις σίγουρη την προαγωγή σου, αλλά ουδέν καινό υπό τον ήλιο. Τα όσα μου είπες απλά επιβεβαίωσαν τις υποψίες μου, δυστυχώς. Υπάρχει όμως και ένα ευτυχώς. Επειδή με ξέρει καλά ο αξιότιμος συνάδελφος, θα φροντίσει για όσο λίγο τελεί η Ερατώ μου υπό κράτηση να περνά παραμυθένια, αλλιώς μαύρο φίδι που τον έφαγε τον κανάγια. Ήδη θα το έχει σκυλομετανιώσει και να δεις που το κορίτσι μου θα είναι ήδη στο σπίτι του.
Σήκωσε ρε το τηλέφωνο δεν ακούς που κτυπάει;
Αυτή θα είναι”.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Λένα μου απολαυστικότατη και τούτη η ιστορία σου, τη διάβασα μονορούφι!!! Σου πάνε πολύ τα αστυνομικά!!!Να είσαι πάντα καλά, καλό απόγευμα!!!
Γατόνι ο κύριος Ανακριτής!!!!!!!!!!!!!!!!
Την πάτησε ο αντίζηλος της ιεραρχίας και πολύ το χάρηκα!!!!!!!!!
Γεια σου Λένα μου, με τα ωραία σου!!!!!!!!!!!!!!
Χιούμορ, αγωνία, γλώσσα!!!!!!!!!!!!
Φιλί!!!!!!!!!!!!!!!!
Γεια σου αγαπημένη Αθηνά με τα ωραία σου λόγια πάντα και την ακόμη πιο ωραία πάνγλυκια γλώσσα σου
Η αλήθεια είναι ότι μού αρέσουν τα αστυνομικά και κάνω ό, τι μπορώ να αρέσουν και στους αναγνώστες μου. Άλλοτε το πετυχαίνω περισσότερο άλλοτε λιγότεροκαι είναι η προσπάθεια που αγαπάω Σε ευχαριστώ.