«Η νύχτα με τα ματοτσίνορά της αποψιλώνει τα δάκρυα των άστρων
Χαμουρεύεται με το αναπάντεχο της γης
Με τα καπούλια του ανθρώπινου μόχθου
Μαζεύει τα πήλινα πόδια της
Πιο φωτεινή η κόμη της απ’ της σελήνης
Που χλιμιντρίζει στο χλωμό πρόσωπό σου
Η νύχτα, τα μάτια σου…»
γράφει κι ο νους του τρέχει στο έβδομο γράμμα του, αυτό που ξέμεινε στο τσεπάκι του σακακιού του, ξεκρέμαστο κι απορημένο από τα λόγια της…
«Θα ξανά ‘ρθεις;» με τόσο σαρκασμό που τον πάγωσε.
Μετρά τα φώτα της πόλης, τη σκοτεινιά της θάλασσας, κεράκια λικνιστά οι σημαδούρες των πλοίων που αναμένουν να πιάσουν λιμάνι και η παραλία, φίδι που ξετυλίγεται με τη ράχη καμπουριασμένη και ραχατεύει στις λάμπες του ηλεκτρικού που την πασπατεύουν.
Τι βλέψεις μπορεί να έχει κάποιος που πέρασε τα τριάντα, ρεσεψιονίστας σε ξενοδοχείο, με γαμψή μύτη, πόδια λίγο στραβά και με φαλάκρα που αρχίζει να γλύφει το κεφάλι;
Η ζωή τρέχει συνεχώς εκεί που αυτός δεν είναι, έτσι του ήρθαν και η Αγγελική, το όνομά της τον χαιρέτισε από την ταμπελίτσα την κρεμασμένη από τα μικρά της στήθη, η ταμίας στο σούπερ μάρκετ, πόσο διαφορετικό τον βλέπει;
Τι κατάφερε στη ζωή του; Τέλειωσε τη σχολή, ζει μόνος, δυάρι και στο κέντρο, ανεξάρτητος και ευκατάστατος, για τις δικές του προοπτικές και δεδομένα και κάθε Σαββατόβραδο εδώ, στην Άνω Πόλη, στο πατρικό του, δείπνο με τους γονείς.
Και σαν κοντέψουν τα μεσάνυχτα αδειάζει απ’ όλα, Σάββατο βράδυ και στο μπαλκόνι όπως και τώρα, όλη η πόλη του υποκλίνεται και το πρωί και πάλι εδώ, καφές και το μοναδικό τσιγάρο της βδομάδας, άλλοτε με την ομίχλη να μπλοκάρει το βλέμμα, ή τον ήλιο να χρυσίζει τις στέγες, τη θάλασσα μαλαματένια να σφυρίζει πάνω από την ακύμαντη μεγαλοσύνη της, φορές τον βοριά να κλείνει στο καβούκι τους τούς περιπατητές, κάθε φορά και μια νέα εικόνα, με άλλα χρώματα και διαφορετική σελίδα στην ψυχή του να γράφουν τα καπρίτσια του βλέμματος, με μια ευδαιμονία, ίδια πάντα, να καλύπτει την κενότητα των απραγματοποίητων ονείρων.
«Είσαι ωραία, πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία, ωραιοτάτη,» της είπα κοιτώντας την στα μάτια, δακρύζοντας και μέσα μου, μια μέλισσα βούιζε κι έφερνε τη γύρη κι άλλων λόγων, «πανώρια, κι αν όλα τ’ ακούς κοινότυπα, αλλιώς ωραία θα σε πω,» κι αισθάνθηκα πως το απέναντι βουνό ξεκρεμούσε από τα δέντρα του τα δώρα που όλος ο χειμώνας τα χάριζε με μεράκι αποταμιεύοντάς τα ένα –ένα στους χυμούς τους και μου τα έστελνε μέσα από τα μάτια σου… Αγγελική…
κι ένιωσα τόσο γαλήνιος και πλήρης που βυθίστηκα στη σιωπή.
Σάββατο βράδυ κι ακόμα εδώ. Τα ράφια τεντώθηκαν, αλάφρυναν από το πρωινό τους κύρτωμα και μπορούν τώρα να μιλήσουν για τον κάματο της μέρας, τα πακεταρισμένα τρόφιμα την κοιτούν με δυσθυμία, κι αυτή νεκρώνει τη σκέψη της, «καλύτερα το κενό παρά η μελαγχολία,» οι φίλες κάπου θα ξοδιάζονται, Σάββατο βράδυ κι αυτή εδώ να καταμετρά πόσα ψιλά της μένουν για να ολοκληρώσει την ακύμαντη δουλειά της, να βγει έξω στα φώτα, στη ζωή.
«Πρόσεχε στο ταμείο,» της είπε η Πέρσα, η υπεύθυνη καταστήματος, κάθε μέρα την ίδια παρατήρηση με τη γλύκα της, σαν μητρική συμβουλή, από το πρωί γέμιζε τα ράφια μηχανικά και μετά, στο ταμείο, η σκέψη της περνούσε πάνω από την αυριανή μέρα, την φανταζόταν στο κρεβάτι να χουζουρεύει μακριά από τον ήχο της ταμιακής, τη μουρμούρα των πωλητών, τη χαρά ή τη λύπη των πελατών, τα τυχαία αγγίγματά τους και τα καθημερινά με τις συναδέλφισσές της.
Θ’ απλώσει το κορμί της και θα μείνει εκεί, στο κρεβάτι, για πάντα…
Κι εκείνος, τριαντάρης και βάλε, δυο φορές και σήμερα την έφαγε με τα μάτια, το μεσημεράκι ήρθε και την χαιρέτισε στον κάτω όροφο και το απόγευμα και πάλι για δήθεν ψώνια, άπλωσε το χέρι του καθώς της έδινε τα χρήματα και την άγγιξε και τον είδε που ρίγησε. Αυτή του χαμογέλασε κάνοντάς τον να κοκκινίσει περισσότερο.
«Θα ξανά ‘ρθεις;» του πέταξε ειρωνικά.
Είναι κι εκείνα τα ποιήματά του… Τι τρόπους εφευρίσκει ο άνθρωπος… Τη μια μέσα στα χρήματα, την άλλη στη ζακέτα της τα ζούφωχνε και τελευταία, πιο θαρρετά, πάνω στον πάγκο της, με την αμηχανία πρωτάρη, «αυτό είναι για σας,» και το βάζει στα πόδια, σαν παιδί που έκανε ζημιά και προσπαθεί ν’ αποφύγει την τιμωρία.
«Τι ζητάει ο άνθρωπος; Ζεστασιά τον Χειμώνα, μια γωνιά δικιά του, το χάιδεμα από τα λατρευτά χέρια της μάνας, το απάγκιο του πατέρα με τα καθησυχαστικά του λόγια, μια δουλειά να δυναμώνουν τα χέρια και μια αγάπη…» είπε ο κολλητός του κι ο Λάμπρος έμεινε σ’ αυτά.
Τα εφηβικά του όνειρα ακόμη τον καταδιώκουν, να καταξιωθεί μέγας κι ονομαστός ποιητής, συνεχιστής των φημισμένων ποιητών της χώρας, η φήμη να προπορεύεται της εικόνας του, ξετρελαμένα κοριτσόπουλα κρέμονται από τα χείλη του, κι η αιωνιότητα άνοιξε την πορτάρα της και τον περιμένει. Ζωγράφισε έτσι τη ζωή και μέσα της κάλεσε τον κόσμο. Σαν είδε τους ανθρώπους ακατάδεχτους προβληματίστηκε αν τα ποιήματά του χωλαίνουν και πάτησε πάνω στον πίνακα μια άλλη ζωή. Φορές προσπάθησε να βγει στη ζωή των άλλων. Όλες απογοητεύθηκε και γύριζε στη δικιά του. Τ’ απόκρυφά του ήταν απόρροια της δύναμής του να φτιάχνει μακρινά όνειρα, διαβιούσε σε άγνωστους πλανήτες, μα σαν τέλειωσε τη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων, αντάμωσε τη ζωή όπως ήταν, με λίγες χαρές και πολλή μοναξιά, ρεσεψιονίστας σε κεντρικό ξενοδοχείο, σπίτι στο κέντρο, πορτοφόλι σχετικά γεμάτο και κάθε Σαββατόβραδο στους γονείς του κι η αγάπη, όσες φορές ήρθε έφυγε…
Η μαυρομάλλα ταμίας, η Αγγελική, τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της, κορμί λυγαριάς χωρίς περιττούς χυμούς και πρόσωπο όμορφα γλυκό, ολόμαυρα μάτια που κτίζουν στη μέρα γιατί η νύχτα είναι μακριά τους και το χαμόγελό της το πρόσχαρο, τι να ζητά αυτός, τι να του πέφτει, τι να του περισσεύει…
Κι εκείνα τα λόγια της, τα σημερινά…
«Θα ξανά ‘ρθεις;» σαν χλευασμός του φτάνουν.
Ήρθε κι έβαλε το χέρι της πάνω μου κι ήταν σα να την έφερε ο αέρας και το κύμα κι εγώ της είπα «η εικόνα σου βαδίζει στα χνάρια εκείνων των πρώτων θεών και τα μάτια σου ίδια η καταιγίδα που έρχεται» κι εκείνη έγινε πολύ γλυκιά, σαν πορτοκαλόμελο κι είχε μια ξανθιά περγαμηνή περασμένη στα μαύρα της μαλλιά κι ένα φως από αντανακλάσεις ακτίνων στα φτερά μιας πασχαλίτσας και δεν μου μίλησε γιατί το στόμα της κόλλησε στο δικό μου… κι εγώ σκέφτηκα πως την αγάπη πρέπει να την αποσώσω στα δίχτυα μιας αράχνης, να γίνουν βουβοί οι θόρυβοί της να μην την μάθει κανείς, γιατί είναι το μοναδικό μου στολίδι, η ζωή η μοναδική κι εκείνη άπλωσε τον κυκνένιο της λαιμό κι έγειρα και την φίλησα στο λακκάκι που είχε «Αγγελική,» της είπα, «γεννηθήτω το θέλημά σου…»
Πέταξε την τσάντα στον ώμο της με τσατίλα, «ένα χαμένο βράδυ,» σκέφτηκε, πήγε στο σπίτι, η μάνα την κοίταξε με τη γλύκα που έχουν οι μανάδες για να μερώσουν την κούραση των παιδιών τους, βυθίστηκε στο μπάνιο.
Άδειασε απ’ όσα την κυνηγούσαν, έκανε τον απολογισμό της μέρας της, κάποιες σκέψεις για αύριο άρχισαν να κατηφορίζουν κι ο νους σαν μέρεψε πήγε και σ’ εκείνον, με την αναγνωρίσιμη φαλάκρα και την μικρή κοιλίτσα, που για μήνα τώρα την πολιορκεί, το βλέμμα του τόσο υποτακτικό το αισθάνεται, τις κινήσεις του τόσο μαζεμένες, ένα μηδαμινό στρατιωτάκι που χάθηκε στο φαράγγι μακριά από το στράτευμα και τα έχει χαμένα.
Α, είναι και τα ποιήματά του…
Στο κοντινό τους μπαλκόνι ένα ζευγάρι, στα εξήντα τους, αγκαλιασμένοι σε μια πολυθρόνα, βουίζει ο έρωτας στα χνώτα τους, άραγε θα προλάβω να γεράσω, ακούει κάποια πνιχτά τους γελάκια, τι μ’ ευχαριστεί, ίσως μια αγάπη… μπορείς να είσαι ευτυχισμένος με μια αγάπη σαν αυτή έχει μέλλον.
Στον κάτω στύλο, εκεί που το φως θαμπώνει το σκοτάδι, με το αναπηρικό του καροτσάκι ο ζητιάνος της γειτονιάς, με τα χοντρά γυαλιά και τον στραβό του στόμα, και τα χέρια τα ροζιασμένα, κι όμως με φοβίζει το μέλλον, ναι σαν είμαι μακριά του πατρικού μου, της σιγουριάς του και παραδίπλα τους η μικρούλα κλαίει δυνατά, κάτι έχει ζητήσει από τη μάνα της κι εκείνη αδιαφορεί και η Αγγελική, να με σκέφτεται, έστω όπως σκέφτεται ένα πουλί το μικρό του πούπουλο που το πήρε ο αέρας;
«Πήρα χρώματα να βάψω τον κόσμο. Κοίταξα γύρω να βρω τα πιο φανταχτερά και τα πιο ανεξίτηλα. Είπα να πάρω τ’ ουρανού, της θάλασσας, την αγάπη του κόσμου, ένα καταπράσινο λιβάδι με παπαρούνες φωτιές. Αλλά είδα εσένα, ατέλευτη κι αέναη πέρα από τα όρια του ορατού σαν μια ονειροφαντασιά. Ήρθες και όλα πλημμύρισαν από το φως σου…»
Της είπα και προσπάθησα να βρω πάνω στο κορμί της εκείνον τον μικρό σπασμό που φυτεύει η συγκίνηση πριν το κλάμα. Η Αγγελική άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, ευκαιρία να χαθώ μέσα τους, σκέφτηκα και βούτηξα όλη τη νυχτιά και πάλευα με τη νηνεμία της θάλασσας και τα θέλγητρα μιας απόκρυφης σπηλιάς αρπάχτρας…
Να διαβάσει τα ποιήματά του. Δεν έχει κάτι άλλο να κάνει. Γέλασε πνιχτά.
«Σάββατο βράδυ και να διαβάζω ποιήματα. Τι απελπισία!»
Τυλίχτηκε την ρόμπα της, στέγνωσε τα μαλλιά της και παρέδωσε το κορμί της στον καναπέ.
«Δεν έχει τίποτα η τηλεόραση,» γκρίνιαξε η μάνα της. «Δε θα βγεις;»
Είπε να της πει πως θα καθίσει να διαβάσει, μα και στο άκουσμα αυτών των λέξεων, πού να της έλεγε για ποίηση, η μάνα της θα την κοιτούσε σα να ήταν άρρωστη.
Δυο μήνες πέρασαν από τότε που την πρωτόδε, κι από τότε την παρακολουθεί όπως ένα ποτάμι διατρέχει απλόχωρο λαγκάδι. Δεν αποζητά τίποτα παρά να παρατηρεί τις ομορφιές του, να μυρίζει τις εποχές και τα λουλούδια, τ’ άνθη των δέντρων και να κυλά χωρίς απαιτήσεις και προαπαιτούμενα. Μόνη του βλέψη μην και στερέψει και χάσει την ομορφιά που το περικλείει.
Τα λόγια τα φυγαδεύει η ντροπή του, πάντα κόκκινος απέναντι σε κορίτσια, τόσα χρόνια ντροπαλός, ένα ανικανοποίητο παιδί από όνειρα που αρνείται να επιστρέψει στη ζωή, αρνείται να πει όσα σκέφτεται. Και το βράδυ κτίζει τα λόγια που αύριο θα πει, έναν όμορφο μονόλογο, πλημμυρισμένον από εικόνες και ζωγραφιές για κάδρο και τη μέρα είναι έτοιμος να το ξεσκαλώσει και να το δείξει, μα τα γράμματα δεν μπορούν να βρουν τον δρόμο τους, να γίνουν λέξεις και τότε η λύτρωση, ένα ποίημα αναστεναγμός κτίζεται μέσα του και του διώχνει τη λύπη. Αυτός είναι ο κόσμος του, ο πιο ωραίος απ’ όλους τους κόσμους.
Και είπε θα της μιλήσει και πριν ένα μήνα, και πριν μια βδομάδα και προψές και ψες και σήμερα και δεν υπάρχουν λόγια μιας και τα ξοδιάζει στα όνειρα…
Πριν δυο βδομάδες, τυχαία, της άφησε το πρώτο ποίημα…
Κάθε δυο μέρες κι άλλο…
Σήμερα το έβδομο το νιώθει στο τσεπάκι του σακακιού του και τον καίει.
Μύριζαν τα μαλλιά της μάγια και η αναπνοή της μέντα. Δεν άντεχα να τη βλέπω, να τη μυρίζω. Να στέκω σιμά της. Μου είπε πως θεώρησε πρέπον να πάρει την ομορφιά της και να κινήσει.
«Πάρε με μαζί σου, της είπα, έστω για λίγο. Να νιώσω τη ζεστασιά σου, τις φτερούγες σου να μου κρύβουν τον άνεμο και το φως που σε πλημμυρίζει εκεί ψηλά. Πάρε με, για λίγο… Μέχρι τον πρώτο βράχο. Μετά συνέχισε μόνη για την κορφή. Δεν μπορώ να κλείσω το όνειρό σου. Τα όνειρά μου μικρά και στείρα. Πάρε με, για λίγο, μαζί σου…Έστω για λίγο να νιώσω το κορμί σου. Να νιώσω την ανάσα σου, τα χέρια σου και να δω το χιόνι. Είναι πιο άσπρο από την ψυχή σου; Είναι πιο λεύτερο από τα όνειρά σου; Πάρε με μαζί σου. Δεν έχω τι άλλο να σου ζητήσω. Δεν έχω τίποτα να σου δώσω. Όλα πάνω μου καμένα. Μονάχα αυτός ο λόγος της παράκλησης. Πάρε με για λίγο μαζί σου, να δω τον ουρανό με τα μάτια σου…»
Την ένιωσα πως αγαπούσε τον αέρα των βουνών και πήγαινε στα σύννεφα για να απλώσει το θεϊκό της…
Όμως έχω πίστη στην αγάπη μου. Σε όσα της έδωσα. Όλα μου τα βράδια. Το ξεψύχισμα του σώματος και των σπλάχνων μου. Έχω πίστη πως θα μείνει δίπλα μου, να μετρώ μέσα από τα μάτια της τη ζωή μου…
Τοποτηρήτρια της Κοσμικής Νομοτέλειας
Και των σωθικών μου δικαστής
Μα τι λέει; Είναι τόσο δύσκολο να βρει απλές λέξεις; Με λένε… Είμαι ο … Δουλεύω…. Αυτά έμαθε η Αγγελική και ξέρει και πολλά άλλα να πει. Δυο άνθρωποι έχουν πολλά να πουν μέχρι να γνωριστούν.
Και τα μάτια σου
Κατοπτρισμός του γαλάζιου
Παρατηρούν ατέρμονα και κρίνουν
Τις πράξεις μα και τις εμμονές
Τα κλειδωμένα θέλω και τ’ άφατα μπορώ
Λέω να σωπάσω εμπρός σου
Και το κάνω…
Πίσω από τις λέξεις κρύβονται ή μεγάλοι έρωτες ή αδύναμα θέλω. Το ξέρει. Τα ωραία λόγια που άκουσε, τα όμορφα ρούχα που αγάπησε, ήταν όμορφα ρούχα και ωραία λόγια. Μικρή ρηχότητα κι όλοι σαν τους ζήτησε να δώσουν κάτι που δεν τους περίσσευε το έβαλαν στα πόδια.
Πήρε το δεύτερό του…
Απασχολούμαι
Με των ματιών της το πέρασμα
Και τον άνεμο που με κατακεραύνωσε…
Τα κεχριμπαρένια μάτια σου
Πνοή που γιόμισε αρώματα
Και πάνω τους εσύ
Τοποτηρήτρια των κεκτημένων σου
Τίποτα δεν θ’ αφήσω στην τύχη
Θα πολιορκήσω με αιώνιο χρόνο τον πειρασμό
Και θα ‘ρθω με τούτον χορηγό και θ’ αλώσω των ματιών σου την ψαλμωδία
Νικητής και τροπαιούχος
Σε άφατο χρόνο
Και αν…
Σάββατο βράδυ. Ο κόσμος στην παραλιακή κινείται σε ξέφρενους ρυθμούς κι αυτή εδώ μέσα διαβάζει ποίηση… Μην το πει πουθενά.
Κι όλα αυτά είναι για εκείνη; Που την ξέρει; Έκανε μιαν εικόνα της και την προσκυνά. Πόσο μακριά της κινούνται όλα όσα πιστεύει γι’ αυτήν, πόσο μακριά του είναι όλα του τα θέλω;
Σηκώθηκε και στο μπάνιο ψηλάφισε τη μορφή της στον καθρέφτη. Κι όμως μπορεί κάποιος άγνωστος να μας φέρει τη λύτρωση. Κι αν όχι ίσως κάποια απρόσμενη χαρά.
Σαν τον άγγιξε σήμερα είδε τον τρόμο του. Την καλημερίζει και κοκκινίζει. Αυτή μπορεί. Έχει τη δύναμη. Άλλωστε όλους τους εραστές της αυτή τους πρωτοπλησίασε κι αυτή τους διαολοέστειλε όλους. Ίσως αυτός να είναι διαφορετικός. Ίσως η ντροπή να κρύβει μια λευκή κι αμόλυντη ψυχή έτοιμη να δοθεί ολοκληρωτικά.
Στην πρώτη ευκαιρία θα του μιλήσει.
Κι όχι μόνο… θα του προτείνει να βρεθούν.
Έχει άλλωστε πανέμορφα μάτια.
Αυτός ο κόσμος δεν είναι κόσμος για ποιητές.
Ο προσωπικός του κόσμος είναι γερά κτισμένος και δεν έχει ανάγκη τον κόσμο τους. Ο κόσμος του είναι με νούφαρα και μουσική να του απαλύνει την πονεμένη του ψυχή. Ο κόσμος τους είναι ναρκοθετημένος με λόγια που δεν χρειάζεται να τα πατήσεις για να σε ανατινάξουν.
Διάβασε τα ποιήματά του; Κι ούτε ένα βλέμμα της διαφορετικό. Σα να μην είδε την ψυχή του που την ξεγύμνωσε και της την πρόσφερε. Από την άλλη…
«Θα ξανά ‘ρθεις;» η περιφρόνησή της.
Κινούμαι αργά σε τούτην την κηδεία του Έρωτα. Δεν υπάρχουν κορμιά παρά σκέψεις που οδύρονται και τύψεις για ότι δεν προλάβαμε ν’ αποσώσουμε.
«Αγγελική!» τη φώναξα κι είδα τη συφορά του χρόνου να παλεύει με τον άλλον χρόνο τον μέσα μας
«Αγγελική!» τη φώναξα. «Δεν φταίω εγώ, μα αυτά που με έσπρωξαν στο χείλος του έρωτα, τα μάτια σου και το κορμί σου το χυτό, η αναμονή μιας ηδονής που δεν ερχόταν…
«Αγγελική», τη φώναξα κι έτρεξα δίπλα της να μυρίσω τον αέρα της, να χαϊδέψω μια πλάτη κι ένα στήθος που μύριζαν τον καιρό.
«Δε με λένε Αγγελική», μου αποκρίθηκε.
Άπλωσε τα χέρια της και μου έδωσε τα φτερά μου να προσπαθήσω να πετάξω αλλού…
Δεν χρειάζεται να ξαναπεράσει απ’ το ταμείο της. Ο κόσμος του είναι μεγάλος και μπορεί να ζει μέσα του για πολύ ακόμα…
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μου άφησε μια γλυκιά θλίψη η υπέροχη ιστορία-ποίημά σας. Τα συγχαρητήρια μου. Δεν έχω λόγια… ίσως και να είναι το πιο ποιητικό κείμενο που έχω διαβάσει!
Ευχαριστώ πολύ για τα πολύ καλά σου λόγια
Έξοχο,ποιητικό κείμενο!!!!Συγχαρητήρια Θεόδωρε!!!
ευχαριστώ πολύ!