Πάνε τρεις μήνες από τότε που έπιασα αυτή τη δουλειά κι αν με ρωτήσει κάποιος αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να του απαντήσω. Είμαι ο νυχτερινός φύλακας του αρχαιολογικού μουσείου της μικρής μας πόλης, με το τόσο ένδοξο παρελθόν και το τόσο, μα τόσο, ιταμό παρόν. Εντάξει, δεν παραπονιέμαι, μιας και δεν είναι καμιά δύσκολη εργασία, ούτε ιδιαίτερα κουραστική, αλλά μα την πίστη μου, δε φανταζόμουν επ’ ουδενί όταν με προσλάμβαναν, ότι θα μου δημιουργούσε τέτοια σύγχυση.
Το συγκεκριμένο επάγγελμα εμπεριέχει μια ιδιορρυθμία, που το διαχωρίζει κάθετα απ’ όσα άλλα έχω εξασκήσει ως τώρα. Εισχωρώντας όλο και πιο πολύ στη ρουτίνα του, η ζωή μου σιγά σιγά διασπάστηκε σε δυο κομμάτια. Το ένα είναι το λαμπερό, αυτό που βιώνω έξω, πλάι στη γυναίκα μου και σ’ αυτούς που αγαπώ, μέσα στο σπίτι μου και στα προσφιλή σε μένα μέρη, όπου όντας ευτυχής και απόλυτα ικανοποιημένος εντός του προσωπικού μου βασιλείου, προσπαθώ να βάζω τρικλοποδιές στο χρόνο για να τον επιβραδύνω και να απολαμβάνω διαρκώς και μεγαλύτερες δόσεις μακαριότητας. Το άλλο, ω αλίμονο, το άλλο κομμάτι της καθημερινότητάς μου είναι το σκοτεινό, είναι αυτό που βιώνω εδώ, μόνος, εγκλωβισμένος σε τούτο το παγερό λευκό κτίριο, όπου ποτέ δε συμβαίνει τίποτα και ακόμα κι ο παραμικρός θόρυβος μοιάζει με εξέγερση ενάντια στην κανονικότητα και όπου αιχμάλωτος ενός πνιγηρού ρεαλισμού, αγωνίζομαι κάθε νύχτα να μεταπηδήσω από το χρονικό σημείο έναρξης της βάρδιάς μου, σε εκείνο που αυτή τελειώνει το πρωί. Δυστυχώς πάντα αποτυγχάνω και δεν καταφέρνω να ελέγξω το ρυθμό της αλληλουχίας των στιγμών, με αποτέλεσμα όσα θέλω να κυλήσουν αργά, να ρέουν σαν ορμητικός χείμαρρος και να χάνονται προτού τα χορτάσω, ενώ όσα θέλω να περάσουν αστραπιαία για να λυτρωθώ από δαύτα, να δείχνουν σχεδόν ασάλευτα και να μου δίνουν την εντύπωση ότι πορεύονται με την ταχύτητα μιας χελώνας.
Κάθομαι με τις ώρες σ’ αυτό το ξύλινο γραφειάκι στον προθάλαμο της κεντρικής αίθουσας του μουσείου, με το κοντό σιδερένιο πορτατίφ να με παρηγορεί κάπως, σκορπίζοντας το φως του σε μικρή ακτίνα γύρω μου, αφού τα πάντα στο βάθος βουλιάζουν σε απροσπέλαστο έρεβος και σπάω το κεφάλι μου για να βρω λύση στο πρόβλημα που με ταλανίζει. Απόψε αποφάσισα να καταγράψω τις σκέψεις μου, μήπως βάλω επιτέλους σε μια στοιχειώδη τάξη το χάος που κυριαρχεί στο μυαλό μου. Η συλλογιστική μου με οδηγεί στο θεμελιώδες· πρέπει κατ’ αρχήν να κατανοήσω την έννοια του χρόνου κι ύστερα να εξάγω κάποια συμπεράσματα για την αντίρροπη σχέση που τον διέπει, αναφορικά με την ατομική μου βούληση.
Γιατί άραγε υπάρχει αυτή η αντίφαση, εφόσον οι δείκτες όλων των ρολογιών, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, περιστρέφονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Τα δευτερόλεπτα είναι παντού δευτερόλεπτα, τα λεπτά είναι παντού λεπτά, οι ώρες το ίδιο, οι μέρες και οι μήνες επίσης και ούτω καθεξής. Όλοι γνωρίζουμε την ακλόνητη και αντικειμενική ερμηνεία του φαινομένου, που όμως στην πράξη καταρρέει παταγωδώς μέσα στους κόλπους ενός ακραίου υποκειμενισμού. Να λοιπόν μια μικρή κλωστή που θα τσιμπήσω από τη μύτη της, για να αρχίσω να ξετυλίγω το κουβάρι του γρίφου περί χρόνου· ο χρόνος είναι διττός. Είναι καθαρά κάτι που πηγάζει απ’ τον καθένα, αλλά συνάμα έχει και μια οικουμενική διάσταση που εμείς του προσδώσαμε, ώστε να μπορούμε να συνυπάρχουμε.
Αναρωτιέμαι αν αυτοί οι τοίχοι που αντικρίζω περισπούδαστος, αν ετούτες οι ψηλές κολόνες που ανεβαίνουν στο ταβάνι, το τραπέζι που ακουμπώ το τετράδιό μου, η καρέκλα, τα αγάλματα, οι αμφορείς, όλα όσα με περιβάλλουν τέλος πάντων, έχουν χρονικότητα. Είναι σαφές ότι υπόκεινται στους νόμους της φθοράς και δεν παραμένουν αναλλοίωτα με τον καιρό, είναι όμως αυτό αρκετό για να τα εμπλουτίσει με την ιδιότητα που επεξεργάζομαι λίγο εμμονικά, το ομολογώ, το τελευταίο διάστημα; Δε νομίζω. Τα άψυχα αντικείμενα καταλαμβάνουν τη θέση τους στον κόσμο, μόνο ως καθεαυτό οντότητες. Δεν προσδοκούν, δε θυμούνται, δε νιώθουν, δε στοχάζονται, δεν αναλύουν· δε διαθέτουν κανένα χαρακτηριστικό από εκείνα που για να συσταθούν, είναι απαραίτητο να έχουν σαν μύχια δομή τους αυτό που ονομάζουμε «χρόνο». Η νεκρή ύλη είναι παντελώς αδιάφορη στο κύλισμα του καιρού, παρόλο που είναι πεπερασμένη μέσα στο φάσμα του. Ωπ! Άλλο ένα βήμα προς τα εμπρός και τώρα βαστώ στα χέρια μου ακόμα περισσότερο από το μίτο του κουβαριού. Ο χρόνος νοείται αποκλειστικά και μόνο εντός ανθρωπίνων πραγματικοτήτων και είναι ο ένας και απαράλλαχτος τρόπος για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τα πάντα είναι ασύλληπτα, γιατί απλούστατα δεν δύναται να συγκροτηθεί η συνείδηση.
Εντούτοις, δεν μπορώ να βγάλω απ’ το νου μου την υπόνοια, ότι και τα πράγματα παίζουν κάποιο ρόλο σε όλα αυτά. Ειδάλλως, γιατί να ξοδεύουμε τόση πολύτιμη ενέργεια για την παρασκευή τους; Θα μου αντιτείνει κάποιος την πρακτική χρησιμότητά τους, ναι, δε διαφωνώ, πείτε μου όμως φίλτατε, θα του έλεγα εγώ, τι εξήγηση δίνετε στην τέχνη, που δεν είναι καθόλου ορθολογική; Βέβαια η τέχνη κάνει τη ζωή μας πιο όμορφη, δεν αμφιβάλλω, υποπτεύομαι όμως πως είναι κάτι άλλο πέρα από την αισθητική, πιο απόκρυφο και βαθύ, εκείνο που κάνει μερικούς ανθρώπους να αφιερώνονται ολοκληρωτικά σε αυτήν.
Καμιά φορά, όταν πλήττω θανάσιμα, τρυπώνω διακριτικά στην πίσω αίθουσα του μουσείου, εκείνη που δεν έχει παράθυρα και μου επιτρέπει με το σχεδιασμό της να ανάβω τα φώτα χωρίς αυτό να γίνεται ορατό απέξω και περιδιαβαίνω άσκοπα ανάμεσα στις προτομές και τα άλλα εκθέματα. Χμ, αυτό καλύτερα να μην το μάθει ο προϊστάμενός μου! Περπατώντας λοιπόν νωχελικά στους διαδρόμους, κοιτώντας πότε εδώ και πότε εκεί, ατενίζοντας ξανά και ξανά τα ίδια γλυπτά, με καταλαμβάνει πάντοτε ένα υπόγειο δέος, που μέχρι πρότινος ήταν για μένα ένα άλυτο μυστήριο. Εδώ και κάποιες νύχτες όμως, άρχισα να κατανοώ. Πίστευα πως αυτό το έντονο ρίγος οφείλεται στον θαυμασμό μου προς τους τεχνίτες που σμίλεψαν άρτια και σχολαστικά αυτά τα εξαίσια έργα, πριν δύο και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, πως είναι ο ενστικτώδης σεβασμός στον θρίαμβο του μόχθου, ο οποίος για να αποφέρει τέτοιους θεσπέσιους καρπούς, στάθηκε η κοινή συνισταμένη εξαιρετικής ικανότητας και υπερβατικής δουλειάς. Ναι, σίγουρα είναι και τούτα, αλλά από μόνα τους δεν φτάνουν για να ανατριχιάσεις, είναι σαφές πως υπάρχει και κάτι ακόμα· πρόκειται για τη νοερή παρουσία των αρχαίων που σε κυκλώνει και που δεν γίνεται να αγνοήσεις. Να γιατί καταπιάνονταν με τη δημιουργία πραγμάτων που δεν τους ήταν ωφέλιμα, έχοντας τόσο ζήλο και μεράκι. Για να θαμπώσουν εμάς, δυόμισι χιλιετηρίδες μετά και να μας δηλώσουν περήφανα: «Ορίστε, υπήρξαμε και εξακολουθούμε να υπάρχουμε!». Ήθελαν να νικήσουν το χρόνο, να σπάσουν το φράγμα του και να γίνουν αιώνιοι· οτιδήποτε ξεπερνά το όριο του θανάτου μας, το εκλαμβάνουμε ως παντοτινό κι ας ξέρουμε ότι δεν είναι τέτοιο. Με το να στιγματίζουμε το παρελθόν, κερδίζουμε το μερίδιο που μας αναλογεί απ’ την αιωνιότητα. Εξάλλου το παρελθόν, είναι το μόνο που υφίσταται.
Θα μπορούσα κάλλιστα να προσθέσω κι άλλα εδώ, αλλά θαρρώ πως πλατειάζω λίγο και απομακρύνομαι από το ζήτημα που με απασχολεί. Ας συνοψίσω ό,τι έχω μπροστά μου, μπας και βγάλω καμιά άκρη. Υποκειμενικότητα και ανθρώπινη συνείδηση, είναι τα στοιχεία που με ενδιαφέρουν πρωτίστως. Τη μεταφυσική την αφήνω στην άκρη για την ώρα· μα για στάσου, αυτά που γράφω τώρα, δεν θα μπορούσαν να είναι μια πιθανή προβολή του εαυτού μου στο μέλλον; Μα τι κοκορόμυαλος που είμαι! Γιατί να διαβάσει κάποιος τις πρόχειρες σημειώσεις ενός ασήμαντου νυχτοφύλακα; Για δες όμως που σε πάει στα καλά καθούμενα η ματαιοδοξία! Όχι, όχι, γυρνάω στο θέμα μου, γιατί φοβάμαι πως θα χρειαστεί να διασχίσω έναν λαβύρινθο από νεφελώδεις συνειρμούς, για να οδηγηθώ τελικά σε εντελώς άλλη κατεύθυνση.
Τον χρόνο μου τον φτιάχνω εγώ, όχι όμως με τη θέληση, μα με το «είναι» μου. Γι’ αυτό μου ξεγλιστρούν οι στιγμές ευτυχίας και θαλπωρής, που ζω με τη σύντροφο και τους φίλους μου. Γιατί το αίσθημα της πληρότητας είναι κάτι φευγαλέο, αλλιώς δεν είναι τίποτα. Εκεί που είμαι πλήρης, διαλύομαι σύντομα. Εκεί που εξαναγκάζομαι να είμαι, η ύπαρξή μου πυκνώνει, γίνεται στιβαρή και δύσκαμπτη· σα να βαδίζω στο κέντρο ενός βαλτότοπου. Συνεπώς πρέπει στην πρώτη περίπτωση να αποδεχτώ τον εφήμερο χαρακτήρα της ευτυχίας μου και έπειτα να «ξεχάσω» ότι είναι τέτοιος· έτσι οι χαρές θα πολλαπλασιαστούν και ο χρόνος θα επιμηκυνθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να μειώσω κάπως το αίσθημα καταναγκασμού που με διακατέχει, προκειμένου ο χρόνος να συρρικνωθεί. Ίσως αν επαναπροσδιόριζα την επιλογή μου να βρίσκομαι κάθε βράδυ εδώ, ίσως αν έβρισκα κάτι δημιουργικό να κάνω όλες αυτές τις ώρες…
Για μισό λεπτό! Σάμπως να ακούω βήματα στο προαύλιο. Ας στήσω αυτί για να αφουγκραστώ καλύτερα. Ναι, ναι, δεν έκανα λάθος, να που ανοίγει η πόρτα. Ουφ, εντάξει, είναι ο Τάκης, ο συνάδελφος που με διαδέχεται στο πόστο μου τα πρωινά. Τι του ’ρθε να εμφανιστεί από τώρα; Σταματάω για να δω τι θέλει και θα συνεχίσω αργότερα.
«Έλα, έλα, σήκω να καθίσω στα γρήγορα, μην τυχόν και μπει ο διευθυντής», μου είπε αγχωμένος. Ανάσαινε κοφτά και το μούτρο του που συνήθως είναι ροδαλό, ήταν κάτωχρο. Εγώ ήμουν σαστισμένος και σηκώθηκα μηχανικά. Εκείνος βολεύτηκε στην καρέκλα ξεφυσώντας και ξανάπε:
«Καθυστέρησα γιατί είχε κίνηση στο δρόμο.»
«Τι εννοείς “καθυστέρησες”;» τον ρώτησα θορυβημένος.
«Δε σε καταλαβαίνω…», μου έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα όλο απορία. Κατόπιν γέλασε τρανταχτά: «Κοιμόσουνα ρε μπαγάσα;»
«Ο… Όχι», έξυσα το σαγόνι μου.
«Άντε δίνε του, μην έχουμε τίποτα μπελάδες.»
Φορτώθηκα το σακίδιό μου στην πλάτη και βγήκα έξω. Ο ήλιος με τύφλωσε καθώς ήταν ήδη υψωμένος πάνω απ’ τα γαλαζωπά βουνά στο βάθος. Τα αυτοκίνητα μούγκριζαν νυσταγμένα στην άσφαλτο και τα εμπορικά καταστήματα ετοιμάζονταν να υποδεχτούν την πελατεία τους. Πότε ξημέρωσε και δεν το πήρα είδηση; Χασμουρήθηκα κι ένα γλυκό μούδιασμα απλώθηκε στα μηλίγγια μου. Δεν είχα κάνει μόνο τη βάρδια για την οποία πληρώνομαι, είχα παραμείνει στη θέση μου και μισή ώρα επιπλέον. Υπό άλλες συνθήκες θα έκανα μεγάλη φασαρία και θα τσακωνόμουν άσχημα με τον Τάκη, που με άφησε να περιμένω δίχως την παραμικρή δικαιολογία, σήμερα το πρωί όμως, απλά τράβηξα το κάγκελο της περίφραξης και δρασκέλησα το κατώφλι μ’ ένα λοξό μειδίαμα στα χείλη.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
0 Σχόλια